Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Ημερωμένα Λόγια3

Πρέπει να βρεθεί παρέα. Ή κάτι. Γενικά. Επειγόντως. Προφανώς. Για να σταματήσουν τα αρχίδια μου να ξύνονται μόνα τους από τη βαρεμάρα. Τα χαρτιά τους διώξανε όλους. Προς το Κιάτο, έτσι τουλάχιστον νόμιζα στην αρχή. Σα γαμημένα αποδημητικά πουλιά ρε αδερφέ. Η μόνη παρέα προς το παρόν, φωνές από τον λιγοστό κόσμο στην κρεπερί, και μια μεγάλη οθόνη με παραπάνω-απ-ό,τι-πρέπει-χαμηλό-φωτισμό, που προβάλλει NOVA- μαντεύω ότι το έργο είναι με Alien. Και τον Predator. Ή όπως ακούστηκε από ένα τραπέζι παρακάτω, "Αυτός ρε, με τα ράστα". Καμία εναλλακτική, εξωγήινοι να αλληλοσφάζονται και θα τους παρακολουθώ μέχρι το όλο πράμα να γίνει αφόρητο και να την πουλέψω. Με τον Μορφέα έχω το αγάμητο, το ξέρω. Κάκιστος τύπος. Βάζω timeline 3 τσιγάρα ακόμα και off.

Χαιρετάω και έναν γνωστό "απ' τα τριγύρω", που είχα να μιλήσω χρόνια. Απ τη σέκτα των φουσκωτών, αλλά της λευκής πλευράς, των "παρεχόντων έμπνευση, ρόουλ μόντελς παιδικής ηλικίας", όχι των άλλων, της μαύρης, των διαβόλων, που μάθαμε να σεβόμαστε αναγκαστικά, με το φόβο, από πιτσιρικαρία ηλίκία. Καλή φάση. Στην οθόνη ποντίκια και σκοτάδια. Και νερά. DELVE τύπος δράσης. Αύριο; Είναι απλά αύριο, και αυτό είναι το πρόβλημα. 3 τσιγάρα είπα; Κάντο 1. Και μόλις έσβησε. Λε πουλέ.

Πριν φτάσω σπίτι, βλέπω φώτα στον κήπο-μέρος συγκέντρωσης των χωριατών και φίλων για τα καλοκαιρινά βράδια. Παίζουνε χαρτιά. Σταματάω να κάνω ένα τσιγάρο και ένας παλιός συμμαθητής και φίλος με πληροφορεί ότι δεν είναι στο Κιάτο, αλλά στη Νεράντζα, που χώνουνε λεφτά στα στρινγκ από τις ντάμες που τους χορεύουνε πρόστυχα πάνω σε πράσινα τραπέζια. Στο ίδιο χωριό είμεθα όλοι και δεν συναντιόμαστε, ρε, φώναξα από μέσα μου και έφυγα αποφασιστικά.

Ο καθείς με την έξη του. Παντού τριγύρω μου. Θέλω να πιω, ας μη κρύβομαι άλλο πίσω από το δάχτυλό μου. Γιατί όχι; Ο ένας τη πλάτη του άλλου θα χτυπάει σε κάτι χρόνια, με δυσκολία. Μερικοί δε, δε θα φτάσουν καν στα γηρατειά για να το κάνουν αυτό. Θέλω να πιω. Να ρουφήξω τον αέρα, έτσι όπως στέκομαι στο δρόμο, κάτω από τη λάμπα, με τέτοια δύναμη, που μπουκάλια ουίσκυ από τα τριγύρω σπίτια να ανοίξουν, το ποτό να ξεχυθεί στον αέρα, σα στρόβιλος, και να έρθει όλο μέσα μου. Να παραπατήσω, να χτυπήσω κανένα γόνατο ή να σπάσω κανένα μέρος δοντιού, όπως γίνεται συνήθως στα βουνά μετά από καταναλώσεις. Να νιώσω μια ζωντανή μαριονέτα που νιώθει το σπάγγο στα χέρια της, αλλά δε τη νοιάζει να τον κόψει, όσο αυτός τα οδηγεί σε μπουκάλια. Πιω πιω πιω πιω, το manta μου έφαγε τον εγκέφαλο και έτρεξα προς το σπίτι.
Σώπασε, Λεγεών. Σε εδιωξα μια φορά μακριά με τη φωνή μου. Παραπάει η δεύτερη.
Ή δωσμου διορία έναν μήνα ακόμα.
Αλήθεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: