Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Πανίδες εδώ (Καληνύχτα Βρωμόσκυλε 1)


Χωματόδρομοι βρεμμένοι, μουλιασμένοι από κάτουρα σύννεφων διστακτικά, οι γαλότσες των υπερήλικων των κοτσωνάτων από μακριά να κοπανάνε με σχεδόν στρατιωτική συνέπεια το πηχτό, σκατένιο καφέ της γης, και μπροστά να σέρνουνε κατσικάκια, στριφογυρνώντας τη μαγκούρα του στον αέρα, πάνω απ' τα φρεσκοσκαλισμένα κέρατά τους.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να μαστε μέσα.

Οι μηχανές ξαναμουγκάρισαν το πρωινό. Τα μάτια μου τα καημένα δε μπορούσαν να ανοίξουν διάπλατα για να αντικρύσουν τις πρώτες σταγόνες πρωινού, επέμεναν να σιγοκλείνουν κάθε δύο δεύτερα όλο και πιο πολύ. Με τον απαίσιο, αν και απόλυτα ρεαλιστικό, μαγκάλι της απαίτησης να βγαίνει απ' τα προσφάτως ξεσκονισμένα αμάξια τριγύρω, κλάμα από τα εντόσθιά τους, σαν βρέφη αδηφάγα, με τα στόματα ορθάνοιχτα, να ψάχνουν για βυζί.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να κάνουμε κύκλο γύρω του.

Χάρτινα κτήρια, λεπτεπίλεπτα επειδή ακριβώς ποτέ δε δέχτηκαν την ισχύ τους την αυταπόδεκτη, φυλακισμένα στο απόλυτο γκρίζο του τίποτα στις πεδιάδες του πουθενά, περιοχές που ποτέ δε μαθαίνεις και σα φωτογραφίες καρφιτσώνεις στη πιο σκοτεινή άκρη του μυαλού, για τα χρόνια που θα'ρθουν. Χάρτινα κτήρια με ραμμένα στόματα και μάτια.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να τρώμε σκοτοδίνες μες τη μάπα.

Τσίγκος, άσπρο και κόκκινο σα μάρκα,
ξανά και ξανά, πυργάκια,
η χαμένη Ατλαντίδα σου γι'απόψε
με ζύθο στο στέμμα αντί για ρουμπίνια,
και το χημικό σου, η χημεία σου
μισή-μισή μές το τσιγάρο-κλέφτη,
γελωτοποιό, εξολοθρευτή του απογιόματός σου,
η χημεία σου μαζί με την πατροπαράδοτη πρασινάδα
περίεργο κεφάλι,
χημικό στομάχι,
μπέρδεμα,
γιατί μιλάτγε όλοι τόσο γρήγορα αλλά
νόημα δε βγάζετε;
Η χημεία σου με τη πατροπαράδοτη πρασινάδα
κόκκινο άσπρο ζύθος μαζί τους,
τοξικό κεφάλι, αλλά υγιές,
νιρβάνα.
Χαλάρωση.
Ειρήνη.

Ακόμα μια φορά τα λάστιχα γλυστράνε στο φρεσκοβρεμμένο τσιμέντο,
καμιά εικοσαριά παραιτημένοι απ' τη ζωή,
και μερικοί ελάχιστοι απλοί ταξιδιώτες,
μέσα στην κοιλιά του μηχανικού του κήτους από βενζίνα,
μοντέρνοι Ιωνάδες να πούμε,
να μένουν να ξεχνιούνται στο μισό της όρασης
απέναντι απ' το τζάμι
και μέχρι μέσα, την καρδιά των πιο μακρινών βουνών,
και να θυμούνται τα τρία στάδια της γαλήνης:

1)Το κρανίο μένει ακίνητο
Το χώμα είναι κατάμαυρο
Ένας τεράστιος ουρανός να αγναντέψεις
Τα σκουληκάκια χώνονται και κουνιούνται στο κέντρο του
Οι ρίζες απ' τα ραδίκια απλώνονται σα γαλαξίες:
Ένας ουρανός που γεννιέται απ' τον ίδιο του τον εαυτό.

2)Το κρανίο βρέχεται απ το σκατόχωμα
Και το χώμα χειρουργεί το κρανίο
και τα οστά, ξανά,
σαν ένας εδώ και δεκαετίες νεκρός συγγενής
πρόγονος.

3)Σκόνη και μαυρίλα
Και στις ίδιες θάλασσες που έπλεαν τότε οι παππούδες σου,
και συ θα κολυμπήσεις τώρα.

Με βαρύ μπουφάν
αξύριστα χείλια και πηγούνι,
βρώμικο σώμα, βρωμερό, παρηκμασμένο,
νεκρά μάτια, πλαστικά πλέον
και την συνειδητοποίηση μιας ψευδαίσθησης:
λένε όλοι τους,
"είχαμε τη φλόγα μέσα μας από μικροί"
"και γράψαμε"
"και ζωγραφίσαμε"
"και δημιουργήσαμε"

Συ που από κούτσικος
είσαι γεμάτος με βροχή;

Δεν υπάρχουν σχόλια: