Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Tar (Καλυνήχτα Βρωμόσκυλε 3)


Σε ένα χωριό βουνήσιο, ξεχασμένο από σύνορα και πατρίδες, η πρασινάδα φουντώνει σαν αφρός την άνοιξη, και φοράει νυφικά το χειμώνα. Τα σπίτια είναι φτιαμένα στο χέρι, με ξύλα κομμένα άτσαλα απ' τους ρόζους του σπιτονοικοκύρη, με τούβλα χειροποίητα, ζεστά, λιγομίλητα, με λάσπη ακόμα βρεμμένη.
Τα δρομάκια ανοίγονται σαν φτερά από παγώνι, γεμάτα λεπτομέρειες ανούσιες για τους ανούσιους. Τα ράμφη τσιμπάνε και σε ματώνουν άγρια, τα σαγόνια δαγκώνουν και σου ξεριζώνουν δάχτυλα μόνο με ένα χασμουρητό.
Οι μπαρμπάδες που έχουν απομείνει, κάθονται σε κομμένους κορμούς δέντρων, ποτισμένους από πρωτοβρόχια. Όταν σου λείπει η βροχή, πάντα έχει πρωτοβρόχια. Και οι κάτοικοι αυτού του χωριού έχουν μόνο φωτιές και κάρβουνα να καίνε αριστερά του στήθους.
Σε αυτό το χωριό, κάθε κάτοικος, όσα καλοκαίρια και να έχει βυζάνει, και όσους χειμώνες και να έχει γλωσσοφιλήσει, ό,τι και να χει ανάμεσα στα πόδια του, φυλάει και από μια πήλινη κούπα, στο κέντρο του τραπεζιού της κουζίνας. Αυτή η κούπα δε φεύγει ποτέ από κει. Την είχαν φτιάξει 10 ετών, όταν δηλαδή εκεί γίνεσαι άντρας, με πηλό καστανοκόκκινο, και την είχαν διακοσμήσει με πινελιές άναρχες, τρία σύμβολα που ο καθείς επέλεγε αυτομάτως, ασχέτως του τι ήθελαν αυτά εξωτερικά να υποδηλώσουν. Με αυτές τις κούπες έπιναν από τα 10 μέχρι τους σκώληκες, κρασί από αμπέλια που τα χάιδευαν με στοργή και τα ξεσκίζαν με μανία όλη τους τη ζωή. Κρατούσαν τη ψυχή τους στα χέρια τους δηλαδή. Και όταν η κούπα έσπαζε κατά λάθος, είτε στα 10 τους, είτε στα 25, είτε στα 50, αυτοί χαμογελώντας ξάπλωναν στα ντιβάνια τους, κεντημένα με ταύρους και πορτοκαλιές σπείρες, και έκοβαν εισητήριο χωρίς επιστροφή. Και πολλές φορές όταν η ζωή χανόταν από μέσα τους για πάντα, ασχέτως του πόσες ζάρες είχαν στο σάρκινο σακούλι τους, οι κούπες έσπαζαν μόνες τους, ράγιζαν και γίνονταν κομμάτια, και τους παρέσερναν μαζί τους σε ένα βραδινό τανγκό όπου δε ξημερώνει ποτέ.

Τα ζώα φαίνονταν να μοιράζονταν τα ίδια ιδεώδη. Όταν οι γελάδες αυτού του χωριού ένιωθαν ότι θα πεθάνουν, κουτσένοντας έγλυφαν το χέρι του αφέντη τους, και μαζεύονταν δίπλα απ' τα αμπέλια, κλέινοντας τα μάτια. Νομίζω και σήμερα έχουν μείνει κρανία και οστά, σαν βρέφη σε παρέλαση παρατεταγμένα, στο ίδιο σημείο, να τα χτυπάει ο νοτιάς. Τα πουλιά πριν πέσουν απ' τα κλαδιά, σφύραγαν ερωτικά, προκλητικά, σεξουαλικά, τον πιο γλυκό παιάνα του σύμπαντος, σαν αστέρια να συγκρούονται στο άπειρο. Οι σκύλοι πέθαιναν αυστηρώς μπροστά από τη πόρτα του σπιτιού τους. Γιατί κανένας σκύλος δεν ήταν αδέσποτος εκεί. Ούτε γάτα. Που αυτή απλά γουργούριζε στη ζέστη ενός τζακιού και κοιμόταν για πάντα στην αγκαλιά του αφεντικού της.

Καρφιτσωμένος πάλι στο χαντάκι,
στις όχθες του,
με ζεστό σκατό και βρωμόνερα από μολυσμένα ποτάμια
να μου γρατζουνάνε υπέροχα το λαιμό,
παραφυλάω και περιμένω
πότε αυτό το χωριό
θα βγει απ' το παραμύθι για να του δωθώ
όπως δε δόθηκα σε κανέναν ως τώρα.
Αν χρειαστεί να μαι πιο ανελέητος και
απ' την Ιστορία την ίδια, για να
πλάσω μια κούπα και για μένα,
θα το κάνω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: