Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Ουράνιο τόξο τη Νύχτα (Καληνύχτα Βρωμόσκυλε 2)


Χωρίς γκαφρά, μέσα στη βρώμα της υστερίας για το όμορφο του καθημερινού βραδιού του τίποτα, να πιπιλάμε μανιωδώς τσιγάρα χάρτινα, να παρατηρούμε ό,τι περνάει σχεδόν με μεσσιακό σέβας. Όλοι είναι καλύτεροι από εσένα, όταν δεν έχεις αυταπάτες για το τι είσαι, και όταν δεν ανέχεσαι μερικές εγκεφαλικές εκρήξεις να σε επηρεάζουν λόγω κατάστασης στο να δειχτείς στον εαυτό σου.

Πολλές φορές αποτραβιόμουνα, άφηνα τους άλλους, φίλους στοιβαρούς, αδερφικούς ενίοτε, να κάνουν το παιχνίδι τους, με τις κοντές φούστες να παρελαύνουν μπρος τους, με τα σφυρίγματα και τα κοπλιμέντα να χύνονται από τα χείλη τους σαν εμετός από φτηνή βότκα. Πολλές φορές αποτραβιόμουνα και αποτριαβέμαι, διότι δεν είσαι δίπλα μου. Και νιώθω ότι μεγαλώνω, και δε μπορώ να σε αγγίξω, ούτε να σε κατανοήσω όπως θα ήθελα. Αγάπησα και αγαπάω τη γυναίκα όσο τίποτα, ουκ ολίγες φορές βρίσκω την αφηρημένη γυναικεία φιγούρα μέσα μου, να σπαρταράει σαν ετοιμοθάνατο ψάρι, από την ανικανότητά μου να την εξυψώσω κει που πρέπει, κει που είναι το σωστό. Το "σωστό" για μένανε.

Πολλές φορές αποτραβιέμαι, και εύχομαι να χα το θάρρος, να τραγουδήσω, να γρυλίσω μέσα στο πεζόδρομο. Να πάρω μια κιθάρα, αν ήξερα να παίζω, και να φτύσω ό,τι μπαρουτοκαπνισμένο θα ήθελα, ό,τι υγιές και ειλικρινές και ανθυγιεινό και βρώμικο θα μπορούσα, μπρος σας. Ανάμεσά σας. Να το φτύσω σα βενζίνα, σαν νικοτίνη στα πόδια σας, και σεις απλά να χαμογελάσετε ή να πιαστείτε αγκαλία με το αμόρε σας παρατηρώντας. Επιδοκιμάζοντας. Ή αποδοκιμάζοντας.
Κείνες οι φορές, είναι το αντίστοιχο του όσων πίνω, και όσων καταναλώνω, και γιατί τα πίνω και γιατί τα καταναλώνω. Ποτέ τα δάχτυλά μου όμως δε θα αγγίξουν χορδές, και ποτέ τα δάχτυλά μου με οποιονδήποτε τρόπο, δε θα ξεράσουν όλα όσα θέλω, για μένα πρώτα και για σας μετά. Ιδού, ένα στερνοπούλι που ψοφάει στον αέρα, και το φίδι που μέχρι πριν είχε στα νύχια του, να έχει χαμόγελο λιπόσαρκο, σουβλερό, μέχρι κει που θα ήταν τα αυτιά του- αν είχε.

Άλλη μια νύχτα, άλλος ένας κόκκος σκόνης στη κλεψύδρα μου, η πουτάνα πάει γαμιώντας.

Οι συνοδοιπόροι ακόμα φωνάζουνε, φέρνουν σβούρες, θαυμάζουν το ωραίο. Κάπου εκεί χαμογελάς αυθόρμητα, ρουφάς, σνιφάρεις, κάνεις ράνεις, και ξαναχαμογελάς άλλη μια φορά. Απόψε έχει φεγγάρι απ' τα λίγα, πορτοκαλόχρωμο, γεμάτο υποσχέσεις που ποτέ δε θα ολοκληρώσουν τον κύκλο της αυτοπραγμάτωσης. Φεγγάρι τύραννο, φεγγάρι αφέντη, φεγγάρι από τα λίγα. Τα ωραία. Τα πολύτιμα.

Γιατί από τότε που σαν πιτσιρικά, με μάθανε ότι αυτές οι χάντρες,
οι κουκκίδες
που λάμπουνε τόσο μακριά, και όμως τόσο κοντά στη κούτρα μου,
λέγονται "αστέρια"
και κάθε αστέρι είναι απλά ένα αστέρι
και τίποτε άλλο,
από τότε απλά περίμενα να με βρει η ώρα
που στο μέλλον, τότε τόσο μακρινό και ομιχλώδες,
στο μέλλον,
θα έχω απλά να λέω ιστορίες
σε κουτσούβελα
για το πώς, ρε φίλε,
φουντάραμε
και
απλά
γουστάραμε
στο ενδιάμεσο
και ρίχναμε κατάρες
στο τριγύρω.

Διότι είναι σα το πόκερ αυτό το πράμα
που λεγε κι ο Στέργιος
Πέντε λεπτά να το μάθεις
και μια ζωή
να το μετανιώνεις.

Αλλά ο δρόμος παραμένει σκούρος κι επιθετικός. Οι λίγες φιγούρες στο εκεί και στο εδώ, δείχνουν να σε περιφρονούν. Άλλες να σου σκάνε χαμόγελα-κλαυσίγελους σα να'σαι παράλυτος συγγενής τους. Οι μαγαζάτορες από καντίνες του πούτσου, αδιάφοροι. Στο δίπλα μαγαζί βαράγανε πρέζες και μας παρατηρούσαν πάω στοίχημα, λιωμένοι, για το γκρίζο, στον καμβά του απόλυτου μαύρου που τους κύκλωνε.
Στα βουνά είναι διαφορετικά. Στα βουνά, λόγω συνθηκών, ο μπεκρής είναι κατανοητός. Στη θάλασσα, αναλόγως περιοχών θα μου πεις, ο μπεκρής είναι μια αποτυχία. Δυαδική προσωπικότητα. Πολλές φορές παρακάλεσα ό,τι έχει απομείνει απ' τα 15-16 μου να ξανάρθει σπίτι, στο χωριό. Πλέον είναι ένα θέατρο. Ένα θέατρο πρώτα απ' την οικογένεια, που πρέπει να ξεσκονίσεις παλιά συρτάρια για να ανακαλύψεις κρυμμένα μυστικά που δε σου λέει κανείς επίτηδες σχεδόν, και μισό θέατρο από μένα, που πρέπει να είμαι ακούραστος εργάτης. Ενώ ποτέ δεν ήμουνα.

Δύο πρόσωπα στη νύχτα μας.
Να'σου πάλι τα χλεμπόνια στο πεζοδρόμιο. Οι μπανανόφλουδες, τα κομμένα χαρτάκια από ανεκπλήρωτη χειροτεχνία καπνιστική. Τα σπέρματα από τα ταξιτζήδικα. Το κάτουρο και το φρέσκο σκατό απ' τα αδέσποτα στο πάρκο. Οι ματιές. Τα βαριά λόγια.
Απ' την άλλη, να πάλι το μαυριδερό το μπλε της ετοιμοθάνατης της λάμπας. Το πορτοκαλί απ' τις ακτίνες του φεγγαριού που φυτρώνουν νεογέννητα σε ρίζες πολεοδομίας. Οι ματιές και τ'ανοιγμένα στόματα των φίλων. Οι χριστοπαναγίες που ανταλλάζετε σαν ευχές. Οι αγκαλιές. Η αίσθηση, το συναίσθημα, ότι για λίγες ώρες του βραδιού, ελέγχεις τα πάντα. Ότι είσαι ο άρχοντας. Ο γαμάω. Ο "τα-ξέρω-όλα". Και ναι. Τα ξέρεις όντως τότε όλα. Γιατί τα απλουστεύεις.

Μπέρδεμα και ζαλούρα. Κανένα ποσό κόσμου, μάζας, σε μπαράκι, δε σε ικανοποιεί απόψε. Μηχανή. Ένας τελειωμένος, ένας αποτυχημένος, ένα τίποτα, ένα μηδενικό. Και το χαίρεσαι γιατί έτσι πρέπει.

"Γιατί;
ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΗΛΙΑ,
ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ;!
ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ
ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥ!"
φωνάζει ένας αδερφικός, απ τους ελάχιστους φίλους τέτοιους που χω,
ενώ με βλέπει να τινάζω το πουλί μου
στη γωνία της κουζίνας του
έχοντας κατουρήσει ό,τι είναι
δεξά.

Αλήθεια, δε ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν
μπορώ να επιστρέφω σε τέσσερις τοίχους
με βουνά από άπλυτα, χρησιμοποιημένα ρούχα
βουνά από κουτάκια, μπουκάλια
με τη βρώμα βόντκας, όπως μου λένε δηλαδή,
να σε μαστουρώνει με το που μπαίνεις,
και όταν μπορώ να ανοίγω μια κωλο-οθόνη
να βάζω τραγούδια για το χτες να παίζουν
και για το άγριο αύριο,
και να πατάω δυο-τρία κωλοπλήκτρα,
τότε θα ξέρω ότι τουλάχιστον,

κάτι, έστω και ελάχιστο,
για μένα,
κάνω καλά σε αυτή τη κωλοτρυπίδα
που με πετάξανε για να αναπνέω.

3 σχόλια:

Pooka είπε...

πάντως δε χρειάζεται να ΞΕΡΕΙΣ κιθαρα για να παιξεις. Παρε παραδειγμα τους μπλουζμεν. Πρεπει, βεβαια, να πουλησεις την ψυχη σου στο διαολο.

Επισης, μην κατουρας τα τα σπιτια του κοσμου:P

Unknown είπε...

aaaaa, last comment was by pooka, e :P

Λιος είπε...

Τα δάχτυλά μου αποφάσισαν από μόνα τους, από μικρή ηλικία, ότι δε θα χουφτώσουν ποτέ χορδές ή οτιδήποτε μουσικώς ανατομικό. Put the blame on 'em, eey?

Last comment by pooka! Hooray. Hooray.