Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Καληνύχτα


Θα μαι απόλυτα ειλικρινής.
Σκατίλα είχαμε πριν.
Σκατίλα και μετά.
Βενζίνα, σαν αυτή που ξερνάω.

Δε ξέρω. Αλήθεια.
Δε ξέρω σε αυτές τις φάσεις.
Μια οθόνη, κάτι πλήκτρα.
Και προσπάθειες.
Να γράψεις.

Απλά.
Κάποτε.
Είχε βροχή.
Και προσπαθούσα
ενώ τριγύρω λέγανε περί
"μαλακίας"
να κάνω κάτι
να κάνω.
Και ποτέ
ενώ λέγανε για φλόγες
ποτέ δεν ήρθε
η βρόχα
τα ψίχαλα.

Μαλάκες.

Πόσες φορές
ήτανε το εγώ
το αυτό
το γαμώτο.
Δε ξέρω καν.
Άλλος ήλιος.
Πρεζάκιας ήλιος.
Περίεργος.
Σε χτυπάει στα μάτια
μόνο στα μάτια
και σκατά
τυφλώνεσαι.
Μπροστά απ τα νερά
απ το ποτάμι
καμία επιφύλαξη
καμιά κλειδαριά.
Ως εκεί.

Αύριο ίσως
και λέω ίσως
επαναπροσδιωρήσω.
Ανορθόγραφα.
Αλλά ως τότε
απλά

Τόσες βότκες
μια χαρά.
Μια ευγένεια.

Πωπωπω,
πω-πω-πω,

καληνύχτα.

Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Σκηνη2 (Μερος του Βρωμοσκυλου)


Η πρώτη ανάμνηση που χω απ τη θητεία μου σε αυτή τη κωλοτρυπίδα: μια θολούρα.
Το παλιό σπιτικό στην πόλη. Η κουζίνα στροβιλίζεται και χάνεται, σα παλιά φωτογραφία που σιγοκαίει στο τζάκι, ανεπιθύμητη μέσα στην πολυτέλεια της κατοχής της. Πίσω μου, τρεμάμενες φιγούρες οι γονείς μου, περισσότερο σα φωνές. Μα δε με ενδιαφέρουν. Διότι τότε ήταν η στιγμή μου. Η στιγμή που τελέστηκε το μοναδικό, ανυπέρβλητο, μεγαλειώδες, η μόνη προσωπική επιτυχία για την οποία θα'χω να παινεύομαι μέχρι να με κολατσάρουν οι σκώληκες.
Περπάτησα για πρώτη φορά στη ζωή μου.

Και ήταν τόση η περηφάνεια μου, που παραμένει ακόμα πυρκαγιά-καταστροφέας, πυροτέχνημα που σκάει στα μαύρα πανιά κει απάνω, και ρημάζει τα σύννεφα ξανά και ξανά και ξανά, μέχρι σήμερα, ναι.
"Μάθε στο παιδί σου να αγαπάει".
Όχι. Θα μάθεις στο παιδί σου να περπατάει.
Αλήθεια, μπορεί κανείς να φανταστεί ανώτερη επίδειξη δύναμης, μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει για το πώς να κατασκευασθεί με διαφορετικό τρόπο ο Νέρωνας που τόσο αποζητάμε, από τα γεννοφάσκια κιόλας, όχι, από τη στιγμή που κάποιος πρόγονος δικός μας βγήκε από μια μήτρα, και μεις δεν είμασταν ούτε καν ιδέα στο πουθενά;

Από αυτή την αγία, υπέρλαμπρη στιγμή, η μνήμη μας παίζει κομπολόγι, κομπολόγι με ξεσκισμένα πτώματα, άτριχα κωλαράκια που κοπανάνε ένα ένα σε τριχωτές παλάμες του Θείου. Του θείου. Διχοτομείσαι με όλα αυτά τα οποία δε θυμάσαι και ίσως ποτέ δε θα μάθεις. Όχι να ακουστώ απαισιόδοξος βέβαια. Αυτός ο λέπουρας έμαθε πλέον να συμβιβάζεται με όσους ζουν μέσα στο σώμα του και που ξυπνάνε τη συντριπτική πλειοψηφία των βραδιών που ο ίδιος ώθησε να κάνουν χαρακίρι μπρος από τη μπαλκονόπορτά του. Χάρχαλος δρόμος πάντως, ακόμα κι αν αποφασίσεις να τους ξορκίσεις κοιτώντας ζαλισμένα, λίγο πριν γίνει η επαφή με την εξωσωματική αυτή εμπειρία, πριν σου γαργαλήσει ο Λεγεών το αυτί παιχνιδιάρικα, το βάθος του μπαλκονιού σου και φανταστείς πως ένα γερό ΚΡΑΚ από γλωσσόφιλο τσιμέντου και κρανίου θα είναι αρκετά δυνατό χάπι για τη κρίση ταυτότητας που αλμυρογλείφεται στη χόβολη κι απόψε. Χάρχαλος δρόμος, μα εντυπωσιάζει η ευκολία με την οποία μπορείς να δεις πως, ενώ δε μπορείς να τελέσεις μερικές βασικές λειτουργίες πλέον, ή δε σε νοιάζει να τις τελέσεις, μπορείς ακόμα να παινευτείς πως έχεις κλαπανέλια, κλαπανέλιων, ω κλαπανέλια, και για λίγες στιγμές, ω ναι, να αδιαφορήσεις και για αυτό το σακούλι από φλέβες που χτυπάει, ψιθυρίζει δειλά στο αριστερό σου βυζί κοντά, ακόμα και για αυτό. Η μόνη λοιπόν παρέκκληση από την αγία, την τόσο περίφημη αυτή αποστολή, που κάποιος μας έφτυσε στο κούτελο και η χλέπα ξεράθηκε πλέον, η ανάγκη να βυζάνεις τόσο πολύ τις ρώγες της Ζωής μέχρι αυτές να στερέψουν και για τους άλλους- ρυπιασμένα σακούλια από πετσιά ξεσκισμένα, κρυμμένα πίσω από πολύχρωμες φορεσιές και μακιγιαρισμένες θέσεις, πορτοφόλια, τα πορτοφόλια τους. Μωρέ φέρτα μου τα πορτοφόλια τους, πώς τα ποθώ μέρα με τη μέρα, όχι από ανάγκη, μα από την περίτεχνη ευγένεια του "γαμώτο!", και στα κάνω γω τα εσωτερικά τους δηλητηρίαση, ζαλούρα, αναρρόφηση και στο τέλος, bye bye motherfuckers, στα πρότυπα σκληροτράχηλου εκδικητή-εκτελεστή ξιπασμένης αμερικάνικης ταινίας.

Στο χιόνι, όλοι μοιάζουν να ηρεμούν πάντως. Όλοι μας. Λες και το φως του ήλιου που σκάει πάνω του μοναρχικά και απόλυτα, τυφλώνοντάς μας, λειτουργεί σα καθρέφτης, αντανάκλαση των χειρότερων αυτών στοιχείων που κλειδαμπαρώνουμε συνειδητά στα πιο σκονισμένα κρασοκέλαρα των ψυχών μας. Ιδού η ψυχή, απόστολε Παύλο: Στη φτύνουμε στη γενειάδα όπως έκανε και ο κυριούλης σου. Και κρεμάμενη από τις μουσότριχες/πουτσότριχες της μισής από την πίστη σου, η ροχάλα αποκτά ζωή! Και ονομάζεται ΑΝΘΡΩΠΟΣ! Και ζει, μέχρι να σκάσει στο πεζοδρόμιο! Όπου εκεί φτιάνει λίμνες. Γίνεται λίμνες. Μέχρι που ο ήλιος την καταπίνει, την σβήνει σα γομολάστιχα. ΠΑφ! τέρμα ο άνθρωπος! Οι βρωμούσες που και που στήνουνε μνημόσυνα στη ξεράμενη, βρώμικη κοιλίδα που είναι πλέον η θύμησή του, η ανάμνησή του, πάντως.
Τι άλλο θέτε;

Όλα ηρεμούν, όλα στο χιόνι ηρεμούν όλα. Τις χιονισμένες βραδιές, ο καθείς απο μας μοιάζει να περιπλανιέται άσκοπα, απ τη μέση του ορίζοντα ως τα άκρα. Ασχέτως του τι έχει "σκοπό" να κάνει. Ασχέτως του προορισμού του. Όλοι καταλήγουμε στην ίδια όμορφη, ατέρμονη σπείρα, ασυνείδητα φτιάχνουμε με τα βήματά μας σύμβολα παλαιότερα του πολιτισμού μας, πιο άγρια, χυδαία και ειλικρινή από το σαρδελοκούτι απ' το τσιμέντο, το αρουραιοτσαρδί, την κουραδοξώβεργα που δεν δεχόμαστε, ή δεχόμαστε, ότι πλέον το έχουμε ερωτευτεί ασύστολα, μισώντας τους εαυτούς μας γι'αυτό- όχι.

Τις βραδιές με το χιόνι, μέσα στο ασπρόμαυρο, περπατάμε και ψάχνουμε ένα φως στην άκρη της νυχτιάς. Την καρδιά της νυχτιάς της ίδιας, κόκκινη και ζουμερή. Για να δαγκώσουμε ο καθείς ξεχωριστά, ένα κομματάκι απ την aorta και μετά το χιόνι να καλέσει και τα σπίτια, και εμάς, ναι, και τους άλλους, και το ποτάμι, και τα αμάξια και την μη συγκεκριμένη αίσθηση απειλής, που φοράει ο δρόμος, το μονοπάτι, σα φτηνό άρωμα μπουρδελιάρικο. Βρώμικο.

Δευτέρα 26 Απριλίου 2010

Σκηνή1 (Μέρος του Βρωμόσκυλου)


-Επί του θέματος...επί του θέματος κύριοι...

Ο Χ προσπαθούσε απελπισμένα να βάλει σε μια τάξη τα μπερδεμένα, άναρχα λόγια που έβρισκαν το δρόμο τους μέσα από μουλιασμένες από τσίπουρα και βότκα σκέψεις, απ' το μεσημέρι. Και ήταν μόλις 1 το πρωί.

-Επί του θέματος, έχω να ομολογήσω πως, αν μου επιτρέπετε κιόλας...αν μου επιτρέπετε, ίσως δηλαδή αν το κάνετε, διότι, διότι πιστέψτε αυτόν τον καριόλη, γνωρίζει την έμφυτη αντιπάθεια...αντιπάθεια...δυσανασχέτηση που νιώθουμε ομαδικώς για το μελό και το...γενικότερα, ο,τι κλωτσάει προς ανούσιες τροχιές το νου. Αν μου επιτρέπετε λοιπόν...ή καλύτερα, να πάρω εγώ το θάρρος, το θράσος ίσως, και να συνεχίσω, μου επιτρέπετε δε μου επιτρέπετε...

Ωραίος τύπος ο Χ. Έπινε σπανίως, κι αυτό τον αποσυντόνιζε, αλλά φρόντιζε να κρατάει ακόμα και στις μεγάλες σούρλες του, αυτή την απίστευτα εθιστική προσωπικότητα, τα μικροστοιχεία των ματιών και του τρόπου φτυσίματος των λέξεων, που σε έπειθε ότι ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος του κόσμου. Και ήταν, με όλη την ειλικρίνεια που θα μπορούσε κανείς να επιστρατέψει σε παρόμοιες περιστάσεις.

-Η έννοια της θρησκείας είναι η μαστούρα...η μαστούρα, το φευγιό, το χρυσό στη σπείρα, με νιώθετε...ή καλύτερα, της πίστης...πώς ήπιε ο Σίβα, ο Σίβα αν θυμάστε... πώς ήπιε τη θάλασσα ολόκληρη με τα δηλητήρια...και έγινε μπλε ο λαιμός του...μπλε... αλλά στον Σίβα μετά δώσανε το φεγγάρι...

Σταμάτησε να μιλάει για λίγο, σχεδόν μελαγχολικά. Μάλλον ήμουν ο μόνος που τον πρόσεχε. Ή που προσπαθούσε να τον προσέξει ουσιαστικά, μιας και οι λιγοστοί ψίχαλοι που μας έφτυνε ο ουρανός, χτυπούσαν σαν σφυριά τα βαριά, πονεμένα κούτελα των υπόλοιπων λιπόψυχων, κουρασμένων προσώπων, βιδωμένα σε σώματα καλών μας, πιστών συντρόφων, κάνοντάς τους ημι-ανίκανους να δώσουν βάση στον χείμαρρο του Χ.

-Θα ήθελα από περιέργεια, λέγω, από περιέργεια, να ζήσω, ή μάλλον όχι, με συγχωρείτε...από περιέργεια να δω αν θα καταφέρω να βγάλω τα 40...ξέρετε...αν τύχει, ας πούμε...έτσι...πώς θα είναι άραγε το φεγγάρι τότε...;

Σπανίως ο Χ χρησιμοποιούσε ποιητικοφανείς εκφράσεις μιλώντας. Είχε αφήσει εδώ και χρόνια τη καύλα της ζωής για έναν απόλυτα γκρίζο, μα θεραπευτικό, και σε σημεία, ανώτερο οποιασδήποτε αισιόδοξης μαλακιουλίτσας κυνισμό, που ταυτόχρονα δεν τον απέτρεπε απ' το να γελάσει και να ακουστεί από δω ως την άκρη της νυχτιάς. Ο ουρανός δεν τον χωρούσε, και πλέον αποζητούσε μια ζεστή φωλιά κάτω από το πεζοδρόμιο, όταν ερχόταν εκείνη η ώρα. Μπορούσα να δω πόσο πολύ του έλειπε η 'ζα. Πόσο θα γούσταρε να κυλιστεί άλλη μια φορά τα τελευταία χρόνια, πόσο θα ήθελε να μπει πάλι στην απέραντη μήτρα και να μείνει εκεί, ζεστός, χωρίς να νοιάζεται για κανέναν. Όλα αυτά, ενώ όλοι μας, μεταξύ μας, και μπρος του προφανώς, ψιθυρίζαμε και ενίοτε γκαρίζαμε για την ειρωνία του ότι, ο Χ είχε περισσότερες προοπτικές πλέον, μπροστά στη μούρη μας και τη δικιά του, να μείνει στο τόπο ανα πάσα στιγμή από κουτάκια κόκκινα που πωλούνται στα περίπτερα, παρά από τα καλοακονισμένα νύχια της βρωμερής, ξετσίπωτης ερωμένης του των τόσων χρόνων.

Η νυχτιά έμοιαζε ακόμα αδειανή, και γεμάτη υποσχέσεις. Από τους υπόλοιπους, ο Κ αποφάσισε ότι δε θα έμενε άλλο στο κέντρο αυτού του υπέροχου τίποτα.

-Να πάτε να γαμηθείτε, φώναξε μεταξύ σοβαρού και αστείου, παραπατώντας στο πλακόστρωτο. Να πάτε να γαμηθείτε, σας σιχαίνομαι. Εσάς και τις βαρυσήμαντες μαλακίες σας. Βαρέθηκα πια. Σα πολλά μας τα είπατε.
-Πόσες ανασφάλειες κουβαλάς μέσα στο σκατοσάκουλό σου και φωνάζεις συνέχεια;

Έπρεπε να ρωτήσω, ακόμα κι αν ήξερα ότι το μόνο που θα βγαινε, θα'ταν μια παραπάνω αφορμή για φωνές, οχλαγωγίες. Πράματα που σιχαίνομαι. Τα μάτια του Κ άστραψαν μεθυσμένα, και μέσα τους αντί για κόρες, έβλεπα πια μόνο την μινιμαλιστική, πύρινη όρεξη για πόλεμο. Την αντρίκια, αν και απίστευτα άβολη και άκομψη, σπίθα, που χρειάζεται, μόνο αυτή, όχι άλλη, για να καεί η Ρώμη όλη σε μια μέρα. Και πάντα το ζήλευα αυτό στον Κ, μιας και ποτέ μου με τα μάτια δεν έχω κάψει ούτε πευκοβελόνι.

-Σκάσε ρε μαλάκα! Σκάσε! Τι κερδίζεις ρε μαλάκα εδώ...εννοώ...εδώ ρε φίλε! Τι; Ε; Τόσες ώρες; Πώς; Γιατί; Τι σε κόφτει σένα αν το ποτάμι πάει αριστερά και αν, και αν, και αν ο ουρανός έχει μπαμπάκια αντί για σύννεφα, και αν μια φορά γαμιέται η παππαδιά και παράτα μας ρε μαλάκα!
-Με ενδιαφέρει ό,τι θα θελα να με ενδιαφέρει...και δε ξέρω κατά πόσον με ενδιαφέρει τίποτα

Προσπαθούσα να βγάλω κι εγώ νόημα, μα δεν ήμουν σε καλύτερη κατάσταση απ' όλους τους υπόλοιπους.

-Θέλω απλά, ξέρω γω...άστο.

Ο Κ αυτό το πήρε σαν έναρξη εχθροπραξιών. Θα ορκιζόμουνα ότι άκουσα αστέρια να σκάνε στο πάτωμα, όταν άνοιξε το στόμα του για να μου μιλήσει.

-Είσαι...είσαι...δε ξέρω...ρε,θα...

Και έπαυσε απότομα. Γαλήνεψε σχεδόν ψυχαναγκαστικά μεν, αλλά ειλικρινέστατα και με τσαγανό, δε. Σα να κατάλαβε τελευταία στιγμή ότι, αν εκείνη τη στιγμή, μου έβγαζε στη φόρα ό,τι είχε να βγάλει, την επόμενη μέρα, από περηφάνεια και μόνο, δε θα μου ξαναπέταγε το μπαλάκι του λόγου. Συνειδητοποίηση που με έκανε να αισθάνομαι καλά, όσο λεχρίτικο και αν ακούγεται αυτό.
Μείναμε όλοι σιωπηλοί για λίγο. Ο έταιρος της παρέας, ο Γ, σηκώθηκε από το παγκάκι ήρεμα, μετρημένα, άναψε ένα τσιγάρο, και κοίταξε τριγύρω.

-Θέλω να γαμήσω.

Α! Να και μια ωραία φράση επιτέλους, γι'απόψε!
Λες και το είχαμε όλοι ανάγκη, βαθύτερα και απ τον πιο λαμπερό χρυσό, αρχίσαμε να μιλάμε για γυναίκες. Πρόστυχα, σαν λιμενεργάτες. Όσο πρόστυχα θα μίλαγαν και οι γυναίκες, μαζεμένες σε παρέα, για τους άντρες. Μπρος μας, αέρινες μορφές κατασκευάζονταν απ' το μηδέν της φαντασίας μας, γίνονταν ένα με τις αναθυμιάσεις βότκας που απλώνονταν απ' τους πόρους μας απ' τη μια γωνία του ποταμιού ως την άλλη, σε σημεία σχεδόν μας σαγήνευαν και μας υπνώτιζαν, μέσα στη σούρα μας. Αρκούσε μια κουβέντα του Κ, να μας επαναφέρει στη τάξη.

-Βρήκα...βρήκα ακόμα 2 ευρώ στη τσέπη μου! Βρήκα 2 ευρώ στη τσέπη μου!
-Έχω άλλα δύο, αποκρίθηκα ζαλισμένα.
-Πάμε...πάμε να αγοράσουμε κάτι που πίνεται.
-Με 4 ευρώ; τι; Υγρό για ζίπο;
-Δε ξέρω. Κάτι.
-Δυο μπύρες.
-Είμαστε 4.

Ο Χ σύρθηκε απαλά προς το τέλος της στροφής, και ψέλισσε το ότι θα προτιμούσε να πάει σπίτι. Δεν έπινε συχνά και ήταν στο καλύτερο της υπόθεσης για απόψε, από μια σκοπιά.

-Τώρα είμαστε 3.
-Ναι αλλά όχι 2.
-Θα τις μοιραστούμε.
-Ναι.
-Ας τις μοιραστούμε.
-Ναι.
-2 μπύρες.
-Ναι.

Κρυμμένες μέρες και κρυμμένες νύχτες, περίμεναν πίσω από τα παλιά κτήρια εκείνης της γειτονιάς, ένα νεύμα μας, για να μας φανερωθούν και να μας αγκαλιάσουν με την αγάπη κωλόγριας που έχει να δει τα' γγόνια της απ' την Αμερική για 30 χρόνια. Αντί για αποδοχή και κατανόηση, τους χαρίσαμε άκρες κωλοδάχτυλων και φτυσιές στο πλακόστρωτο, περπατώντας άτσαλα, μπουνταλάδικα προς τη πλατεία.
Εκεί που όλος ο κόσμος ήταν τέλειος, υπέροχος, λαμπερός, και μεις οι τρεις απαράδεκτοι, βρώμικοι, χυδαίοι. Για μια ακόμα φορά.

Τετάρτη 21 Απριλίου 2010

Ημερωμένα λόγια 17


Πρωινό ξύπνημα, πρωινό κεφάλι. Ανάγκη για περισσότερο ύπνο, για περισσότερα όνειρα. Μας αξίζει, σα ράτσα;
Μπουρμπουλήθρες στη λεκάνη και στο νιπτήρα, σταγόνες απ' τις τρίχες στη μούρη να στάζουν, τα κατουροσακούλια να πονάνε σα διάολοι και το κάτουρο να αφήνει αφρούς, οι τρίχες στο σαγόνι και στα μάγουλα να μπλέκονται και να πονάνε.
Να στρίψεις τσιγάρο; Βαριέσαι; Όχι. Απλά πονάει όλο σου το σώμα και το στήθος. Τα πλεμόνια. Μάλιστα.
Στρίβεις μετά.
Ωραίο πρωινό.

Στη Πρώτη είμαστε πολύ όμορφα. Χωριό κοντά στη Φλώρινα κατοικημένο πλέον μόνο από γερόντια με γελάδια/πρόβατα και κάποιους 30άρηδες-40αρηδες το πολύ. Πρασινάδες παντού, αλλά οι άνεμοι κατηφορίζουν τσουτσουνοτραγανίστρες. Δε γαμιέται.

Όξω έχουν βγάλει τα γελάδια να βοσκάνε. Όσοι δεν έχουν ξαναδεί γελάδια εκστασιάζονται. Οι υπόλοιποι κοιτάμε με χαρά. Οι γελάδες είναι χοντρές και άτσαλες και μαλακισμένες. Αρκεί να δεις πώς τρίβουνε τη μούρη τους στα γρασίδια. Τίποτα. Μηδέν.

Τις προσπερνάμε και πάμε στο ποτάμι. Στη ζούγκλα. Στα χορτάρια ως τον αφαλό. Ωραία. Αν εξαιρέσεις την αφηρημένη φοβία για σαϊτες. Κωλοφίδια. Γω και ο Ιντιάνα Τζόουνς. Κλασιμεντέν.
Και τα τσιγάρα ωραία. Παχιά. Γεμάτα.
Υποσχέσεις. Και χαλασμένες ευκαιρίες.

Χάνομαι πιο χάμου, στο εργαστήρι.
Σχεδιάζω κάτι κρανία γελάδων, αλλά ανάποδα.
Τριπίλα.
Και σε κουτάκια, προσχέδια.
Λεπτομέρειες σα να λέμε.
Και οι καριόλες,
όσο βλαμμένες και να'ναι,
στο κρανίο τους έχουν γαλαξίες ολόκληρους.
Τοπία.
Κάθε γελάδας κρανίο έχει μέσα του
ένα τοπίο,
μια χώρα. Μια ήπειρο.
Εύγε.

Πάλι έξω.
Πάλι στο τετράτροχο βεεμώτ.
Πάμε στη πόλη.
Παπάρια Φλώρινα.

Συνέχεια.
Ο καναπές καίει.
Οι ματιές είναι νεκρές.
Απ' το πρωί.
Και μέχρι το βράδυ
απλά λες
"άλλη μια μέρα"
"ε;"
με τσιγάρα δερβίσηδες
και τη χαμένη ευκαιρία
να δεις
και να κάμεις
και να παρουσιάσεις.

Πα-πα-πα-πα
Γιαχβέ φυλάξει!

το βράδυ στο μπαράκι το γνωστό
η καρέκλα κόκκινη σκούρα
η ίδια,
στην οποία αμολάω κλανιές
εδώ και αιώνες.
Το αφεντικό εκεί
να έρθει να μιλήσει
ωραίος τύπος
αλλά κάθε φορά
λιώμα και οι δύο,
απλά λέμε ο ένας στον άλλο,

-Χμμμ, καλός κόσμος σήμερα για καθημερινή,ε;
-Καθημερινές είναι για να καλοπεράσεις, Σάββατο βγαίνει όλη η μαλακία.
-Χμφ.
-Ναι. Καθημερινές. Σάββατα και Παρασκευές παίζουμε κάτι μαλακίες.
-Καλά πάει το μαγαζί;
-Καλά μωρέ. Κόσμος πολλής Σάββατο και Παρασκευή.
-Ε ναι.
-Ναι. Τότε έιναι.

Με κερνάει και αλκόλια.
Ωραίος.

Γνωστές και μη γνωστές μάπες τριγύρω,
μα δε με νοιάζει.
Στο μπάνιο όλα είναι μπλε
σκούρα σχεδόν
αλλά με τη διαφορά
ότι η μπλε σκουριά της λάμπας
δω πέρα παραδίδεται ελεύθερα, πολιτισμένα,
στο τεχνοκρατικό γαλάζιο της ατμόσφαιρας.

Όπως και να χει,
μες το μπλε,
αμολάω ό,τι πορτοκαλί έχω μέσα απ' το πουλί μου
Και όποιος/όποια κάνει το λάθος να ανοίξει τη πόρτα απότομα
ενώ κατουράω
θα έρθει αντιμέτωπος με το
σκυθρωπό, ντροπαλό μου
κρεάτινο μέθυσο ανάμεσα απ' τα πόδια μου
Καλή τύχη.

Παπάρια.
Τα φώτα λιγοστεύουν στα μάτια μου.
Οι ώρες περάσαν.
Παλιά έτρωγα αϋπνίες για βδομάδα και πάνω
πλέον απλά είναι όλα γαμάτα.
ύπνος πολυτελείας.
Παπάρια. Πούλο.

Το ποτάμι δίπλα μου
απαιτεί να του δώσω σημασία,
τα σκυλιά απέναντι
διασκεδάζουν να με κατακρίνουν με κραυγές,
οι λάμπες από πάνω
φωτίζουν σαν ανακριτές,
τα πλακάκια από χάμου,
ζορίζονται σαν αρσιβαρίστες.

Να'στε καλά όλα εσείς
Που μπορώ ακόμα
να σας πληκτρολογώ
και να σας θυμάμαι.

Το ζερό αυτό σας θυμάται.
Όπου να'ναι, αν συνεχιστούν οι πόνοι
ίσως όχι.
Καλή τύχη μωρέ.

Τρίτη 20 Απριλίου 2010

Tar (Καλυνήχτα Βρωμόσκυλε 3)


Σε ένα χωριό βουνήσιο, ξεχασμένο από σύνορα και πατρίδες, η πρασινάδα φουντώνει σαν αφρός την άνοιξη, και φοράει νυφικά το χειμώνα. Τα σπίτια είναι φτιαμένα στο χέρι, με ξύλα κομμένα άτσαλα απ' τους ρόζους του σπιτονοικοκύρη, με τούβλα χειροποίητα, ζεστά, λιγομίλητα, με λάσπη ακόμα βρεμμένη.
Τα δρομάκια ανοίγονται σαν φτερά από παγώνι, γεμάτα λεπτομέρειες ανούσιες για τους ανούσιους. Τα ράμφη τσιμπάνε και σε ματώνουν άγρια, τα σαγόνια δαγκώνουν και σου ξεριζώνουν δάχτυλα μόνο με ένα χασμουρητό.
Οι μπαρμπάδες που έχουν απομείνει, κάθονται σε κομμένους κορμούς δέντρων, ποτισμένους από πρωτοβρόχια. Όταν σου λείπει η βροχή, πάντα έχει πρωτοβρόχια. Και οι κάτοικοι αυτού του χωριού έχουν μόνο φωτιές και κάρβουνα να καίνε αριστερά του στήθους.
Σε αυτό το χωριό, κάθε κάτοικος, όσα καλοκαίρια και να έχει βυζάνει, και όσους χειμώνες και να έχει γλωσσοφιλήσει, ό,τι και να χει ανάμεσα στα πόδια του, φυλάει και από μια πήλινη κούπα, στο κέντρο του τραπεζιού της κουζίνας. Αυτή η κούπα δε φεύγει ποτέ από κει. Την είχαν φτιάξει 10 ετών, όταν δηλαδή εκεί γίνεσαι άντρας, με πηλό καστανοκόκκινο, και την είχαν διακοσμήσει με πινελιές άναρχες, τρία σύμβολα που ο καθείς επέλεγε αυτομάτως, ασχέτως του τι ήθελαν αυτά εξωτερικά να υποδηλώσουν. Με αυτές τις κούπες έπιναν από τα 10 μέχρι τους σκώληκες, κρασί από αμπέλια που τα χάιδευαν με στοργή και τα ξεσκίζαν με μανία όλη τους τη ζωή. Κρατούσαν τη ψυχή τους στα χέρια τους δηλαδή. Και όταν η κούπα έσπαζε κατά λάθος, είτε στα 10 τους, είτε στα 25, είτε στα 50, αυτοί χαμογελώντας ξάπλωναν στα ντιβάνια τους, κεντημένα με ταύρους και πορτοκαλιές σπείρες, και έκοβαν εισητήριο χωρίς επιστροφή. Και πολλές φορές όταν η ζωή χανόταν από μέσα τους για πάντα, ασχέτως του πόσες ζάρες είχαν στο σάρκινο σακούλι τους, οι κούπες έσπαζαν μόνες τους, ράγιζαν και γίνονταν κομμάτια, και τους παρέσερναν μαζί τους σε ένα βραδινό τανγκό όπου δε ξημερώνει ποτέ.

Τα ζώα φαίνονταν να μοιράζονταν τα ίδια ιδεώδη. Όταν οι γελάδες αυτού του χωριού ένιωθαν ότι θα πεθάνουν, κουτσένοντας έγλυφαν το χέρι του αφέντη τους, και μαζεύονταν δίπλα απ' τα αμπέλια, κλέινοντας τα μάτια. Νομίζω και σήμερα έχουν μείνει κρανία και οστά, σαν βρέφη σε παρέλαση παρατεταγμένα, στο ίδιο σημείο, να τα χτυπάει ο νοτιάς. Τα πουλιά πριν πέσουν απ' τα κλαδιά, σφύραγαν ερωτικά, προκλητικά, σεξουαλικά, τον πιο γλυκό παιάνα του σύμπαντος, σαν αστέρια να συγκρούονται στο άπειρο. Οι σκύλοι πέθαιναν αυστηρώς μπροστά από τη πόρτα του σπιτιού τους. Γιατί κανένας σκύλος δεν ήταν αδέσποτος εκεί. Ούτε γάτα. Που αυτή απλά γουργούριζε στη ζέστη ενός τζακιού και κοιμόταν για πάντα στην αγκαλιά του αφεντικού της.

Καρφιτσωμένος πάλι στο χαντάκι,
στις όχθες του,
με ζεστό σκατό και βρωμόνερα από μολυσμένα ποτάμια
να μου γρατζουνάνε υπέροχα το λαιμό,
παραφυλάω και περιμένω
πότε αυτό το χωριό
θα βγει απ' το παραμύθι για να του δωθώ
όπως δε δόθηκα σε κανέναν ως τώρα.
Αν χρειαστεί να μαι πιο ανελέητος και
απ' την Ιστορία την ίδια, για να
πλάσω μια κούπα και για μένα,
θα το κάνω.

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Ουράνιο τόξο τη Νύχτα (Καληνύχτα Βρωμόσκυλε 2)


Χωρίς γκαφρά, μέσα στη βρώμα της υστερίας για το όμορφο του καθημερινού βραδιού του τίποτα, να πιπιλάμε μανιωδώς τσιγάρα χάρτινα, να παρατηρούμε ό,τι περνάει σχεδόν με μεσσιακό σέβας. Όλοι είναι καλύτεροι από εσένα, όταν δεν έχεις αυταπάτες για το τι είσαι, και όταν δεν ανέχεσαι μερικές εγκεφαλικές εκρήξεις να σε επηρεάζουν λόγω κατάστασης στο να δειχτείς στον εαυτό σου.

Πολλές φορές αποτραβιόμουνα, άφηνα τους άλλους, φίλους στοιβαρούς, αδερφικούς ενίοτε, να κάνουν το παιχνίδι τους, με τις κοντές φούστες να παρελαύνουν μπρος τους, με τα σφυρίγματα και τα κοπλιμέντα να χύνονται από τα χείλη τους σαν εμετός από φτηνή βότκα. Πολλές φορές αποτραβιόμουνα και αποτριαβέμαι, διότι δεν είσαι δίπλα μου. Και νιώθω ότι μεγαλώνω, και δε μπορώ να σε αγγίξω, ούτε να σε κατανοήσω όπως θα ήθελα. Αγάπησα και αγαπάω τη γυναίκα όσο τίποτα, ουκ ολίγες φορές βρίσκω την αφηρημένη γυναικεία φιγούρα μέσα μου, να σπαρταράει σαν ετοιμοθάνατο ψάρι, από την ανικανότητά μου να την εξυψώσω κει που πρέπει, κει που είναι το σωστό. Το "σωστό" για μένανε.

Πολλές φορές αποτραβιέμαι, και εύχομαι να χα το θάρρος, να τραγουδήσω, να γρυλίσω μέσα στο πεζόδρομο. Να πάρω μια κιθάρα, αν ήξερα να παίζω, και να φτύσω ό,τι μπαρουτοκαπνισμένο θα ήθελα, ό,τι υγιές και ειλικρινές και ανθυγιεινό και βρώμικο θα μπορούσα, μπρος σας. Ανάμεσά σας. Να το φτύσω σα βενζίνα, σαν νικοτίνη στα πόδια σας, και σεις απλά να χαμογελάσετε ή να πιαστείτε αγκαλία με το αμόρε σας παρατηρώντας. Επιδοκιμάζοντας. Ή αποδοκιμάζοντας.
Κείνες οι φορές, είναι το αντίστοιχο του όσων πίνω, και όσων καταναλώνω, και γιατί τα πίνω και γιατί τα καταναλώνω. Ποτέ τα δάχτυλά μου όμως δε θα αγγίξουν χορδές, και ποτέ τα δάχτυλά μου με οποιονδήποτε τρόπο, δε θα ξεράσουν όλα όσα θέλω, για μένα πρώτα και για σας μετά. Ιδού, ένα στερνοπούλι που ψοφάει στον αέρα, και το φίδι που μέχρι πριν είχε στα νύχια του, να έχει χαμόγελο λιπόσαρκο, σουβλερό, μέχρι κει που θα ήταν τα αυτιά του- αν είχε.

Άλλη μια νύχτα, άλλος ένας κόκκος σκόνης στη κλεψύδρα μου, η πουτάνα πάει γαμιώντας.

Οι συνοδοιπόροι ακόμα φωνάζουνε, φέρνουν σβούρες, θαυμάζουν το ωραίο. Κάπου εκεί χαμογελάς αυθόρμητα, ρουφάς, σνιφάρεις, κάνεις ράνεις, και ξαναχαμογελάς άλλη μια φορά. Απόψε έχει φεγγάρι απ' τα λίγα, πορτοκαλόχρωμο, γεμάτο υποσχέσεις που ποτέ δε θα ολοκληρώσουν τον κύκλο της αυτοπραγμάτωσης. Φεγγάρι τύραννο, φεγγάρι αφέντη, φεγγάρι από τα λίγα. Τα ωραία. Τα πολύτιμα.

Γιατί από τότε που σαν πιτσιρικά, με μάθανε ότι αυτές οι χάντρες,
οι κουκκίδες
που λάμπουνε τόσο μακριά, και όμως τόσο κοντά στη κούτρα μου,
λέγονται "αστέρια"
και κάθε αστέρι είναι απλά ένα αστέρι
και τίποτε άλλο,
από τότε απλά περίμενα να με βρει η ώρα
που στο μέλλον, τότε τόσο μακρινό και ομιχλώδες,
στο μέλλον,
θα έχω απλά να λέω ιστορίες
σε κουτσούβελα
για το πώς, ρε φίλε,
φουντάραμε
και
απλά
γουστάραμε
στο ενδιάμεσο
και ρίχναμε κατάρες
στο τριγύρω.

Διότι είναι σα το πόκερ αυτό το πράμα
που λεγε κι ο Στέργιος
Πέντε λεπτά να το μάθεις
και μια ζωή
να το μετανιώνεις.

Αλλά ο δρόμος παραμένει σκούρος κι επιθετικός. Οι λίγες φιγούρες στο εκεί και στο εδώ, δείχνουν να σε περιφρονούν. Άλλες να σου σκάνε χαμόγελα-κλαυσίγελους σα να'σαι παράλυτος συγγενής τους. Οι μαγαζάτορες από καντίνες του πούτσου, αδιάφοροι. Στο δίπλα μαγαζί βαράγανε πρέζες και μας παρατηρούσαν πάω στοίχημα, λιωμένοι, για το γκρίζο, στον καμβά του απόλυτου μαύρου που τους κύκλωνε.
Στα βουνά είναι διαφορετικά. Στα βουνά, λόγω συνθηκών, ο μπεκρής είναι κατανοητός. Στη θάλασσα, αναλόγως περιοχών θα μου πεις, ο μπεκρής είναι μια αποτυχία. Δυαδική προσωπικότητα. Πολλές φορές παρακάλεσα ό,τι έχει απομείνει απ' τα 15-16 μου να ξανάρθει σπίτι, στο χωριό. Πλέον είναι ένα θέατρο. Ένα θέατρο πρώτα απ' την οικογένεια, που πρέπει να ξεσκονίσεις παλιά συρτάρια για να ανακαλύψεις κρυμμένα μυστικά που δε σου λέει κανείς επίτηδες σχεδόν, και μισό θέατρο από μένα, που πρέπει να είμαι ακούραστος εργάτης. Ενώ ποτέ δεν ήμουνα.

Δύο πρόσωπα στη νύχτα μας.
Να'σου πάλι τα χλεμπόνια στο πεζοδρόμιο. Οι μπανανόφλουδες, τα κομμένα χαρτάκια από ανεκπλήρωτη χειροτεχνία καπνιστική. Τα σπέρματα από τα ταξιτζήδικα. Το κάτουρο και το φρέσκο σκατό απ' τα αδέσποτα στο πάρκο. Οι ματιές. Τα βαριά λόγια.
Απ' την άλλη, να πάλι το μαυριδερό το μπλε της ετοιμοθάνατης της λάμπας. Το πορτοκαλί απ' τις ακτίνες του φεγγαριού που φυτρώνουν νεογέννητα σε ρίζες πολεοδομίας. Οι ματιές και τ'ανοιγμένα στόματα των φίλων. Οι χριστοπαναγίες που ανταλλάζετε σαν ευχές. Οι αγκαλιές. Η αίσθηση, το συναίσθημα, ότι για λίγες ώρες του βραδιού, ελέγχεις τα πάντα. Ότι είσαι ο άρχοντας. Ο γαμάω. Ο "τα-ξέρω-όλα". Και ναι. Τα ξέρεις όντως τότε όλα. Γιατί τα απλουστεύεις.

Μπέρδεμα και ζαλούρα. Κανένα ποσό κόσμου, μάζας, σε μπαράκι, δε σε ικανοποιεί απόψε. Μηχανή. Ένας τελειωμένος, ένας αποτυχημένος, ένα τίποτα, ένα μηδενικό. Και το χαίρεσαι γιατί έτσι πρέπει.

"Γιατί;
ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΗΛΙΑ,
ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΣΕ ΓΝΩΡΙΣΑ;!
ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΠΟΥΣΤΗ
ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥ!"
φωνάζει ένας αδερφικός, απ τους ελάχιστους φίλους τέτοιους που χω,
ενώ με βλέπει να τινάζω το πουλί μου
στη γωνία της κουζίνας του
έχοντας κατουρήσει ό,τι είναι
δεξά.

Αλήθεια, δε ξέρω.
Αυτό που ξέρω είναι ότι όταν
μπορώ να επιστρέφω σε τέσσερις τοίχους
με βουνά από άπλυτα, χρησιμοποιημένα ρούχα
βουνά από κουτάκια, μπουκάλια
με τη βρώμα βόντκας, όπως μου λένε δηλαδή,
να σε μαστουρώνει με το που μπαίνεις,
και όταν μπορώ να ανοίγω μια κωλο-οθόνη
να βάζω τραγούδια για το χτες να παίζουν
και για το άγριο αύριο,
και να πατάω δυο-τρία κωλοπλήκτρα,
τότε θα ξέρω ότι τουλάχιστον,

κάτι, έστω και ελάχιστο,
για μένα,
κάνω καλά σε αυτή τη κωλοτρυπίδα
που με πετάξανε για να αναπνέω.

Παρασκευή 16 Απριλίου 2010

Σήμερα;



Σήμερα ήταν αλλιώς.
Και ακόμα και η
"αναπάντητη"
στο κινητό
ήτανε
"αναπάντεχη"

Το πρωί πρωί,
με Λαρσαίο,
πληρώναμε λογαριασμούς,
με τη σέσουλα.
Ωραία.
Και ο Λαρσαίος έφτιαξε το κινητό
της μιας τύπισσας
στη ΔΕΥΑΦ
το φτιαξε,
να μη γραφει πλεον με Κ9
ή όπως λέγεται
η μαλακία.

Μετά
μεσημεράκι
τσίπουρα στο μαγαζί
βγήκα off
για κάποιες ώρες
δεν ήξερα καν
τι γινότανε
έμαθα μετά
ότι
έπεφτα στο μαγαζί
και
κατούρησα στο σπίτι
του Λαρσαίου
στη κουζίνα
στη κουζίνα, ακριβώς δεξά
όπως μπαίνεις.

Δε θυμόμουνα τίποτα
άρα
με το που ξύπνησα
γύρω στις 10 κάτι-φεύγα
το βράδυ
σφουγγάρισα 5 φορές
ναι ρε καριόλη, 5 φορές,
και ήμασταν όλοι έτοιμοι
για σκατά
για βράδυ
για μπαράκι.

Περάσαμε το βράδυ εκεί
ως ένα σημείο
μετά
με σύρανε αλλού
αλλού ρε
αλλού
και στο νέο μαγαζί
που πήγαμε
θε μου
παίζανε διασκευές
με live ορχήστρα
σε διάφορα
ε ναι
"πέθανε και ο Ξυδούς προσφάτως"
ε ναι
και διασκευές σε Σαβόπουλο
ρεμ τη καριόλα
τη "Συννεφούλα"
ρε τη καριόλα
ρε.

Ο Λαρσαίος
με τον Αλέξη
τη κάνανε
μεις κανονίζαμε
με το Κωσταντίνο
πώς να κλέψουμε καμια μπύρα
κανόνι
πιστόλα
κλπ
αλλά τίποτα
ήταν γνωστή η σερβιτόρα
γνωστή ήτανε
είπε όχι ο μάγκας
άρα
φύγαμε

Φτάσαμε σπίτι
μου
πήραμε λεφτά
ό,τι είχα
για αύριο
άρα για σήμερα
πήραμε
μια εξάδα μπύρες
και από ένα
ψωμάκι
φαγί για
σήμερα
φαγί
ρε αδερφέ,
γάμησε
το ψωμάκι
γάμησε.

Στη πλατεία
με το Κωσταντίνο
και
δυο τύπισσες
ίσως τις ήξερε ο
Κωσταντίνος
και καλά
"πιωμένες"
δικαιολογίες
για να μην
πούμε
"θέλουμε ψωλή"
πρώτη φορά
που
ελεγα μεθυσμένος
ασυναρτησίες
και
κοπέλες γελάγανε
ουάο.
Συνήθως,

Παίρνουν πούλο
ή
στρίβουν τσιγάρα
και μένουν με τη κρυφή
τη φλόγα
της καύλας
γιατί ρε;
να ηδονίζονται τόσο
και το λέω με τη σιγουριά
τόσων χρόνων,
γιατί ρε να ηδονίζονται τόσο
οι γκόμενες
με τους μπεκρήδες;
γιατί;

αστείο είν;
ας πούμε
αστείο είν;

Πφφφφ.

Σήμερα απλά
έκανα τον εαυτό μου ρεζίλι
άλλη
ΑΛΛΗ
μια φορά
όπως γίνεται τόσον,
ΤΟΣΟΝ
καιρό,
και απλά,
αφού το έμαθα,
μετά,
αφού ξαναξύπνισα,
είπαμε,

"Δε γαμιέται"!

Μωρέ,

"Δε γαμιέται";

Δε γαμιέται;

Τετάρτη 14 Απριλίου 2010

Πανίδες εδώ (Καληνύχτα Βρωμόσκυλε 1)


Χωματόδρομοι βρεμμένοι, μουλιασμένοι από κάτουρα σύννεφων διστακτικά, οι γαλότσες των υπερήλικων των κοτσωνάτων από μακριά να κοπανάνε με σχεδόν στρατιωτική συνέπεια το πηχτό, σκατένιο καφέ της γης, και μπροστά να σέρνουνε κατσικάκια, στριφογυρνώντας τη μαγκούρα του στον αέρα, πάνω απ' τα φρεσκοσκαλισμένα κέρατά τους.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να μαστε μέσα.

Οι μηχανές ξαναμουγκάρισαν το πρωινό. Τα μάτια μου τα καημένα δε μπορούσαν να ανοίξουν διάπλατα για να αντικρύσουν τις πρώτες σταγόνες πρωινού, επέμεναν να σιγοκλείνουν κάθε δύο δεύτερα όλο και πιο πολύ. Με τον απαίσιο, αν και απόλυτα ρεαλιστικό, μαγκάλι της απαίτησης να βγαίνει απ' τα προσφάτως ξεσκονισμένα αμάξια τριγύρω, κλάμα από τα εντόσθιά τους, σαν βρέφη αδηφάγα, με τα στόματα ορθάνοιχτα, να ψάχνουν για βυζί.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να κάνουμε κύκλο γύρω του.

Χάρτινα κτήρια, λεπτεπίλεπτα επειδή ακριβώς ποτέ δε δέχτηκαν την ισχύ τους την αυταπόδεκτη, φυλακισμένα στο απόλυτο γκρίζο του τίποτα στις πεδιάδες του πουθενά, περιοχές που ποτέ δε μαθαίνεις και σα φωτογραφίες καρφιτσώνεις στη πιο σκοτεινή άκρη του μυαλού, για τα χρόνια που θα'ρθουν. Χάρτινα κτήρια με ραμμένα στόματα και μάτια.

Και ο τετράτροχος ο μούσχαρος να γρυλίζει και μεις να τρώμε σκοτοδίνες μες τη μάπα.

Τσίγκος, άσπρο και κόκκινο σα μάρκα,
ξανά και ξανά, πυργάκια,
η χαμένη Ατλαντίδα σου γι'απόψε
με ζύθο στο στέμμα αντί για ρουμπίνια,
και το χημικό σου, η χημεία σου
μισή-μισή μές το τσιγάρο-κλέφτη,
γελωτοποιό, εξολοθρευτή του απογιόματός σου,
η χημεία σου μαζί με την πατροπαράδοτη πρασινάδα
περίεργο κεφάλι,
χημικό στομάχι,
μπέρδεμα,
γιατί μιλάτγε όλοι τόσο γρήγορα αλλά
νόημα δε βγάζετε;
Η χημεία σου με τη πατροπαράδοτη πρασινάδα
κόκκινο άσπρο ζύθος μαζί τους,
τοξικό κεφάλι, αλλά υγιές,
νιρβάνα.
Χαλάρωση.
Ειρήνη.

Ακόμα μια φορά τα λάστιχα γλυστράνε στο φρεσκοβρεμμένο τσιμέντο,
καμιά εικοσαριά παραιτημένοι απ' τη ζωή,
και μερικοί ελάχιστοι απλοί ταξιδιώτες,
μέσα στην κοιλιά του μηχανικού του κήτους από βενζίνα,
μοντέρνοι Ιωνάδες να πούμε,
να μένουν να ξεχνιούνται στο μισό της όρασης
απέναντι απ' το τζάμι
και μέχρι μέσα, την καρδιά των πιο μακρινών βουνών,
και να θυμούνται τα τρία στάδια της γαλήνης:

1)Το κρανίο μένει ακίνητο
Το χώμα είναι κατάμαυρο
Ένας τεράστιος ουρανός να αγναντέψεις
Τα σκουληκάκια χώνονται και κουνιούνται στο κέντρο του
Οι ρίζες απ' τα ραδίκια απλώνονται σα γαλαξίες:
Ένας ουρανός που γεννιέται απ' τον ίδιο του τον εαυτό.

2)Το κρανίο βρέχεται απ το σκατόχωμα
Και το χώμα χειρουργεί το κρανίο
και τα οστά, ξανά,
σαν ένας εδώ και δεκαετίες νεκρός συγγενής
πρόγονος.

3)Σκόνη και μαυρίλα
Και στις ίδιες θάλασσες που έπλεαν τότε οι παππούδες σου,
και συ θα κολυμπήσεις τώρα.

Με βαρύ μπουφάν
αξύριστα χείλια και πηγούνι,
βρώμικο σώμα, βρωμερό, παρηκμασμένο,
νεκρά μάτια, πλαστικά πλέον
και την συνειδητοποίηση μιας ψευδαίσθησης:
λένε όλοι τους,
"είχαμε τη φλόγα μέσα μας από μικροί"
"και γράψαμε"
"και ζωγραφίσαμε"
"και δημιουργήσαμε"

Συ που από κούτσικος
είσαι γεμάτος με βροχή;

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Ημερωμένα Λόγια 16



-Ξύπνα. Ξύπνα.


Σας έχει τύχει να βλέπετε το 8ο όνειρο, 7 και κάτι το πρωί, και κάποιος να προσπαθεί να σας ξυπνήσει; Και κατά τη διάρκεια αυτής της ανίερης μισοξήγας, να περνάει η εντολή του υποκειμένου απέναντί σας μέσω του μυαλού σαν εικόνα, αντανάκλαση του πραγματικού μέσα στο όνειρο;

Εκείνο το πρωί λοιπόν ονειρευόμουνα πως ο πανούργος καραφλός κοντός που με είχε στριμώξει σε μια σκοτεινή γωνία με ένα σπασμένο μπουκάλι στο χέρι, με κοίταζε με τεράστια μάτια, γαλάζια και υπερσίγουρα για τον εαυτό τους (κλασσικό κόμπλεξ κοντών), και μου φώναζε, με το στόμα του με τα μισοβγαλμένα δόντια και τα τεράστια κόκκινα ούλα, με διέταζε να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω. Να ξυπνήσω. Να ξυπ...


-Γκαααααααχχχφφφ! Φχχχχ!


Εκτοξεύτηκα σα σούστα.

Το μουστάκι του πατέρα μου ξεχώριζε στο σκοτάδι σαν όγκος κυριαρχίας, σύμβολο εξουσίας, μέσα στους 4 σκονισμένους τοίχους του δωματίου μου.


-Σιγά ρε. Ξύπνα. Σιγά.

-Εεεερρρρείναι γιώωωωωρα κιόλαλα;

-Ναι. Άντε σήκω.


Έμεινα 4 δεύτερα μόνος στο κρεβάτι για να ξυπνήσω πλήρως. Κούνησα λίγο το κεφάλι, έξυσα το δεξί παπάρι, και έδωσα ραντεβού με τον μοβόρο κοντό καραφλοδαίμονα για το ίδιο βράδυ- αλλά αυτή τη φορά θα ονειρευτώ ταυτόχρονα ότι κουβαλάω ματσέτα.

Και όντως ο πατέρας μου είχε δίκιο. Σήμερα ήταν να καθαρίζαμε/βάζαμε σε τάξη/τακτοποιούσαμε/ κάναμε δουλειές/ βεβαιωθούμε πως ο Ηλίας είναι καθαρός. Πράγμα ηλίθιο, καθώς με ένα ποτηράκι κάτουρο και λίγες εξετάσεις, έχεις και πιο έγκυρα αποτελέσματα, και γλιτώνεις και το εξεταζόμενο υποκείμενο από πρωινά ξυπνήματα τις μέρες του Πάσχα που δεν έχει να κάνει κάτι άλλο.

Αλλά χτες αισθανόμουνα υπερ-υπέροχα.

Ήταν η μέρα του επιτάφειου.

Και "επιτάφειος" στο χωριό σημαίνει "η μέρα που το χωριό ζωντανεύει και γίνεται μαγικό και με φώτα και επιτέλους κάτι κινείται και δεν αισθανόμαστε μίζεροι και λασπωμένοι και ξεχασμένοι από όλους και όλα και είμαστε χαρούμενοι και και και".

Το πιάσατε.


Το πρώτο άφιλτρο δανεικό απ' τον πατέρα μου, συνοδεύτηκε από έναν φραπέ που προθημοποιήθηκε να μου φτιάξει με τα χεράκια του.

Και θυμήθηκα τότε γιατί ποτέ δε ζήταγα φραπέ απ' τον πατέρα μου, όποτε εν πάσει περιπτώσει ήμουν στο χωριό: τόσο καιρό νόμιζα ότι ήταν για να μη τον κουράζω, αλλά στη πραγματικότητα, ο πατέρας μου ανήκει σε μια μυστήρια αίρεση που πρεσβεύει ότι, αν βάλεις οτιδήποτε στον καφέ σου, και τον γλυκήνεις, σου πέφτουν τα μαλλιά και κολλάς μαλάρια στη σχισμή που ενώνονται οι δυο σου κατουροσακούλες. Οπότε το πρωινό άφιλτρο έγινε ακόμα πιο απαίσιο, και ο καφές ακόμα πιο καρκινογόνος- ωραία τελετή ξυπνήματος.


-Πάμε έξω.


Ο κυρ Βαγγέλης ήταν πάντα περήφανος για τον κήπο του. Όχι με τον αμερικάνικο, politically correct τρόπο των ταινιών, με νοικοκυρέους που φυτεύουν γλαδιόλες και τις περιποιούνται περισσότερο απ' τα εθισμένα στο crack παιδιά τους, για να τις πάνε σε διαγωνισμούς, με κρυφό πόθο να διακοσμήσουν τον τοίχο τους με ακόμα ένα ανούσιο κομμάτι παλιοσίδερο-πλακέτα, δίπλα απ' τη "δεύτερη θέση σε διαγωνισμό κυνηγιού στρουθοκάμηλου" ή "πρωτείο επιτυχίας σε τοξοβολία ενώ ταυτόχρονα καβαλάς ταύρο πιασμένος από τη ψωλή του". Όχι, ο κυρ Βαγγέλης είναι περήφανος που, μέχρι να φτάσει στα χρόνια της συνταξιοδότησης, σηκωνόταν πρωί όσες μέρες δε δούλευε σα σκύλος, για να φτυαρίζει λασπούρα, να κλαδεύει πράσινους, άχρηστους θάμνους-πυγμαίους και να κανονίζει για το κόψιμο των κλαδιών των πεύκων. Το πάθος του, λέει, κανένας δημιουργικότερος τρόπος για να περνάς την ελεύθερη ώρα σου, λέω.

Αλλά τώρα είμαι στο χωριό, ε;

Υπακούω στους κανόνες.

Ο χάρτης πολεμικών επιχειρήσεων έδειχνε τέσσερα κύρια σημεία δράσης: αριστερά, δεξιά, πάνω και κάτω του κήπου. Σχέδιο "Πευκοβελόνες, σκατά γάτας, πεσμένων φύλλων-κλαδιών και ξεχορτάριασμα". Η τσουγκράνα, θα σας πουν κάποιοι φανφαρολόγοι δήθεν-παλαιο-χαρντκορ-"ψημένοι" της εξοχής, είναι "η επέκταση του χεριού του άντρα". Αρχίδια είναι. Παρόλο που πολλές φορές φαντάζει το πιο δεκτικό και φιλόξενο εργαλείο απ'όλα τα υπόλοιπα (πχ φτυάρι, πριόνι), και βγάζει και αυτό το ευγενές "χραααατςς, χρααααατςςς" όταν έρχεται σε επαφή με τα αγριόφυλλα (πώς νομίζετε βγήκε η φράση "τα ξύνω όλη μέρα με τσουγκράνα";), παραμένει μια μαλακισμένη, για παραιτημένους απ τη ζωή διαδικασία, το να τη χρησιμοποιείς. Νιώθεις ότι σε τρυπάει βαθύτερα απ'όσο θέλεις, ακριβώς επειδή η απλότητά της σε παραπλανεί. Και με αυτά και μ'αυτά, αρχίσαμε να μαζεύουμε σωρούς με τον πατέρα μου, βουναλάκια από νεκρά μέλη δέντρων και κομμένα μόρια χορταρικών. Φορώντας τα πασίγνωστα σε όλους πλαστικά γάντια, που τόσο αγαπήθηκαν, ειδικά από σέρνικα που βίωσαν έστω και μια φορά την συγκλονιστική εμπειρία της εξέτασης προστάτη, βούταγα τα σκατολοϊδια και τα έχωνα στην ρετρό σκουπιδοσακούλα που κράταγε ο κυρ Βαγγέλης ανοιχτή, σα στόμα εμβρύου. Συνεχίσαμε για αρκετή ώρα στο ίδιο μοτίβο, στη συνέχεια κλάδεψα κάτι χαμουκώληκες φυτρωμένες παπαριές για να "μπορέσουν να μεγαλώσουν καλύτερα", μετά είχε σειρά ο δρόμος και ο πίσω κήπος. Οι σκόνες από τη ρήψη κλαδακίων και σκουπιδιών στη σακούλα, μου γαμήσανε και το ένα μάτι, παρολίγον.
Διάλειμμα για τσιγάρο, μονόλογος του πατέρα για το συγκλονιστικό της υπόθεσης, του να φροντίζεις το κήπο και κατ' επέκτασην το σπίτι/φαμίλια σου και του να σηκώνεσαι νωρίς και να δουλεύεις χειρωνακτικά (αυτό κάνω κι εγώ, ήταν η απάντησή μου, το πινέλο προφανώς δε το χώνω στο κώλο μου), και βουρ για το νεκροταφείο.
Ήταν η μέρα του ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΥ φίλε.
Και εκτός αυτού, είχα χρόνια να επισκεπτώ τον παππού μου. Που από "μεγάλος άντρας", "βαθειά λόγιος" και "μεγάλη προσωπικότητα" (ξέρετε, όλα όσα σας πουλάνε σε όλους εσάς που έτυχε να μην γνωρίσετε ποτέ τον παππού σας), πλέον είναι ένας σωρός από τσακμακόπετρες και χαλίκια χρωματιστά οικοδομής, με μια πλακέτα με το όνομά του από πάνω. Μεγάλη πρόοδος.
Το λοιπόν, το νεκροταφείο του χωριού μου παραμένει πάντα απαράδεκτο. Είναι απελπιστικά στριμωγμένο, σε βαθμό που χρειάζεται να πατάς πάνω στους τάφους, σε σημεία, για να πας εκεί που θέλεις. Και μιας και αυτές τις μέρες, σχεδόν όλοι οι συγχωριανοί καθαρίζανε τους τάφους και το μάρμαρό τους, πλέον έπρεπε να πατάς πάνω ακριβώς στα χαλίκια/χώμα. Πάνω στους νεκρούς δηλαδή. Και όχι, δεν είμαι ούτε κανας προληπτικός, ούτε κανας θρησκευάμενος, αλλά φαντάζομαι ότι αν είχα πεθάνει και κάθε λίγο και λιγάκι κάποιος μαλάκας που πάταγε τα αρχίδια ή το κούτελο για να πάει παραδίπλα, θα σηκωνόμουνα ουρλιάζοντας μανιασμένα περί "δικαιωμάτων αιωνίου ύπνου" κλπ.
Να μην πολυλογώ, πέρασα τον παππού 2-3 χέρια λούστρο, ξεχορτάριασα τον αφαλό και τις μασχάλες του, ρίξαμε νερό τριγύρω και καθαρίσαμε τη περιοχή, ανάψαμε και τα λιβάνια μας, πήγαμε και παραδίπλα σε κάτι ξεχασμένους από θεούς και δαίμονες συγγενείς του πατέρα μου (που δε ξέρω τι μου είναι εμένα. Οι κωλοΑρβανίτες και τα τεράστια σόγια τους), ωραία πέρασε η μέρα. Φέυγοντας είδα και τον θείο το Θανάση να κάθεται μελαγχολικά στην άκρη του νεκροταφείου, σε κάποιους συγκεκριμένους τάφους.
Ήταν ψιλοσόκ, καθώς ο θείος ο Θανάσης, είναι ένας χαρωπός άνθρωπος ετών 73, που τα τσούζει σχεδόν καθημερινά, και εξωτερικά μοιάζει με γέρο ναυτικό με κοστούμι: καράφλα η οποία στο πίσω μέρος του κρανίου έχει όχι απλά ζάρες αλλά σχεδόν το αποτέλεσμα μετά από μονομαχία με γιαταγάνια για τη τιμή κάποιας πριγκηπέσσας της Ασίας, αραιά μαλλιά αριστερά και δεξιά, γενειάδα κάτασπρη. Δε ξέρω τίποτα για το παρελθόν του, παρά μόνο ότι κάποια στιγμή έκανε αγιογραφίες κάπου όξω. Και ότι είχε μπλεχτεί με το Γλέζο σε κάτι πολιτικά, τη δεκαετία του 80. Είναι με λίγα λόγια, από τα λίγα άτομα στο σόι μου που ανέχομαι δίχως δεύτερη κουβέντα, και όχι μόνο αυτό, αλλά τα συμπαθώ απεριόριστα. Αν μη τι άλλο, βγάζει ο άτιμος και ωραίο αιτωλικό τσίπουρο.
Εκείνη τη μέρα, άραζε σχεδόν βλοσυρός μπροστά από τις ταφόπλακες, και θα'λεγε κανείς ότι συνομιλούσε δίχως να ανοιγοκλείνει το στόμα του με όποιον/όποια βρισκόταν μέσα στο κοφίνι μπρος του. Άνθρωποι τέτοιας ηλικίας τείνουν να αρχίζουν να σκέφτονται πιο απαισιόδοξα. Ξέροντας το θείο μου έστω και ελάχιστα, μάλλον απλά του λείπουν κάποια πράγματα- στη συνέχεια μας είδε και μας χαιρέτισε καπνίζοντας μόρτικα, και κάνοντας πλάκα για το σόι μας όπως πάντα. Σας είπα ότι τον συμπαθώ πολύ;
Σπίτι. Άρπαγμα μεμιάς της μπύρας, και άλλης μιας μπύρας, από το ψυγείο, και σερβίρισμα κρύου μπιφτεκιού κομμένου φέτες, για μεζέ. Ο κυρ Βαγγέλης μουρμουρίζει, "Είναι νωρίς ακόμα για μπύρα, είναι πρωί". Εγώ απλά γεμίζω και απολαμβάνω το βραβείο των κόπων μου, αποφεύγοντας φυσικά να αναλύσω το γιατί δεν είναι νωρίς ακόμα για μπύρα.
Είχα καιρό να ευχαριστηθώ τόσο πολύ ένα ζεστο μπάνιο. Κυρίως γιατί δεν πλένομαι συχνά. Με εκνευρίζει. Το βαριέμαι. Δε με νοιάζει το σχόλιο του κάθε μαλάκα επί του θέματος. Από τότε που ξεφορτώθηκα τη μαλλούρα, το πολύ πολύ να κάνω πάνω στα βουνά κανένα γρήγορο λούσιμο, όταν ξυρίζω το κρανίο μου. Τώρα όμως το σώμα σχεδόν το απαιτούσε. Απόλυτη χαλάρωση. Καιρό είχα να δω το τσουτσούνι μου να χλιμιντρίζει ευχαριστημένα μέσα σε μπανιέρα, και καιρό είχα να πλύνω τις τρίχες στις μασχάλες μου με σαπούνι- βασικά, καιρό είχα να σηκώσω τις μασχάλες μου και να θυμηθώ ότι και αυτές απαιτούν καθαριότητα.
Το μεσημέρι έφαγα στο διπλανό σπίτι, που είναι της θειας μου. Ένα γεύμα με σαλάτα και ψωμί και ταραμοσαλάτα. Το οποίο θρασύτατα έκανα πιο θελκτικό όταν άρχισα να βάζω θρασύτατα τσίπουρο και να αρπάζω μπύρες απ' το ψυγείο έξω. Ναι, σήμερα όλα μου άξιζαν. Όχι επειδή σηκώθηκα να δουλέψω πρωί, παλιά μου τέχνη κόσκινο. Αλλά επειδή σήμερα ήταν η μέρα του ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΥ.
Στο τραπέζι καθόμασταν εγώ, η θεια μου με τον άντρα της/θειο μου Γιώργο, μια φίλη τους, και η γιαγιά μου η μία με τον άλλο θείο μου το Βασίλη. Πριν έρθουν όλοί αυτοί βέβαια, ξεκίνησε λίγο περίεργα το πράμα, με τη φίλη να με ρωτάει για την τέχνη. Εμένα. Να με ρωτάει σοβαρά για τη τέχνη.
Η πιο ορθή απάντηση θα ήτο, "Άκου να δεις κυρά μου. Είναι Πάσχα και κατέβηκα κάτω για να χαμουρέψω το μαξιλάρι μου και να ξύσω τα καμπαναριά μου μέχρι να γίνουν κεφαλοτύρια. ΜΗ κάνεις το λάθος να μου πρήξεις το πούτσο με σοβαροφανείς μαλακίες τις οποίες αποφεύγω να συζητάω ακόμα και στη σχολή μου".
"Μα, άκου να δεις, εγ..."
"ΜΗ!"
"Τι ενν..."
"ΜΗ!".
Η ευγένεια πρυτάνευσε, όπως και το τσίπουρο, οπότε έπιασα τον εαυτό μου να απαντάει σοβαρά σε σοβαρές ερωτήσεις. Σου αρέσει ο Φρόυντ; Ναι, έχει κάτι λασπώδες και σάρκινο στις απεικονίσεις του σώματος. Ξέρεις τον τάδε; Όχι, μόνο ακουστά. Α, αγόρασα έναν πίνακά του και τον έβαλα πάνω από την πόρτα και όσοι περνάνε μέσα στο σπίτι, τρομάζουν όταν τον βλέπουν. Γιατί, τόσο άσχημα ζωγραφίζει ο τάδε; Χα-χα, όχι, απλά είναι πολύ ιδιαίτερος. Ααααα μάλιστα.
Όταν όμως καθίσαμε όλοι στο τραπέζι, έγινε το θέμα πιο ενδιαφέρον. Διότι ο θείος μου ήταν ολίγον τι τούτζι, πίνοντας από πριν ώρες ούζα και συνεχίζοντας με τσίπουρα, και ο άλλος θείος, ο εργένης και ώριμος ηλικιακά, την έπεφτε με τον τρόπο του εργένη και ώριμου ηλικιακά/μπονβιβέρ/πλεημπόυ στην φίλη της θειας. Οπότε, οποιαδήποτε απόπειρα για κουβέντα γαμιόταν, είτε επειδή ο μεν θείος είχε φάει κόλλημα και προσπαθούσε κάνοντας άγαρμπες κινήσεις να προσποιηθεί τη διαφήμιση της Αμστέλ με τους μεταλλάδες που παραγγέλνουν τσάι και ποικιλία κουλουράκια (και τελικά μοιάζοντας περισσότερο με τον δύσμορφο καμπούρη μοναχό στη ταινιακή βερσιόν του "Ονόματος του Ρόδου") και ξέχναγε και τα μισά απ'όσα ήθελε να μου πει, ο δε θείος έριχνε ατάκες όπως "Πιες λίγο κρασί, να κοιμηθείς καλά στο όνειρο" και "αύριο, αν με αφήσεις να σε κεράσω έναν καπουτσίνο, θα σου πω περισσότερα επί του θέματος Κάρλα Μπρούνι-Σαρκοζί".
Και διασκέδασα πολύ, μετά από καιρό.
Ο καφές με την γκόμενά μου ήταν... περίεργος. Αυτή τσαντισμένη με κάτι δικά της, εγώ κουρασμένος και βαριεστημένος, κάναμε έναν άγριο πόλεμο νεύρων ο ένας στον άλλο, με ατάκες όπως "Δε σου δίνω παραπάνω αξία απ' όση σου αξίζει" και "Αν δεν έρθεις μαζί μου διακοπές, θα βρώ άλλον να πάω μαζί του"- "Δε μπορείς να το κάνεις αυτό γιατί σούρνεσαι από τη πούτσα μου", ένα μαγευτικό επίσης "Είναι απλό, κάνεις μαλακία και παίρνεις πούλο απ' τη ζωή μου ήσυχα κι ωραία" από αμφότερες πλευρές, έκλεισε ηδονικά την τελετή μύησης του ανήρ και της γυναικός του 2010 για το ρούφηγμα της καφεϊνης.
Ο ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΣ είναι μαγική στιγμή.
Το βράδυ της ίδιας μέρας οι απαιτήσεις ήταν ήδη υψηλές. Και δεν απογοητεύτηκα καθόλου, όταν η ορδή από θηλαστικά που στέκουν στα δύο συνόδευε την στολισμένη με λουλούδια υπερτροφική ψαροκασσέλα από την εκκλησά στην άλλη άκρη του χωριού. Πολλής κόσμος. Φωτάκια ελαφρά. Άγνωστες φάτσες. Ωραία γκομενάκια εδώ κι εκεί. Χώθηκα στο χορό κι εγώ. Ακολούθησα μαζί με το Στέργιο και απόλαυσα την μόνη μέρα του χρόνου που μπορώ να απολαύσω στο χωριό μου πλήρως. Όταν, δε, ένας συγχωριανός ήρθε με ένα χαμόγελο ως τα αυτιά και χτυπώντας τη τσέπη του μπουφάν του, μου είπε "Μάτζικ Μάσρουμς! Μάτζικ Μάσρουμς!", κατάλαβα ότι ο καθείς ήτο πλέον στο τριπάκι του. Και το δικό μου τριπάκι ήταν ο ΕΠΙΤΑΦΕΙΟΣ.
Η ψαροκασσέλα. Το μπαούλο.