"Νιώθω...είμαι προσβεβλημένος. Νιώθω, δηλαδή, ρε φίλε, δεν είναι πράγματα αυτά..."
Ο Λαρισσαίος προσπαθούσε να ελέγχξει το τόνο της φωνής του. Και τη ροή των λέξεών του επίσης.
"Ποιος σε πείραξε, μανάρα μου;"
"Το τραγούδι...στο χωριό ρε φίλε, που είμαι. Τα βιολιά. Αυτός που τραγουδάει, λέει, στο τραγούδι δηλαδή, τα νταούλια να παίξουν, και, και ο Τσοβάκας σπάει τα βιολιά!"
"Και;"
Μεθυσμένο μένος.
"Ο Τσοβάκας είναι ο προπάππος μου ρε φίλε! Το αρχίδι, τον ξεσκισμένο, μιλάει για τον Τσοβάκα"
Ξαφνικά ηρεμεί απότομα.
"Μεγάλος άνδρας ο Τσοβάκας"
"Παρεξήγηση, ε;"
Χαμογέλασα. Ωραίο, τέλειο μπέρδεμα. Μέσω τηλεφώνου κιόλας: το όμορφο, διασκεδαστικό, απρόσωπο της μέρας. Ή μάλλον της νύχτας.
"Βέβαια, βέβαια, ο Τσοβάκας είχε πάρει ένα βιολί σε ένα πανηγύρι και το είχε σπάσει! Στο γόνατο! Χα! Στο γόνατο ρε φίλε!!!"
'Αρχισε να γελάει μανιασμένα, απ' το ένα δεύτερο στο άλλο.
"Πολύ ωραίο, Γιώργη. Ανέβα στη σκηνή τότε και σπάσε κι εσύ ένα βιολί!"
"Και θα λένε σε μερικά χρόνια, ρε φίλε, ο Γιώργος, ο απόγονος του Τσοβάκα, σπάει τα βιολιά! Χαχαχαχα!"
Το βρήκε πολύ αστείο. Τον καταλαβαίνω απολύτως. Αλλά με ένα "μπιπ", το τέλος της πιο ενδιαφέρουσας στιγμής της μέρας μου, ξεψυχάει μπρος μου.
Ή μάλλον, της νύχτας.
Το κοριτσάκι θα'ταν, δε θα'ταν, 6 χρονών. Οι σταφιδιασμένες φιγούρες, σκιές σε τοίχους της περιόδου "after" της μεταπολίτευσης, κάναν full επίθεση.
"Τι θες να σε υπολογίζουμε; Ε; Σα μικρό παιδί; Ή σαν μεγάλο κορίτσι;!"
Δεν ακούω τίποτα απο όσα λέει η μικρή, με την φοβισμένη, δειλή φωνή της, αλλά η απάντηση της γιαγιάς τα επαναφέρει όλα στη θέση τους.
"Να σου αλλάξουμε και πάνες τότε! Ορίστε μας!"
Ιδού, τι έλεγε, κατ' εμέ, ο Lindberg, με εκείνο το φοβερό, "We Created a monster, and now it's coming for our children". Λογικότατο. Οι γονείς μας, και κατ' επέκτασην εμείς, είμαστε το monster. Με τη σιγουριά του τότε, απ τη πρώτη φορά πουτο βρώμικο θηλαστικό, εμείς, κοιτάξαμε τον ουρανό και είπαμε ότι ένα αστέρι είναι απλά ένα αστέρι και τίποτα παραπάνω. Το ακούς κάθε μέρα τριγύρω σου μα δε το βλέπεις: Οπλές αόρατων αλόγων, στρατιές ολόκληρες, ο ήχος του σκατού να γίνεται ένα με το ποδοβολητό τους στο έδαφος, εδώ, εκεί, να εξελίξουν ό,τι βρουν σαν αυτοσκοπό. Οι φωνές μεγαλώνουν. Το ίδιο και η ανισορροπία στο άλλοτε equilibrium διαθέσεων-απαιτήσεων. Ένα βρωμιάρικο κουνάβι θα είχε περισσότερα και πιο ουσιώδη σχόλια να κάνει, για το μέλλον των παιδιών του. Η μήτρα του προφανώς θα' ναι πιο βρώμικη. Αλλά και πιο ειλικρινής. Διότι αδερφέ, τη βρώμα όταν την αναγνωρίζεις, της δίνεις υπόσταση. Μεγάλο πράμα, ε;
Ο αγώνας δηλωτής στον κήπο, 4 το πρωί, με γάμησε. Χάσαμε, με τον παρτενέρ μου, στο τσακ. Ντέρμπυ μέγιστο. Εθιστικότατο χόμπυ. Αλλά κρατάω πισινές- δεν αγγίζω χαρτιά με 5ευρα στη παλάμη. Η γραμμή η διαχωριστική είναι λεπτότατη. Το κεφάλι μου φέρνει σβούρες- όλες αυτές τις μέρες, ανεξαιρέτως, παίζουμε δηλωτή. Παντού και πάντοτε, συνέχεια. Συ-νε-χεια. Κλείνω τα μάτια και ασυναίσθητα πλημμυρίζει το δικαιωματικά δικό μου σκοτάδι, με τραπουλόχαρτα. Έβαλα να δω μια τσόντα πριν λίγο, να γιορτάσω το ότι σε 2 μέρες φεύγω για διακοπές/κάμπινγκ, και σε ένα βίντεο που είχε τρεις γκόμενες και έναν τύπο, σκέφτηκα: "Πφ, αν ρίξω δεκάρι τις παίρνω και τις τρεις, μένει ο τύπος, και αυτός που παίζει μετά από μένα αν τον πάρει μας κάνει ξερή- ριψοκίνδυνο". Άρχισα να γελάω μόνος μου σα το μαλάκα στη συνειδητοποίηση αυτής της σκέψης.
Είναι όμορφα τριγύρω. Υπέροχες μέρες έρχονται μπρος μου, αν και, με όλη τη σιγουριά του κόσμου, και με το μπαρδόν κιόλας,
πάλι γαμημένος θα βγω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου