Τρίτη 27 Απριλίου 2010
Σκηνη2 (Μερος του Βρωμοσκυλου)
Η πρώτη ανάμνηση που χω απ τη θητεία μου σε αυτή τη κωλοτρυπίδα: μια θολούρα.
Το παλιό σπιτικό στην πόλη. Η κουζίνα στροβιλίζεται και χάνεται, σα παλιά φωτογραφία που σιγοκαίει στο τζάκι, ανεπιθύμητη μέσα στην πολυτέλεια της κατοχής της. Πίσω μου, τρεμάμενες φιγούρες οι γονείς μου, περισσότερο σα φωνές. Μα δε με ενδιαφέρουν. Διότι τότε ήταν η στιγμή μου. Η στιγμή που τελέστηκε το μοναδικό, ανυπέρβλητο, μεγαλειώδες, η μόνη προσωπική επιτυχία για την οποία θα'χω να παινεύομαι μέχρι να με κολατσάρουν οι σκώληκες.
Περπάτησα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Και ήταν τόση η περηφάνεια μου, που παραμένει ακόμα πυρκαγιά-καταστροφέας, πυροτέχνημα που σκάει στα μαύρα πανιά κει απάνω, και ρημάζει τα σύννεφα ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι σήμερα, ναι.
"Μάθε στο παιδί σου να αγαπάει".
Όχι. Θα μάθεις στο παιδί σου να περπατάει.
Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί ανώτερη επίδειξη δύναμης, μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει για το πώς να κατασκευασθεί με διαφορετικό τρόπο ο Νέρωνας που τόσο αποζητάμε, από τα γεννοφάσκια κιόλας, όχι, από τη στιγμή που κάποιος πρόγονος δικός μας βγήκε από μια μήτρα, και μεις δεν είμασταν ούτε καν ιδέα στο πουθενά;
Από αυτή την αγία, υπέρλαμπρη στιγμή, η μνήμη μας παίζει κομπολόγι, κομπολόγι με ξεσκισμένα πτώματα, άτριχα κωλαράκια που κοπανάνε ένα ένα σε τριχωτές παλάμες του Θείου. Του θείου. Διχοτομείσαι με όλα αυτά τα οποία δε θυμάσαι και ίσως ποτέ δε θα μάθεις. Όχι να ακουστώ απαισιόδοξος βέβαια. Αυτός ο λέπουρας έμαθε πλέον να συμβιβάζεται με όσους ζουν μέσα στο σώμα του και που ξυπνάνε τη συντριπτική πλειοψηφία των βραδιών που ο ίδιος ώθησε να κάνουν χαρακίρι μπρος από τη μπαλκονόπορτά του. Χάρχαλος δρόμος πάντως, ακόμα κι αν αποφασίσεις να τους ξορκίσεις κοιτώντας ζαλισμένα, λίγο πριν γίνει η επαφή με την εξωσωματική αυτή εμπειρία, πριν σου γαργαλήσει ο Λεγεών το αυτί παιχνιδιάρικα, το βάθος του μπαλκονιού σου και φανταστείς πως ένα γερό ΚΡΑΚ από γλωσσόφιλο τσιμέντου και κρανίου θα είναι αρκετά δυνατό χάπι για τη κρίση ταυτότητας που αλμυρογλείφεται στη χόβολη κι απόψε. Χάρχαλος δρόμος, μα εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να δεις πως, ενώ δε μπορείς να τελέσεις μερικές βασικές λειτουργίες πλέον, ή δε σε νοιάζει να τις τελέσεις, μπορείς ακόμα να παινευτείς πως έχεις κλαπανέλια, κλαπανέλιων, ω κλαπανέλια, και για λίγες στιγμές, ω ναι, να αδιαφορήσεις και για αυτό το σακούλι από φλέβες που χτυπάει, ψιθυρίζει δειλά στο αριστερό σου βυζί κοντά, ακόμα και για αυτό. Η μόνη λοιπόν παρέκκληση από την αγία, την τόσο περίφημη αυτή αποστολή, που κάποιος μας έφτυσε στο κούτελο και η χλέπα ξεράθηκε πλέον, η ανάγκη να βυζάνεις τόσο πολύ τις ρώγες της Ζωής μέχρι αυτές να στερέψουν και για τους άλλους- ρυπιασμένα σακούλια από πετσιά ξεσκισμένα, κρυμμένα πίσω από πολύχρωμες φορεσιές και μακιγιαρισμένες θέσεις, πορτοφόλια, τα πορτοφόλια τους. Μωρέ φέρτα μου τα πορτοφόλια τους, πώς τα ποθώ μέρα με τη μέρα, όχι από ανάγκη, μα από την περίτεχνη ευγένεια του "γαμώτο!", και στα κάνω γω τα εσωτερικά τους δηλητηρίαση, ζαλούρα, αναρρόφηση και στο τέλος, bye bye motherfuckers, στα πρότυπα σκληροτράχηλου εκδικητή-εκτελεστή ξιπασμένης αμερικάνικης ταινίας.
Στο χιόνι, όλοι μοιάζουν να ηρεμούν πάντως. Όλοι μας. Λες και το φως του ήλιου που σκάει πάνω του μοναρχικά και απόλυτα, τυφλώνοντάς μας, λειτουργεί σα καθρέφτης, αντανάκλαση των χειρότερων αυτών στοιχείων που κλειδαμπαρώνουμε συνειδητά στα πιο σκονισμένα κρασοκέλαρα των ψυχών μας. Ιδού η ψυχή, απόστολε Παύλο: Στη φτύνουμε στη γενειάδα όπως έκανε και ο κυριούλης σου. Και κρεμάμενη από τις μουσότριχες/πουτσότριχες της μισής από την πίστη σου, η ροχάλα αποκτά ζωή! Και ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Και ζει, μέχρι να σκάσει στο πεζοδρόμιο! Όπου εκεί φτιάνει λίμνες. Γίνεται λίμνες. Μέχρι που ο ήλιος την καταπίνει, την σβήνει σα γομολάστιχα. ΠΑφ! τέρμα ο άνθρωπος! Οι βρωμούσες που και που στήνουνε μνημόσυνα στη ξεράμενη, βρώμικη κοιλίδα που είναι πλέον η θύμησή του, η ανάμνησή του, πάντως.
Τι άλλο θέτε;
Όλα ηρεμούν, όλα στο χιόνι ηρεμούν όλα. Τις χιονισμένες βραδιές, ο καθείς απο μας μοιάζει να περιπλανιέται άσκοπα, απ τη μέση του ορίζοντα ως τα άκρα. Ασχέτως του τι έχει "σκοπό" να κάνει. Ασχέτως του προορισμού του. Όλοι καταλήγουμε στην ίδια όμορφη, ατέρμονη σπείρα, ασυνείδητα φτιάχνουμε με τα βήματά μας σύμβολα παλαιότερα του πολιτισμού μας, πιο άγρια, χυδαία και ειλικρινή από το σαρδελοκούτι απ' το τσιμέντο, το αρουραιοτσαρδί, την κουραδοξώβεργα που δεν δεχόμαστε, ή δεχόμαστε, ότι πλέον το έχουμε ερωτευτεί ασύστολα, μισώντας τους εαυτούς μας γι'αυτό- όχι.
Τις βραδιές με το χιόνι, μέσα στο ασπρόμαυρο, περπατάμε και ψάχνουμε ένα φως στην άκρη της νυχτιάς. Την καρδιά της νυχτιάς της ίδιας, κόκκινη και ζουμερή. Για να δαγκώσουμε ο καθείς ξεχωριστά, ένα κομματάκι απ την aorta και μετά το χιόνι να καλέσει και τα σπίτια, και εμάς, ναι, και τους άλλους, και το ποτάμι, και τα αμάξια και την μη συγκεκριμένη αίσθηση απειλής, που φοράει ο δρόμος, το μονοπάτι, σα φτηνό άρωμα μπουρδελιάρικο. Βρώμικο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου