Όλοι στέκονταν βουβοί, κατουρημένοι απ το φόβο, σε μεγάλες πλατείες. Ακίνητοι, κοιτώντας τον ουρανό- που πίστευαν ότι άλλαζε χρώματα συνεχώς, μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα.
Άλλοι πάλι κρέμονταν από οικοδομές έτοιμες να διαλυθούν από στιγμή σε στιγμή, σε μια κατάσταση ημι-σοκ, έβγαζαν άναρθρες κραυγές ενώ έπεφταν από τη σκεπή και ούρλιαζαν πως ο ουρανός αλλάζει χρώματα- έτσι πίστευαν, μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα.
Προσπαθούσα να τους κάνω να αισθανθούν καλύτερα, χόρευα σα παλιάτσος, ούρλιαζα επιτηδευμένα σα παράφωνος τραγουδιστής όπερας, έκανα μιμήσεις ζώων (μαϊμούς, συγκεκριμένα) και έφερνα κύκλους γύρω τους, μα αυτοί τίποτα.
Κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε εν τέλει το τι αισθάνονταν, και ακόμα λιγότερο το να τους καθησυχάσω. Δε μπορούσα να σταματήσω να κινούμαι με μανία, να ουρλιάζω και να γελάω δυνατά, χωρίς λόγο. Ήμουνα παγιδευμένος σε μια γλυκιά ζάλη, σε μια υπερκινητικότητα ζωής που με έκανε να απολαμβάνω τη κάθε στιγμή πριν τη δήθεν Αποκάλυψη σα να ταν αιώνας.
Δίπλα μου, δυο τύποι με μαύρα νυφικά, έξυνανα τα αξύριστα πρόσωπά τους και μου έγνεφαν συνεχώς με το δάχτυλο στο στόμα να κάνω ησυχία. Νευρίαζαν και μετά σταματούσαν να ασχολούνταν μαζί μου βαριεστημένα- και μετά ξανά το ίδιο, και ξανά, και ξανά.
Δεν υπάκουσα ούτε αυτούς, ούτε κανέναν τους. Ο ουρανός άλλαξε όντως χρώμα, έγινε ασπρόμαυρος σα παλιά φωτογραφία, μετά κατακόκκινος σα πληγή, μα δε το πίστευα, δε με ενδιέφερε.
Συνέχιζα απλά να χορεύω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου