Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Dreamin' high


Υπερπαραγωγή το πρώτο όνειρο. Σα να λέμε, ταινία με σενάριο κανονικά και με το νόμο, αλλά με υποτυπώδη, κυκλική, επαναλαμβανόμενη πλοκή. Συνέχεια, κάθε φορά το ίδιο- να έρχεται ένας φίλος στο σπίτι, με μάτια κατακόκκινα (στις κόρες) και να μου λέει πως του μπήκε ο δαίμονας, και καλά. Να παίζουμε ξύλο, να μας κυνηγάει με έναν άλλο φίλο σε έρημες πλατείες και μίνι πεζόδρομους (φανταστείτε κάτι σα τη περιοχή που ναι κοντά η Νομική Αθηνών, ας πούμε, αλλά χωρίς καν δρόμους για αμάξια), να του φέρνουμε κλαδιά και κούτσουρα στο κεφάλι, να βγαίνει ο δαίμονας, να μπαίνει αλλού, να το κάνουμε το ίδιο πράμα επί, κι εγώ δε ξέρω πόσην ώρα, να βαριέται ο δαίμονας, να ξαναμπαίνει στον αρχικό φίλο, αααααντε πάλι..... γκφχ. Όσο αγχωτικό και τρομακτικό ήταν στην αρχή, τόσο βαρετό είναι τώρα που το θυμάμαι και το καταγράφω.


Στη συνέχεια, άλλη πλώρη στα πάνιά μας. Είμαι στο αμάξι με μια εκκεντρικά ντυμένη φιγούρα, σα κυβερνοπάνκ ξέρω γω, που μοιάζει στο στυλ πάρα πολύ στον Al Jourgensen από Ministry (χα-χα-χα, καλά να πάθω, τόσο που ακούω αυτή τη περίοδο). Με ρωτάει, λέει, από Φλώρινα, τώρα, που θες να σε πάω; Αθήνα ή στο χωριό σου; Του απαντάω χωριό και αλλάζω γνώμη, του λέω Αθήνα. Μου λέει σε πάω σπίτι μου. Μέσα. Οι δρόμοι ήταν απίστευτα στενοί και η κίνηση όλη απελπιστική μεγάλη- συν το ότι υπήρχε στην ατμόσφαιρα μια στάλα από επιστημονική φαντασία, σα να οδηγούσαμε στο 2100 ξέρω γω. Φτάνουμε σπίτι του, δε θυμάμαι πολλά, θυμάμαι μόνο έμοιαζε ελάχιστα σα σουλούπι στο σπίτι του μακαρίτη του θείου μου του Γρηγόρη, αλλά από κει και πέρα, τίποτα απολύτως. Έρχεται η γυναίκα του να με ασπαστεί, η οποία έμοιαζε σα σκίτσο του Bisley ας πούμε...χμ, κάτι τέτοιο:



αλλά λιγότερο εξαντρίκ κέρω γω και περισσότερο ντυμένο σα παλιάτσος. Όλως περιέργως, όχι δε μου φάνηκε απίστευτα ενοχλητικό ξενερωτικό όταν η περίεργη τύπισσα μου χούφτωνε τα παπάρια στο καναπέ, αλλά ενέδωσα κιόλας με ευχαρίστηση, αλλά σε λίγα δεύτερα άκουσα κάτι σαν κραυγές από μέσα- και η τύπισσα μου λέει, "αχ, ο παππούς".

Μπαίνω στο δίπλα δωμάτιο, και βλέπω ένα τεράστιο κρεβάτι, στο οποίο δέσποζαν 5-6 φιγούρες. Δε φαίνονταν όλες καλά, αλλά οι 3 που σηκώθηκαν αρχικά, ήταν όλες ίδιες: απελπιστηκά "στούμποι" δίχως πόδια, σαν έντομα, με ζαρωμένο σώμα κοκαλλιάρικο και καραφλό κεφάλι όπου είχαν δυο μπίλιες για μάτια, μια ζαρωμένη μύτη και ένα στραβό στόμα με αιχμηρά δόντια. Σηκώνονταν ο ένας μετά τον άλλο και ούρλιαζαν γκρινιάρικα- και τότε κατάλαβα ότι "ο παππούς" ήταν όλοι μαζί.

Ο περίεργος κυβερνοπάνκ οδηγός κατέφτασε σπίτι, και άρχισε να με απειλεί για κάποιο λόγο ότι θα με σκοτώσει. Και για κάποιον άλλο λόγο, είχε πάρει 3 μέτρα ύψος συν και καμιά κατοστάρα κιλά επίσης, και έμοιαζε λες τσαμπουκαλευόμουνα με κάποιον γίγαντα. Εν τέλει, αποφάσισε να μου χαρίσει, μου λέει να πάω στη κουζίνα να γνωρίσω κάποιους φίλους, μέσα σε αυτούς ήταν ο Tyson και ο Καλυβάτσης ο οποίος είχε γίνει λιώμα από ουίσκια και κάθε τόσο φύσαγε μια καραμούζα ενοχλώντας μας όλους (και γελώντας ο ίδιος με τη καρδιά του), ο χώρος άλλαζε χρώματα λες και είχαμε πάρει παραισθησιογόνα, βρήκα μία μελαμψή τύπισσα που κάποια θύμιζε ηθοποιό πάρα πολύ αλλά δε θυμάμαι (και δε θυμάμαι και ηθοποιό τι είδους ταινιών...), όταν ο χώρος έγινε κόκκινος και μετά μώβισε στο κέντρο αποφασίσαμε να πάμε μέσα να γαμηθούμε, όπερ και εγένετο, και κατά το τέλος της πράξης, έτρεχε πανικόβλητη στο σπίτι επειδή κάτι έγινε με την ταυτότητά της.



Τρίτη και τελευταία κατάσταση, στο χωριό μου. Το οποίο, από τον παραλιακό και πάνω, ήταν λες και είχε πέσει ναπάλμ, σαν έρημος από σκόνη και όχι άμμο, με ελάχιστους ανθρώπους να περπατάνε νωχελικά μέσα στην σκόνη, και από τον παραλιακό και κάτω, μαζεμένοι όλοι οι χωριανοί, πήχτρα, στα χαλίκια, να ακουμπάνε το νερό της θάλασσας, να κολυμπάνε, να μιλάνε μεταξύ τους. Ήμουν κάτω κι εγώ, στα νερά, μερικοί συγχωριανοί έρχονται και μου λένε ότι είναι ανάγκη να μου μιλήσει ο πατέρας μου, ανεβαίνω πάνω και ψάχνω μέσα στην ερημόσκονη, τίποτα, περπατάω και δε θυμάμαι καν αν υπήρχε κάτι άλλο πέραν της σκόνης, βρίσκω τον πατέρα μου ξεκάρφωτα, μου λέει, εσύ φταις και τα χαρτιά σου, το χάσαμε το χωριό. Αντέδρασα στο όνειρο πολύ απότομα, σε φάση τι λες ρε μαλάκα, και έφυγα. Και ανεβοκατέβαινα από τη θάλασσα στην έρημο, επειδή δεν είχα τι να κάνω άλλο πια κει κάτω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: