Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Σκηνή1 (Μέρος του Βρωμόσκυλου)


-Επί του θέματος...επί του θέματος κύριοι...

Ο Χ προσπαθούσε απελπισμένα να βάλει σε μια τάξη τα μπερδεμένα, άναρχα λόγια που έβρισκαν το δρόμο τους μέσα από μουλιασμένες από τσίπουρα και βότκα σκέψεις, απ' το μεσημέρι. Και ήταν μόλις 1 το πρωί.

-Επί του θέματος, έχω να ομολογήσω πως, αν μου επιτρέπετε κιόλας...αν μου επιτρέπετε, ίσως δηλαδή αν το κάνετε, διότι, διότι πιστέψτε αυτόν τον καριόλη, γνωρίζει την έμφυτη αντιπάθεια...αντιπάθεια...δυσανασχέτηση που νιώθουμε ομαδικώς για το μελό και το...γενικότερα, ο,τι κλωτσάει προς ανούσιες τροχιές το νου. Αν μου επιτρέπετε λοιπόν...ή καλύτερα, να πάρω εγώ το θάρρος, το θράσος ίσως, και να συνεχίσω, μου επιτρέπετε δε μου επιτρέπετε...

Ωραίος τύπος ο Χ. Έπινε σπανίως, κι αυτό τον αποσυντόνιζε, αλλά φρόντιζε να κρατάει ακόμα και στις μεγάλες σούρλες του, αυτή την απίστευτα εθιστική προσωπικότητα, τα μικροστοιχεία των ματιών και του τρόπου φτυσίματος των λέξεων, που σε έπειθε ότι ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος του κόσμου. Και ήταν, με όλη την ειλικρίνεια που θα μπορούσε κανείς να επιστρατέψει σε παρόμοιες περιστάσεις.

-Η έννοια της θρησκείας είναι η μαστούρα...η μαστούρα, το φευγιό, το χρυσό στη σπείρα, με νιώθετε...ή καλύτερα, της πίστης...πώς ήπιε ο Σίβα, ο Σίβα αν θυμάστε... πώς ήπιε τη θάλασσα ολόκληρη με τα δηλητήρια...και έγινε μπλε ο λαιμός του...μπλε... αλλά στον Σίβα μετά δώσανε το φεγγάρι...

Σταμάτησε να μιλάει για λίγο, σχεδόν μελαγχολικά. Μάλλον ήμουν ο μόνος που τον πρόσεχε. Ή που προσπαθούσε να τον προσέξει ουσιαστικά, μιας και οι λιγοστοί ψίχαλοι που μας έφτυνε ο ουρανός, χτυπούσαν σαν σφυριά τα βαριά, πονεμένα κούτελα των υπόλοιπων λιπόψυχων, κουρασμένων προσώπων, βιδωμένα σε σώματα καλών μας, πιστών συντρόφων, κάνοντάς τους ημι-ανίκανους να δώσουν βάση στον χείμαρρο του Χ.

-Θα ήθελα από περιέργεια, λέγω, από περιέργεια, να ζήσω, ή μάλλον όχι, με συγχωρείτε...από περιέργεια να δω αν θα καταφέρω να βγάλω τα 40...ξέρετε...αν τύχει, ας πούμε...έτσι...πώς θα είναι άραγε το φεγγάρι τότε...;

Σπανίως ο Χ χρησιμοποιούσε ποιητικοφανείς εκφράσεις μιλώντας. Είχε αφήσει εδώ και χρόνια τη καύλα της ζωής για έναν απόλυτα γκρίζο, μα θεραπευτικό, και σε σημεία, ανώτερο οποιασδήποτε αισιόδοξης μαλακιουλίτσας κυνισμό, που ταυτόχρονα δεν τον απέτρεπε απ' το να γελάσει και να ακουστεί από δω ως την άκρη της νυχτιάς. Ο ουρανός δεν τον χωρούσε, και πλέον αποζητούσε μια ζεστή φωλιά κάτω από το πεζοδρόμιο, όταν ερχόταν εκείνη η ώρα. Μπορούσα να δω πόσο πολύ του έλειπε η 'ζα. Πόσο θα γούσταρε να κυλιστεί άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, πόσο θα ήθελε να μπει πάλι στην απέραντη μήτρα και να μείνει εκεί, ζεστός, χωρίς να νοιάζεται για κανέναν. Όλα αυτά, ενώ όλοι μας, μεταξύ μας, και μπρος του προφανώς, ψιθυρίζαμε και ενίοτε γκαρίζαμε για την ειρωνία του ότι, ο Χ είχε περισσότερες προοπτικές πλέον, μπροστά στη μούρη μας και τη δικιά του, να μείνει στο τόπο ανα πάσα στιγμή από κουτάκια κόκκινα που πωλούνται στα περίπτερα, παρά από τα καλοακονισμένα νύχια της βρωμερής, ξετσίπωτης ερωμένης του των τόσων χρόνων.

Η νυχτιά έμοιαζε ακόμα αδειανή, και γεμάτη υποσχέσεις. Από τους υπόλοιπους, ο Κ αποφάσισε ότι δε θα έμενε άλλο στο κέντρο αυτού του υπέροχου τίποτα.

-Να πάτε να γαμηθείτε, φώναξε μεταξύ σοβαρού και αστείου, παραπατώντας στο πλακόστρωτο. Να πάτε να γαμηθείτε, σας σιχαίνομαι. Εσάς και τις βαρυσήμαντες μαλακίες σας. Βαρέθηκα πια. Σα πολλά μας τα είπατε.
-Πόσες ανασφάλειες κουβαλάς μέσα στο σκατοσάκουλό σου και φωνάζεις συνέχεια;

Έπρεπε να ρωτήσω, ακόμα κι αν ήξερα ότι το μόνο που θα βγαινε, θα'ταν μια παραπάνω αφορμή για φωνές, οχλαγωγίες. Πράματα που σιχαίνομαι. Τα μάτια του Κ άστραψαν μεθυσμένα, και μέσα τους αντί για κόρες, έβλεπα πια μόνο την μινιμαλιστική, πύρινη όρεξη για πόλεμο. Την αντρίκια, αν και απίστευτα άβολη και άκομψη, σπίθα, που χρειάζεται, μόνο αυτή, όχι άλλη, για να καεί η Ρώμη όλη σε μια μέρα. Και πάντα το ζήλευα αυτό στον Κ, μιας και ποτέ μου με τα μάτια δεν έχω κάψει ούτε πευκοβελόνι.

-Σκάσε ρε μαλάκα! Σκάσε! Τι κερδίζεις ρε μαλάκα εδώ...εννοώ...εδώ ρε φίλε! Τι; Ε; Τόσες ώρες; Πώς; Γιατί; Τι σε κόφτει σένα αν το ποτάμι πάει αριστερά και αν, και αν, και αν ο ουρανός έχει μπαμπάκια αντί για σύννεφα, και αν μια φορά γαμιέται η παππαδιά και παράτα μας ρε μαλάκα!
-Με ενδιαφέρει ό,τι θα θελα να με ενδιαφέρει...και δε ξέρω κατά πόσον με ενδιαφέρει τίποτα

Προσπαθούσα να βγάλω κι εγώ νόημα, μα δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση απ' όλους τους υπόλοιπους.

-Θέλω απλά, ξέρω γω...άστο.

Ο Κ αυτό το πήρε σαν έναρξη εχθροπραξιών. Θα ορκιζόμουνα ότι άκουσα αστέρια να σκάνε στο πάτωμα, όταν άνοιξε το στόμα του για να μου μιλήσει.

-Είσαι...είσαι...δε ξέρω...ρε,θα...

Και έπαυσε απότομα. Γαλήνεψε σχεδόν ψυχαναγκαστικά μεν, αλλά ειλικρινέστατα και με τσαγανό, δε. Σα να κατάλαβε τελευταία στιγμή ότι, αν εκείνη τη στιγμή, μου έβγαζε στη φόρα ό,τι είχε να βγάλει, την επόμενη μέρα, από περηφάνεια και μόνο, δε θα μου ξαναπέταγε το μπαλάκι του λόγου. Συνειδητοποίηση που με έκανε να αισθάνομαι καλά, όσο λεχρίτικο και αν ακούγεται αυτό.
Μείναμε όλοι σιωπηλοί για λίγο. Ο έταιρος της παρέας, ο Γ, σηκώθηκε από το παγκάκι ήρεμα, μετρημένα, άναψε ένα τσιγάρο, και κοίταξε τριγύρω.

-Θέλω να γαμήσω.

Α! Να και μια ωραία φράση επιτέλους, γι'απόψε!
Λες και το είχαμε όλοι ανάγκη, βαθύτερα και απ τον πιο λαμπερό χρυσό, αρχίσαμε να μιλάμε για γυναίκες. Πρόστυχα, σαν λιμενεργάτες. Όσο πρόστυχα θα μίλαγαν και οι γυναίκες, μαζεμένες σε παρέα, για τους άντρες. Μπρος μας, αέρινες μορφές κατασκευάζονταν απ' το μηδέν της φαντασίας μας, γίνονταν ένα με τις αναθυμιάσεις βότκας που απλώνονταν απ' τους πόρους μας απ' τη μια γωνία του ποταμιού ως την άλλη, σε σημεία σχεδόν μας σαγήνευαν και μας υπνώτιζαν, μέσα στη σούρα μας. Αρκούσε μια κουβέντα του Κ, να μας επαναφέρει στη τάξη.

-Βρήκα...βρήκα ακόμα 2 ευρώ στη τσέπη μου! Βρήκα 2 ευρώ στη τσέπη μου!
-Έχω άλλα δύο, αποκρίθηκα ζαλισμένα.
-Πάμε...πάμε να αγοράσουμε κάτι που πίνεται.
-Με 4 ευρώ; τι; Υγρό για ζίπο;
-Δε ξέρω. Κάτι.
-Δυο μπύρες.
-Είμαστε 4.

Ο Χ σύρθηκε απαλά προς το τέλος της στροφής, και ψέλισσε το ότι θα προτιμούσε να πάει σπίτι. Δεν έπινε συχνά και ήταν στο καλύτερο της υπόθεσης για απόψε, από μια σκοπιά.

-Τώρα είμαστε 3.
-Ναι αλλά όχι 2.
-Θα τις μοιραστούμε.
-Ναι.
-Ας τις μοιραστούμε.
-Ναι.
-2 μπύρες.
-Ναι.

Κρυμμένες μέρες και κρυμμένες νύχτες, περίμεναν πίσω από τα παλιά κτήρια εκείνης της γειτονιάς, ένα νεύμα μας, για να μας φανερωθούν και να μας αγκαλιάσουν με την αγάπη κωλόγριας που έχει να δει τα' γγόνια της απ' την Αμερική για 30 χρόνια. Αντί για αποδοχή και κατανόηση, τους χαρίσαμε άκρες κωλοδάχτυλων και φτυσιές στο πλακόστρωτο, περπατώντας άτσαλα, μπουνταλάδικα προς τη πλατεία.
Εκεί που όλος ο κόσμος ήταν τέλειος, υπέροχος, λαμπερός, και μεις οι τρεις απαράδεκτοι, βρώμικοι, χυδαίοι. Για μια ακόμα φορά.

2 σχόλια:

Unknown είπε...

Ρεεεεεεεεεεεεεεεεεεεεε...

Πολύ μού άρεσε.

Λιος είπε...

Ρεεεεεεεεεεεεεεεε...

Να'σ καλα!