Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Όνειρο ξανά

Yπήρχε κάτι σαν, ας πούμε, "νέο παιχνίδι". Ή άθλημα; Ή "χόμπυ"; Δεν ξέρω. Οι κανόνες ήταν απλοί- επιλέγεις ένα νυστέρι, ή ανοιχτήρι, ή κάτι που έμοιαζε και στα δύο, κάτι ενδιάμεσο, που λέμε, και προσπαθούσες να σκοτώσεις το συμπαίκτη-αντίπαλό σου. Είχα ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στη παραλία, σε κάτι βράχια, ήταν βράδυ, και "έπαιζα" μαζί με άλλους τρεις.

Κρέατα και αίματα. Έχωνα το νυστέρι ανάμεσα στο στήθος του καθενός και το στριφογύριζα, και αυτοί πέφταν κάτω δίχως να βγάλουν κιχ, ούτε καν να κάνουν μορφασμό- λες και ήταν ανδρείκελα, ρομπότ. Στο τέλος, μάζεψα μια στοίβα από τέσσερα πτώματα στη γωνία του σπιτιού μου (πράγμα περίεργο, καθώς θα ορκιζόμουν ότι σκότωσα μόλις τρεις), και έφυγα.

Βρέθηκα σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου, σε κατάσταση ζάλης, προσπαθούσα να ανοίξω ένα τεράστιο ψυγείο και σκόνταφτα. Όταν το κατάφερα, γέμισα μια σακούλα με μπύρες- η σακούλα δε, έμοιαζε να μην έχει χωρητικότητα, έχωνες μέσα αβέρτα, αβέρτα, αβέρτα, το προσωπικό μου μικροσύμπαν τσέπης, που λέμε. Τελείωσα με τη συλλογή ζύθου σε μπουκάλι και έφυγα χωρίς να πληρώσω- δεν υπήρχε κανένας άλλωστε μέσα στο σούπερ μάρκετ.

Περπάταγα με τις ώρες σε μια παραλία που έμοιαζε πάρα πολύ με τη παραλία Κοκκωνίου το βράδυ, με τη διαφορά ότι η θάλασσα φαινόταν μακρινή, δυσπρόσιτη, λες και έπρεπε να ταξιδέψεις πρώτα επί μήνες στην έρημο, και να φτάσεις μετά στη πηγή του νερού. Η σακούλα είχε εξαφανιστεί- μάλιστα. Δε συνάντησα κανέναν, δεν υπήρχε κανένας, περπάταγα και δε σκεφτόμουνα ούτε μίλαγα. Το ωραίο τίποτα.

Έφτασα σε μια αλάνα με σκουριασμένα λεοφορεία. Τα οποία σου δίναν την αίσθηση σκελετού ζώου, φάλαινας ίσως, διαβρωμένης με το χρόνο- πτώματα λεοφορείων, λοιπόν. Ένας τύπος χωρίς μάτια μου έλεγε για το "δρομολόγιο μηδέν" και δε καταλάβαινα Χριστό- και δε θυμάμαι τίποτα πλέον. Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας για τα πτώματα που είχα σπίτι μου, λέγοντας, "τα έχω ήδη τρεις μέρες κει μέσα". Σε λίγα δεύτερα δε με ένοιαζε καθόλου. Ο τύπος χωρίς μάτια μου είπε πως μέσα σε ένα από αυτά τα λεοφορεία, έχουν χτίσει λέει μια κόλαση. Ανθρώπινη κατασκευή, αλλά ίδια ακριβώς με την κόλαση της Βίβλου- μια ανθρώπινη κόλαση που τη νοικιάζουνε σε όποιον πιστεύει ότι θέλει να υποφέρει για τις αμαρτίες του. Διαμερίσματα λέει, μου είπε κάποια τιμή αλλά δε θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι που γέλαγα, στην πρότασή του να νοικιάσω ένα διαμέρισμα εκεί, και δεν απάντησα. Απλά γέλαγα, γέλαγα, γέλαγα, άνοιξα τη σακούλα που είχε ξαναεμφανιστεί στα χέρια μου, και άρχισα να πίνω μια μπύρα, και γέλαγα, και γέλαγα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: