Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Πιθήκια;


Συνεχίζοντας από κει που σταμάτησα- λες και έχω να πιάσω τα γαμώπληκτρα χρόνια-, συνεχίζοντας από κει που σταμάτησα λοιπόν, πατάω φρένο, κατεβάζω το τζάμι του παράθυρου και ρίχνω ροχάλα ακριβώς στη μέση του "πρέπει" και του "είναι". Μικρό πικρό τσογλάνι, στη πυρά για άλλη μια φορά αυτοβούλως, με αμφιβόλου αισθητικής αποτελέσματα για το πνεύμα- το ποιο; Πολύχρωμα κωλοφωτάκια, να κάνουν κάτι σβαμ, κάτι σβουμ, απαίσιοι αγιοβασίληδες. Δεν είδα φέτος ούτε έναν αγιοβασίλη που να ήταν αγιοβασίλης. Κάτι παραφουσκωμένα εκτρώματα έξω από μαγαζά με σουβλάκια, ηδονιστές βασίληδες, αλκοολικοί βασίληδες, εβραίοι βασίληδες, κάτι χιονάνθρωποι-κούκλες έξω από μπαρ που έγερναν στους περαστικούς σα πρεζάκια.

"Φοιτητής είμαι φιλαράκι, φέρε μου 1 ευρώ να βγάλω εισητήριο για Κομοτηνή"

Καλοκαιρινές μέρες στα κωλοχώρια; Καλοκαιρινές μέρες στα κωλοχώρια. Μιλιούνια και οι κατσαρίδες, φορούσαν τα ρούχα συγγενών και ήταν όλοι τριγύρω πεπεισμένοι πως φέρονταν ευγενικά, και φέρονταν ευγενικά, και τότε είναι, όταν σε καπελώνουν και σου ορμάνε σαν άμορφη μάζα, που αρπάς ανάποδες και μοιράζεις χαπάκια πέντε δαχτύλων σφιγμένα. Και τρίχες, πολλές τρίχες, και γυαλιά μυωπίας, πολλά γυαλιά μυωπίας. Και μελομακάρονα που κάνεις ψαράκια στη θάλασσα άνετα με δαύτα. Και πάρτου, και τζαφ και μπρουφ και μπαφ και δώστου άλλη μία φορά, πνιγόμαστε καπετάν Θανάσο, στ'αρχίδια μας ρε Θοδωρή, αγορίνα μου.

"Και όχι άλλο κάρβουνο", και πάρτο το κάρβουνο, και δώστου το κάρβουνο.

Κουραμπιέδες που διαλύονται, και αντί να τους φας, τους σνιφάρεις, πατέντα τυχαία πάω στοίχημα, ή Malfunction στη συνταγή της κυρά Κατίνας μεγάλη η χάρη της. Και το παλιό το σπίτι σήμερα στο Κιάτο, η μισή η ζούγκλα να χει πάρει πούλο, ένας χοντρόγατος να κάθεται με το τεράστιο, παχύσαρκο τσουφρέλο του υψωμένο, να με κοιτάει, τα μάτια του χαμένα στη παχιά τη τρούχα και τη σάρκα- μου φτιαξε το κέφι μου φτιαξε, αμέ, αμέ.

"Νιάο και νιάο" δυο φορές και μετά τίποτα, επιτακτικά ο αλήτης, "τάισέ με ρουφιάνα".

Κουβέντες για νεκρούς αβέρτα, χριστούγεννα, η ώρα της χαράς, ειδικά στο οικογενειακό τραπέζι, και μάτια πατέρα να σε καρφώνουν όταν ζητάς μια μπύρα παραπάνω (τη τρίτη που θα πιεις συνολικά, συνεταιρικά με άλλους τρεις, οάο), και παντομίμες σε σαλόνια, αρχίδια, και ντεζαβού, τώρα που γράφω, ντεζαβού, λες και πήρε μπρος η μηχανή για απόψε μόνο, πριν ξανασβήσει η ρημάδα, και λίγο χρόνο ρε μαλάκες, λίγο ,για να σκεφτεί ο νεαρός καθαρά, μαλάκες, λίγο.

"Και τι κάνεις με τη σχολή σου ρε εσύ, κει πάνω;"

Καλά είμαι ευχαριστώ πολύ, εσείς τι λέει; Κανα μυστικό της οικογενειακής της κρύπτης παραπάνω για να γουστάρουμε και μεις οι νεαροί; Φαγητό, και φαγητό, και ύπνος, και τίποτε άλλο ευχάριστο, άντε, ας κατέβουν και ένα μάτσο φίλοι καλοί να τους δω, να τους τρατάρουμε τίποτες, εξοχάς εδώ, ναι ναι, ευχαριστώ πολύ κύριε μου, θα προτιμήσω το κρασί το κόκκινο- όχι, μπύρα θα πιεις ρε (ψιθυριστά σαν συμβουλή, ενώ είναι κρυμμένη απαίτηση), ένας καστανοκέφαλος γκαλγκάτζαρος με ουλές στα φρύδια να σου κοπανάει κλωτσές με άρβυλο,

"Κάνε τη σούρα ρε μαλάκα, αλήτη, κάντηνα και πάρτους όλους στο διάλο"

Σούστες με τα μηχανάκια, σούστες, και πολύ καλός καιρός, μάλιστα κύριέ μου, πολύ καλός καιρό έχομε, τίποτε άλλο; Κανά κρασάκι ίσως; Όχι, μπύρα θα πιεις ρε (ψιθυριστά σα συμβουλή πάντα, παιδιά, μη παρεξηγούμαστε)
Και άλλες λίγες μέρες για να ανέβω πάνω, και να ανέβω πάνω, τι να ανέβω πάνω, σκατά του κόσμου όλα ενωθείτε, τι να ανέβει ο ποιος να κάνει τι και πότε; Αέρα στα πανιά δεν έχει, νταούλια τα όργανα βαρέσανε, μας πήρε ο διάλος άλλη μια φορά αλλά αισθάνομαι ευρωπαίος- και οι γκόμενες με τα μαύρα ρούχα να καυλώνουνε με προϊόντα σάρκινα εκτός συνόρων.

"Αισθητική όμως μηδέν"

βάλε και έναν άσσο μπροστά, και βγήκε το καρό, οχόι, οχόι, περίεργοι μικροί καπετανέοι από τα κωλοχώρια τα θαλασσινά: φλώροι έλεγε ένας φίλος αδερφικός, οι θαλασσινοί, που δεν έχουνε σκυλιά κατά βάση αλλά γάτες- φλώροι πέστα ναι, και να συμπληρώσει το δικαστήριο στη γκλάβα, φλώροι που χαλάνε τα κτήματα στα χαρτιά και σπίτια άμα λάχει, για να παίζουνε χαρτιά- και οι γιοι τους τα ίδια, και το παλιό το λεύκωμα το σχολικό που δεν με ενδιέφερε ποτέ να έχω διοτί αυτά είν για αδερφές, αν είχα, θα έμενε κενό. Ξεβράκωτο τονε σηκώσανε φέτο τον Ιωσήφ από τη φάτνη, την δείρανε τη μάνα του σωτήρα με μπαστούνια, τους πήγανε προσαγωγή για εξακρίβωση στοιχείων τους τρεις μάγους, χαθήκανε οι βοσκοί στα μπλόκα, άντε τώρα να ανάψεις φωτιές για το βρέφος. Βαρέθηκε το βρέφος το θείο, μας έγραψε στα παπάρια του τα αστραφτερά και ανέβηκε κει πάνου, αλήθεια ρε, πού ρε μαλάκα, κει πάνου ρε, στις πινέζες τις γυαλιστερές, και μας βγάζει το πουλί κατάμαπα, σα τη ζωγραφιά στις τουαλέτες τις ανδρικές με το "αγοράκι" και την πάπια του.

"Πάρτε να χετε χρυσή βροχή"

Χορό να δεις οι Ινδιάνοι. Οχοχοοοο χορούς και πανηγύρια, τουίστ μετά αρχίσανε να σβουρνάνε σα τις πέρδικες σε έξαψη, μπήκανε οι τουρίστες στο παιχνίδι και η παρτούζα η ανταλλαγή πολιτισμών έφτασε στο τέλος, βουυυυυρ και τα τεκνά τα αστραφτέρα με το ξανθό μαλλί στη κούτρα μη χάσουν ευκαιρία, με τα φτερά και τα τόξα και τις πάνες, να κοπανάνε αβέρτα έρωτες εδώ κι εκεί, να χάνουνε τη μπάλα οι ερυθρόδερμοι, να γουστάρουνε οι τουρίστες και να πετάνε σωματικά υγρά στα τίπια. Χρατς η συμπαντική ψαλίδα έκλεισε, κάποια παλάμη στην άκρη του σύμπαντος χτύπησε σε κάποιο κούτελο, ΧΛΑΤΣ, με αυτά που είδαν κάποια μάτια, και την κόψαμε αυτή τη σκηνή απ' τη τσόντα τη πολυτελείας μας- εμάς, ω εμάς, αλήθεια κύριε, θα προτιμήσω το κρασί το κόκκινο- όχι ρε, μπύρα θα πιεις (συμβουλή είναι ψιθυριστή, παιδιά, ε;)

"Και φέρτο δω αυτό αν δε το θες"

Τρία μαντάτα δεν έφερε κανένας φέτος, ένα και καλό παρ'ολ'αυτά, καλημέρα κύριε ντόκτορ, κάτσε νεαρέ μου πες μου, μπλα μπλα μπλα κύριε ντόκτορ, να σας πω τι και πώς και πού, ω, μα δεν ξέρω νεαρέ μου, ξεκίνα από το μηδέν, και ίσως χάπια όχι:

από το μηδέν. Ωραία. Μια φορά και ένα καιρό, μια σαύρα γάμησε ένα πιθήκι, και ο Θεός με τους εξωγήινους είπαν να γελάσουνε, και να φτιάξουνε τον άνθρωπο, γιατρέ. Καλά πάω;

"Όχι ρε- μπύρα θα πιεις"

Τόσο σκατά όμως, άντε να τα ξεμπλέξεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: