Να σου πω, στέκομαι σα μαλάκας και αναρωτιέμαι, πού είναι εκείνη η απειροελάχιστα μεγάλη κουκίδα, που στέκεται σαν σημείο για να ενώσει την τσιμεντένια, γκρι κληρονομιά του δρόμου μαζί με το σκούρο μωβ του γαμημένου του ουρανού; Είμαι τυχερός που στραγγάλισα από νωρίς τον κουλτουριάρη μέσα μου- διότι το έδαφος, ο δρόμος, είναι πιο κοντά απ τον ουρανό και σίγουρα βαριέμαι περισσότερο από εσάς τις ποιητικές εξάρσεις αηδίας, εξύμνησης της απεραντοσύνης αυτού που μας αγκαλιάζει απο "απάνου". Πεντακόσια βήματα στην άσφαλτο, 600 χιλιόμετρα μέσα σε ένα μπρίκι με τέσσερεις ρόδες, η απαίσια αντανάκλαση των φωτών των πεζοδρομίων στο τζάμι και όλα μοιάζουν καλύτερα, μα πολύ καλύτερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά τότε κοιτάς το κόσμο μέσα από ένα άλλο πεδίο, ουτιδανότητας ίσως, και ο πολιτισμός τους (μας) μοιάζει με μια φωλιά από πυγολαμπίδες, που συσπειρώνονται, γαμιούνται μεταξύ τους βίαια, ξεσκίζοντας τα βρωμερά, μικροσκοπικά μουνιά τους και μετά αλληλοτρώγονται.
Αποχαυνωμένος, όχι από τον ηλεκτρισμό και τα εργαλεία του, αλλά από την απίστευτη (και απίστευτα ανούσια) προσπάθεια να βάλω ουσία σε μια ύπαρξη που ποτέ δε κατάλαβα, προσωπικά, γουστάρω να αγκαλιάζω την κληρονομιά που σου αφήνει ένα μονοπάτι ή ένας δρόμος- πατημασιές χρόνων, φτυσιές, σκατούλες. Σα να προβάλλεις την εικόνα των αδυναμιών σου στην άσφαλτο και να την περπατάς, να τη βαδίζεις σα να είσαι ένα με αυτες- αισθάνεσαι και πιο ανθρώπινος, αν το πάτε έτσι. Αλλά είναι αυστηρώς προσωπικό τριπάρισμα, και όχι συχνό. Απ τη στιγμή που σαν είδος αποφασίσαμε ότι ένα αστέρι είναι απλά ένα αστέρι και τίποτα παραπάνω, και το φεγγάρι ένα τρύπιο κέρμα στο ταβάνι του "εμείς", γίναμε τεμπέληδες. Περισσότερο της αλληλεπίδρασης με την κατανόηση του τι υπάρχει γύρω μας, παρά σωματικά ή πνευματικά.
Αλλά σαφώς, επειδή ανήκω στο ίδιο μαλακισμένο είδος με εσάς, αυτά τα γράφω με το σώβρακο, καθισμένος στην αναπαυτική καρέκλα μου, μπροστά απ την οθόνη ενός υπολογιστή που έχω χρόνια και δεν αγόρασα εγώ, σε ένα σπίτι που δε μπορώ να πληρώνω εγώ, σε μια ζωή που δε μπορώ να καταλάβω, με τσιγάρο, που είναι το τέλειο άλλοθι για "την χύμα" ή σκατά-intellectual-με-τρίχες-στη-μάπα αντιμετώπιση των πραγμάτων (μη κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας). Και σαφώς, δε το κόβω να περπατάω στη Φλώρινα μόνος, σύντομα- δέσμιος μιας επίσης ανούσιας καθημερινότητας, αλλά αυτό δεν είναι λάθος κανενός παρά μόνο δικό μου. Άρα αγνοείστε τις δήθεν λογοτεχνικές εξάρσεις και χαλάστε την ώρα σας, αν φυσικά το πάρετε απόφαση να χαλάσετε την ώρα σας διαβάζοντας το κείμενο, επικεντρωμένοι στο πόση ουσία έχει η δικιά σας ζωή.
Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008
Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2008
Αυτός που φοράει το δέρμα μου.
Μερικές φορές σκέφτομαι ότι ξεκίνησα το τσιγάρο για να έχω την ψευδο-πολυτέλεια να πληκτρολογώ ηλίθιες κωλο-ατάκες αντί εισαγωγής σε αμφιβόλου αισθητικής ιντερνετικές ψυχαναλύσεις: "Τσιγάρο στο χέρι και σκοτάδι στο δωμάτιο" κλπ, κουλουπου- πήρατε μια ιδέα.
Επίσης μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησα τις αλκοολικές καταχρήσεις για να δώσω χρώμα στο μαλακισμένα κάτασπρο καμβά της γκλάβας μου. Ή να φορέσω το ψευδομανδύα της εικονικής εμπειρίας ως αντίβαρο στην ά-πειρη (και απείρως ξερακιανή) καθημερινότητα μου ως τώρα.
Επιπροσθέτως, κατασκεύασα μια εξίσου εικονική ψευδο-tough guy αμφίεση, μυών και ξυρισμένης κούτρας, για να φέρω σε μια τάξη το χάσμα μεταξύ του τότε φοβισμένου 15αρη και του νυν σταρχιδιστή 20άρη, που κουβαλάει σα τον Άτλα στις πλάτες του μια τεράστια, στρογγυλή και υπερβαρη μαλακία φτιαγμένη από κόμπλεξ και λανθασμένα παραδείγματα.
Ίσως να μπορώ να κατηγορήσω τον μαλάκα που με φοράει σα δέρμα, ότι αρνείται πεισματικά να ενταχθεί κάπου, όχι ως αποτέλεσμα υγιούς μελέτης και επιλογής κοσμοθεωριών, μα φόβου για την αδυναμία του να υποστηρίξει ορθώς κάτι που ίσως πιστεύει.
Το "εν ολίγοις" βιάζει μια στρατιά από "επίσης", "συν το ότι", "να σημειώσω πως" και απαιτεί να εισακουστεί, μπρος στη σάλα των ανούσιων αυτοκριτικών (που εν τέλει δεν οδηγούν κάπου διότι γραμμένες χάνουν τη μισή τους ουσία): Είναι που δεν υπάρχει νόημα. Δε ξέρω τι, δε ξέρω πώς, γιατί και πότε. Αρχίδια πολιτισμούς κρύβει μια νιφάδα μέσα της- αυτή η αλλαγή δε με άγγιξε ποτέ, διοτί απλούστατα γεννήθηκα βλάχος και παχύδερμο. Κάθε νιφάδα είναι το ίδιο άδεια και σάπια, ανούσια και κενή.
Και φαντάζομαι ότι αν ανοίξει το μπαούλο, θα βγούνε κι άλλα.
Αλλά απόψε είναι μια απ τις ελάχιστες μέρες που αισθάνομαι ευλογημένος, καθώς νυστάζω από τις 2:30. Οπότε θα το χρησιμοποιήσω υπέρ μου, ξεγλιστρώντας μίζερα, σα το γυμνοσάλιαγκα, από μια ούτως ή άλλως άκυρη συνομιλία με αυτόν που φοράει το δέρμα μου.
Επίσης μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι ξεκίνησα τις αλκοολικές καταχρήσεις για να δώσω χρώμα στο μαλακισμένα κάτασπρο καμβά της γκλάβας μου. Ή να φορέσω το ψευδομανδύα της εικονικής εμπειρίας ως αντίβαρο στην ά-πειρη (και απείρως ξερακιανή) καθημερινότητα μου ως τώρα.
Επιπροσθέτως, κατασκεύασα μια εξίσου εικονική ψευδο-tough guy αμφίεση, μυών και ξυρισμένης κούτρας, για να φέρω σε μια τάξη το χάσμα μεταξύ του τότε φοβισμένου 15αρη και του νυν σταρχιδιστή 20άρη, που κουβαλάει σα τον Άτλα στις πλάτες του μια τεράστια, στρογγυλή και υπερβαρη μαλακία φτιαγμένη από κόμπλεξ και λανθασμένα παραδείγματα.
Ίσως να μπορώ να κατηγορήσω τον μαλάκα που με φοράει σα δέρμα, ότι αρνείται πεισματικά να ενταχθεί κάπου, όχι ως αποτέλεσμα υγιούς μελέτης και επιλογής κοσμοθεωριών, μα φόβου για την αδυναμία του να υποστηρίξει ορθώς κάτι που ίσως πιστεύει.
Το "εν ολίγοις" βιάζει μια στρατιά από "επίσης", "συν το ότι", "να σημειώσω πως" και απαιτεί να εισακουστεί, μπρος στη σάλα των ανούσιων αυτοκριτικών (που εν τέλει δεν οδηγούν κάπου διότι γραμμένες χάνουν τη μισή τους ουσία): Είναι που δεν υπάρχει νόημα. Δε ξέρω τι, δε ξέρω πώς, γιατί και πότε. Αρχίδια πολιτισμούς κρύβει μια νιφάδα μέσα της- αυτή η αλλαγή δε με άγγιξε ποτέ, διοτί απλούστατα γεννήθηκα βλάχος και παχύδερμο. Κάθε νιφάδα είναι το ίδιο άδεια και σάπια, ανούσια και κενή.
Και φαντάζομαι ότι αν ανοίξει το μπαούλο, θα βγούνε κι άλλα.
Αλλά απόψε είναι μια απ τις ελάχιστες μέρες που αισθάνομαι ευλογημένος, καθώς νυστάζω από τις 2:30. Οπότε θα το χρησιμοποιήσω υπέρ μου, ξεγλιστρώντας μίζερα, σα το γυμνοσάλιαγκα, από μια ούτως ή άλλως άκυρη συνομιλία με αυτόν που φοράει το δέρμα μου.
Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2008
Όνειρο&
Ένα τεράστιο λιμάνι με ερείπια. Σαπισμένα ξύλα, μπάζα, στάχτη, σκατά στο έδαφος και να επιπλέουν και στο νερό. Ένας πολεοδομιακός λαβύρινθος, μια πόλη μετά από μια μεγάλη καταστροφή- προφανώς πλημμύρα. Γκρεμισμένα σπίτια τοποθετημένα το ένα δίπλα απ το άλλο και διαγώνια- χανόσουν και μόνο στη σκέψη ότι θα περπατήσεις ανάμεσά τους. Στον ορίζοντα φαίνονταν και κάποιες τεράστιες πολυκατοικίες, που λες ότι αν τις άγγιζες, θα γίνονταν σκόνη- παρ'ολ'αυτά, έβγαζαν κάτι αυτοκρατορικό, ξεπεσμένα μεγαλεία-style. Άνθρωποι παντού έξω, παρέα με τα συντρίμια, να ανάβουν φωτιές στα βαρέλια και να χορεύουν τριγύρω με κουρέλια ή γυμνοί. Ανάθεμά με αν ήξερα κανέναν- ήμουν ξένος σε γη ξένων, που λένε. Περπατούσα απλά στο λιμάνι και προσπαθούσα να παρατηρήσω οτιδήποτε στον ορίζοντα. Το μόνο που υπήρχε, ήταν τρία τεράστια πλοία, να αχνοφαίνονται στο κέντρο της θάλασσας- η οποία έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. Αυτά τα πλοία έστεκαν ακίνητα και σάπιζαν σιγά σιγά- σα να τους φεύγουν οι τόνοι σίδερο σιγά σιγά, λες και τα τσιγάριζες, σα κάποιο ερπετό να αλλάζει δέρμα. Καθόμουν και παρατηρούσα τους ανθρώπους, μετά το τοπίο, μετά τα πλοία. Ο χρόνος είχε εξαφανιστεί, οι άνθρωποι έμοιαζαν να μην απασχολούνται απ το τίποτα, τα πλοία σάπιζαν, η πόλη έμοιαζε να καταρρέει αργά και βασανιστικά, θύμιζε άνθρωπο που τον πυροβόλησαν και ξεψυχάει κάθε δεύτερο και πιο πολύ. Σίγουρα είχε προηγηθεί τεράστια καταστροφή, δε ξέρω αν υπήρχε πλέον "πολιτισμός" ή όχι, αλλά κατάλαβα ότι δε θα έκανα τίποτε άλλο από εκεί και πέρα, ποτέ, παρά να κοιτάω τη θάλασσα να αγριεύει, τους ανθρώπους να χορεύουν στα σκουπίδια, τον καιρό να φτιάχνει ή να χαλάει, τα πλοία να σαπίζουν.
Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2008
Great Moloch with the skin of Saturn
Great Moloch returns disguised as a saint
a modern civilian with the eyes of a blindman
suit as a memory of past mistakes
your offsprings aroused and consumed by euphoria
An underage vision of future
should always start and conclude like this:
"Venom in the rivers, fires in the sky,
so strangle me, love, and kiss me goodbye"
Entrails in pockets, to secure we're alright
Keeping what's precious, close to our crotch
and material as reason in front of our doorsteps
The hooves of a beast, that slices the night
(the same beast you nurtured
and blessed with the spits of the dead
Great Moloch as a belly of something mundane
and far, far greater than the sky)
This something that used to be ourselves
before we decided to unite our will to fail
Great Moloch devours every newborn in line
and you still pray for the skin of Saturn
so you can devour them yourself
a modern civilian with the eyes of a blindman
suit as a memory of past mistakes
your offsprings aroused and consumed by euphoria
An underage vision of future
should always start and conclude like this:
"Venom in the rivers, fires in the sky,
so strangle me, love, and kiss me goodbye"
Entrails in pockets, to secure we're alright
Keeping what's precious, close to our crotch
and material as reason in front of our doorsteps
The hooves of a beast, that slices the night
(the same beast you nurtured
and blessed with the spits of the dead
Great Moloch as a belly of something mundane
and far, far greater than the sky)
This something that used to be ourselves
before we decided to unite our will to fail
Great Moloch devours every newborn in line
and you still pray for the skin of Saturn
so you can devour them yourself
Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2008
Μπλακσαντ
Απ τα πλέον εντυπωσιακά comics που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, ο Blacksad των Juan Diaz Canales και Juanjo Guarnido αποτελεί επιβεβλημένο διάβασμα για τους φίλους των ποιοτικών δειγμάτων 9ης Τέχνης. Noir ατμόσφαιρα, ρεαλιστικό, στακάτο γράψιμο (ασχέτως την ζωόμορφη απεικόνιση των χαρακτήρων) και εξαίσιο σχέδιο, τι άλλο να ζητήσει κανείς;
... ίσως τη μταφορά του σε ταινία;
Συζητιέται λέει κάτι παρόμοιο με μεγάλο budget απ τους παραωγούς του Transporter και The Incredible Hulk (ωχ) για το 2009. Είδομεν.
Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008
Γαμιώντας αφηρημένα
Καθόμουνα και σκεφτόμουνα μια μέρα, ρε πούστη, τελικά η πουτάνα η πολεοδομία αναπτύχθηκε τόσο πολύ, εξαιτίας του γνωστού, παγκοσμίου προβλήματος που ακούει στο όνομα "γυναίκα".
Τρόπος του λέγειν, το πρόβλημα, δε γουστάρω να μου επιτεθεί ο σύλλογος γυναικών Φλώρινας "Οι Ακτύπητες" καθώς θα πηγαίνω να πάρω τσιγάρα στο πεζόδρομο- καλές είναι οι γυναίκες.
Αλλά σοβαρά τώρα. Αν σκεφτούμε το πώς αντιμετώπιζαν παλαιότερα τα μπουρδέλα, δε μας προκαλεί μεγάλη έκπληξη η παραπάνω διαπίστωση. "Τρόπος για να συνομιλήσεις με τους θεούς" λέγανε. Και να σου τιμές στη πουτάνα, την διάμεσο. Οπότε, ας έχουμε πιο εύκολη πρόσβαση στα μουρδέλα. Αργότερα τα δεδομένα βέβαια άλλαξαν (όπως κι εμείς), αλλά το roller coaster είχε ξεκινήσει.
Και να που έχουμε έναν ξεβράκωτο Τιτάνα τίγκα στο τσιμέντο και τα σκατά με πίσσα, πάνω απ τα κεφάλια μας- τελευταία φορά δε, τον είδα κομματάκι χλωμό. Άκουσα αργότερα ότι είναι βαριά άρρωστος. Να εύχεστε, κουφάλες, να μην ξεψυχήσει, ή έστω λιποθυμήσει. Διότι στο κεφάλι το δικό μας θα πέσει. Και τι να την κάνω τη διάμεσο μετά; Θα τους συναντήσω τους θεούς μου μόνος μου και από κοντά.
Γαμάει. Η Πάτρα είναι τόσο απελπιστικά κενή και ανούσια, που όπως έλεγα και πριν, αναγκαστικά στρίβεις το μυαλό σου, το ξεζουμίζεις για να βγάλεις έστω και τρεις σταγόνες από... κάτι. Από υποτιθέμενη ουσία, έστω. Και δε γαμιέται; Τι άλλο να κάνεις, μόνος στο σπίτι, με ένα πακέτο καρκίνο και μπουκάλια από "Βελούχι" (ναι, γκρίζα διαφήμιση, περιμένω τα φράγκα ταχυδρομικώς απ' τον Άρη των ατάκτων αυτοπροσώπως)
Α, και για να μη ξεχνιόμαστε. Πάνω είναι η παλαιολιθική "Αφροδίτη του Βίλεντορφ", πρότυπο ομορφιάς για τότε. Νο πρόμπλεμ, βίτσια και αντανακλάσεις κοινωνιάς- νο πρόμπλεμ. Αλλά για να ισορροπεί λίγο η κουλτούρα, αντιπροτείνω:
Kinzie Kenner, post-industrial εποχή, η Αφροδίτη του κανα-πέους
(Μα ναι, είμαι σεξιστής λοιπόν- ό,τι καλύτερο για να κοροϊδεύεις ψευτοαριστερούς)
Σκέψεις πάνω στο ψευδο-πεδίο/περιβάλλον
Κάθε ταξίδι οποιασδήποτε υφής και αν επιλέγω να πραγματοποιήσω, συρρικνώνεται άνετα σε 3 βασικούς παράγοντες: Το τι μουσική κουβαλάω μαζί μου, το πόσες και πόσο ωραίες γκόμενες υπάρχουν στον γύρω χώρο, και το πώς ξεδιπλώνεται το ίδιο το γύρω περιβάλλον κάθε φορά. Σαφώς και μπορούμε να πιάσουμε κουβέντα με τις ώρες για καθένα απ αυτά τα τρία συστατικά- ας επικεντρωθούμε όμως στο τελευταίο. Παρατηρώ ότι με τα χρόνια έχω σταματήσει να σκανάρω τον χώρο συνολικά- ασχέτως με το τι κρίνεται σωστό ή υποτίθεται ότι θα έπρεπε να είχα "κατακτήσει" μετά από κάποια χρόνια ενασχόλησης με την απατεωνιά της τέχνης. Τι εννοώ λοιπόν.
Ζούμε σε μια σούπα. Σε μια κομπόστα. Μέχρι εδώ όλα καλά; Ομαδοποιημένοι με την χειρότερη έννοια του όρου, το μυαλό μας έχει συνηθίσει να υπεραναλύει μεν τα πάντα, αλλά με τον διεφθαρμένο τρόπο του επιχειρηματία-κομπιναδόρου πχ, ο οποίος μετατρέπει το εργατικό του δυναμικό σε μάζα, πατσά, πιάτο από μακαρόνια, και για αυτόν η κάθε έμβια μονάδα είναι σύμβολα από μελάνι σε χαρτιά. Έχουμε, με άλλα λόγια, γίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τεμπέληδες της εισροής ερεθισμάτων, τεμπέληδες πολυτελείας, μιας και, αναγκασμένοι να αποζητήσουμε την προσωπική βούληση ή ελευθερία επιλογής συμπερασμάτων (σαν φυσική αντίδραση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου απέναντι στην κομπόστα που προαναφέραμε), ομαδοποιούμε πράγματα και καταστάσεις και υπεραναλύουμε άχρηστες λεπτομέρειες ψάχνοντας καταφύγιο στην ψευδο-σιγουριά της επαλήθευσης μιας σάπιας καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό μας φέρεται σχεδόν ύπουλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτό που αποκαλούμε "απλές απολαύσεις" για την ομαλή αλληλεπίδραση με το τσιμέντο και τις γρήγορες εξυπηρετήσεις, στρεφόμαστε λοιπόν προς αυτές- μα, με ακόμα μια δόση ψευδοσιγουριάς ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας κατέχει αυτομάτως το μυστικό για την "επιστροφή στις ρίζες".
Η φύση μας είναι τέτοια, που σχεδόν από ενοχή, γινόμαστε μέρος ομάδων, σκεπτόμενοι το ότι το να πολεμάς ουτοπικά για κάτι είναι καλύτερο απ το να αναγνωρίζεις ότι η φύση του ουτοπικού είναι απ την βάση της μη καρποφόρα για την έννοια της "μάχης". Καταλήγουμε να ταμπελοποιήσουμε (εννοιολογικά) το περιβάλλον γύρω μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας προσωποποιώντας το σε θεότητες. Μια ανθρώπινη ανάγκη κατανοητή και ίσως λειτουργική, απ τη στιγμή που δοξάζοντας το πρόσωπο/θεό, σέβονταν περισσότερο το περιβάλλον απ' ότι το να κυνηγάνε το θείο στα συννεφάκια- όχι βέβαια ότι αυτή είναι και η κάποια λύση, αν υπάρχει, του προβλήματος.
Απ τη στιγμή που γίνει η ταμπελοποίηση, περνάμε σε ένα άλλο πεδίο αντίληψης, αναγκαστικά. Το περιβάλλον είναι μεν ένας οργανισμός, αλλά πλαστικός, στατικός, είναι "Το Περιβάλλον" και εμείς απλά επιπλέουμε τριγύρω του, περήφανοι που καταφέραμε να το προσεγγίσουμε έστω και με τα χίλια ζόρια. Ο Καλιγούλας μέσα μας φωνάζει, "Σκίστο. Ρήμαξέ το, βίασε το, έτσι θα το αγαπήσεις πραγματικά"- μια βάση κυνική μα με μια δόση αλήθειας, όταν είναι απογυμνωμένη από λοιπούς παράγοντες κερδοσκοπίας και όταν την κρατάμε στο θεωρητικό, προσωπικό επίπεδο. Διότι αν η Φύση όπως λεν είναι η Μάνα μας, το νεαρό λυκόπουλο θα τη δαγκάσει, θα τη γαμήσει, θα τη ματώσει, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ αυτό- γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει λόγο της φύσης του.
Οπότε, στο επίπεδο της αντίληψης που έχουμε μείνει, είμαστε σε δυο διαφορετικές εκτάσεις πραγματικότητας. Τα μάτια μας μέσα στο τρένο, στο λεοφορείο, στο αεροπλάνο, τα μάτια μας μέσα στο κεφάλι μας, και τα μάτια μας μέσα στο πεδίο του γύρου περιβάλλοντος. Αν πάμε σε καθαρά τεχνικούς όρους, και σύμφωνα με τη φύση τη δικιά μας, Φύση είναι ό,τι μας περικυκλώνει σε συσχετισμό με τις πράξεις μας- άρα οι τσιμεντοτιτάνες του σήμερα είναι η Φύση που αντιστοιχεί στο μαλακισμένο μας είδος. Ακόμα κι εκεί λοιπόν, στο απόλυτο γκρίζο, ή στην ακριβώς απέναντι όχθη, το απόλυτο πράσινο, η ουσία βρίσκεται στις γωνίες. Στις γωνίες, στην κουφάλα, στο σοκάκι, στο ξεραμένο κτήμα με την σκουριασμένη πόρτα, στη σπιταρώνα ανάμεσα στα δυο τεράστια πεύκα, στη καλύβα από ξύλο κάτω απ το γεφύρι που περνάνε κάθε πρωί οι αστοί με τους τετρακίνητους διαβόλους για να χτυπήσουν κάρτα.
Είναι το παζλ της κατανόησής μας για το γύρω χώρο. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταλήγω να εντοπίζω ασυνείδητα τα μικρότερα κομμάτια αυτού, να τα απομονώνω και να τα καθαγιάζω απ την πλάνη της πλαστικής οικουμενικότητας της όρασης. Δεν μιλάω δήθεν αντικειμενικά- και αλίμονο σε όποιον βιαστεί να αρθρώσει την λέξη "ψευτοκουλτούρα", αρχίδια στο στόμα του πριν προλάβει να τελειώσει. Πόσες φορές όμως δεν έχετε νιώσει την ανάγκη να μπείτε σε εκείνο το σπιτάκι, στο βάθος του τρίτου στενού δίπλα απ τις παλιές γραμμές του ΟΣΕ; Ή να περπατήσετε δίπλα απ το ποτάμι, για να βρεθείτε στο μικροσκοπικό (και ίσως ανούσιο για τα γούστα μας) ξέφωτο του οποίου το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το λίγο φως ηλίου που αντανακλάται πάνω στις χεσμένες πέτρες; (διότι ναι, δεν έχετε βρει μόνο εσείς το ξέφωτο αυτό, ας είμαστε ρεαλιστές). Και ακόμα σπουδαιότερα, πόσες φορές έχετε αισθανθεί την ανάγκη να είσασταν μια ανθρώπινη φωτογραφική μηχανή; Να μην αγγίξετε καν δηλαδή αυτούς τους μικρούς, άγιους χώρους, μα να μπορούσατε να τους κρατήσετε αθάνατους μέσα σας, όχι σαν κάδρο στον τοίχο των faux προσωπικών σας αναζητήσεων (ο Ταρζάν εκπολιτίστηκε, χωνέψτε το), αλλά σαν ερέθισμα, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές δημιουργικές διεργασίες και θα κρατήσει έστω και για λίγες ώρες μακριά, τον ιό που λέγεται καθημερινή τριβή σε οτιδήποτε. Γι'αυτά μιλάω. Μικρά, απλά και αυτονόητα από όλους- και με τόση σημασία όμως για τον καθένα μας.
Ζούμε σε μια σούπα. Σε μια κομπόστα. Μέχρι εδώ όλα καλά; Ομαδοποιημένοι με την χειρότερη έννοια του όρου, το μυαλό μας έχει συνηθίσει να υπεραναλύει μεν τα πάντα, αλλά με τον διεφθαρμένο τρόπο του επιχειρηματία-κομπιναδόρου πχ, ο οποίος μετατρέπει το εργατικό του δυναμικό σε μάζα, πατσά, πιάτο από μακαρόνια, και για αυτόν η κάθε έμβια μονάδα είναι σύμβολα από μελάνι σε χαρτιά. Έχουμε, με άλλα λόγια, γίνει, συνειδητά ή ασυνείδητα, τεμπέληδες της εισροής ερεθισμάτων, τεμπέληδες πολυτελείας, μιας και, αναγκασμένοι να αποζητήσουμε την προσωπική βούληση ή ελευθερία επιλογής συμπερασμάτων (σαν φυσική αντίδραση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου απέναντι στην κομπόστα που προαναφέραμε), ομαδοποιούμε πράγματα και καταστάσεις και υπεραναλύουμε άχρηστες λεπτομέρειες ψάχνοντας καταφύγιο στην ψευδο-σιγουριά της επαλήθευσης μιας σάπιας καθημερινότητας. Ταυτόχρονα, το ανθρώπινο μυαλό μας φέρεται σχεδόν ύπουλα. Γνωρίζουμε ότι έχουμε αποξενωθεί από αυτό που αποκαλούμε "απλές απολαύσεις" για την ομαλή αλληλεπίδραση με το τσιμέντο και τις γρήγορες εξυπηρετήσεις, στρεφόμαστε λοιπόν προς αυτές- μα, με ακόμα μια δόση ψευδοσιγουριάς ότι η ίδια η ανθρώπινη φύση μας κατέχει αυτομάτως το μυστικό για την "επιστροφή στις ρίζες".
Η φύση μας είναι τέτοια, που σχεδόν από ενοχή, γινόμαστε μέρος ομάδων, σκεπτόμενοι το ότι το να πολεμάς ουτοπικά για κάτι είναι καλύτερο απ το να αναγνωρίζεις ότι η φύση του ουτοπικού είναι απ την βάση της μη καρποφόρα για την έννοια της "μάχης". Καταλήγουμε να ταμπελοποιήσουμε (εννοιολογικά) το περιβάλλον γύρω μας, όπως έκαναν και οι πρόγονοί μας προσωποποιώντας το σε θεότητες. Μια ανθρώπινη ανάγκη κατανοητή και ίσως λειτουργική, απ τη στιγμή που δοξάζοντας το πρόσωπο/θεό, σέβονταν περισσότερο το περιβάλλον απ' ότι το να κυνηγάνε το θείο στα συννεφάκια- όχι βέβαια ότι αυτή είναι και η κάποια λύση, αν υπάρχει, του προβλήματος.
Απ τη στιγμή που γίνει η ταμπελοποίηση, περνάμε σε ένα άλλο πεδίο αντίληψης, αναγκαστικά. Το περιβάλλον είναι μεν ένας οργανισμός, αλλά πλαστικός, στατικός, είναι "Το Περιβάλλον" και εμείς απλά επιπλέουμε τριγύρω του, περήφανοι που καταφέραμε να το προσεγγίσουμε έστω και με τα χίλια ζόρια. Ο Καλιγούλας μέσα μας φωνάζει, "Σκίστο. Ρήμαξέ το, βίασε το, έτσι θα το αγαπήσεις πραγματικά"- μια βάση κυνική μα με μια δόση αλήθειας, όταν είναι απογυμνωμένη από λοιπούς παράγοντες κερδοσκοπίας και όταν την κρατάμε στο θεωρητικό, προσωπικό επίπεδο. Διότι αν η Φύση όπως λεν είναι η Μάνα μας, το νεαρό λυκόπουλο θα τη δαγκάσει, θα τη γαμήσει, θα τη ματώσει, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή απ αυτό- γιατί έτσι ξέρει να αγαπάει λόγο της φύσης του.
Οπότε, στο επίπεδο της αντίληψης που έχουμε μείνει, είμαστε σε δυο διαφορετικές εκτάσεις πραγματικότητας. Τα μάτια μας μέσα στο τρένο, στο λεοφορείο, στο αεροπλάνο, τα μάτια μας μέσα στο κεφάλι μας, και τα μάτια μας μέσα στο πεδίο του γύρου περιβάλλοντος. Αν πάμε σε καθαρά τεχνικούς όρους, και σύμφωνα με τη φύση τη δικιά μας, Φύση είναι ό,τι μας περικυκλώνει σε συσχετισμό με τις πράξεις μας- άρα οι τσιμεντοτιτάνες του σήμερα είναι η Φύση που αντιστοιχεί στο μαλακισμένο μας είδος. Ακόμα κι εκεί λοιπόν, στο απόλυτο γκρίζο, ή στην ακριβώς απέναντι όχθη, το απόλυτο πράσινο, η ουσία βρίσκεται στις γωνίες. Στις γωνίες, στην κουφάλα, στο σοκάκι, στο ξεραμένο κτήμα με την σκουριασμένη πόρτα, στη σπιταρώνα ανάμεσα στα δυο τεράστια πεύκα, στη καλύβα από ξύλο κάτω απ το γεφύρι που περνάνε κάθε πρωί οι αστοί με τους τετρακίνητους διαβόλους για να χτυπήσουν κάρτα.
Είναι το παζλ της κατανόησής μας για το γύρω χώρο. Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, καταλήγω να εντοπίζω ασυνείδητα τα μικρότερα κομμάτια αυτού, να τα απομονώνω και να τα καθαγιάζω απ την πλάνη της πλαστικής οικουμενικότητας της όρασης. Δεν μιλάω δήθεν αντικειμενικά- και αλίμονο σε όποιον βιαστεί να αρθρώσει την λέξη "ψευτοκουλτούρα", αρχίδια στο στόμα του πριν προλάβει να τελειώσει. Πόσες φορές όμως δεν έχετε νιώσει την ανάγκη να μπείτε σε εκείνο το σπιτάκι, στο βάθος του τρίτου στενού δίπλα απ τις παλιές γραμμές του ΟΣΕ; Ή να περπατήσετε δίπλα απ το ποτάμι, για να βρεθείτε στο μικροσκοπικό (και ίσως ανούσιο για τα γούστα μας) ξέφωτο του οποίου το μόνο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι το λίγο φως ηλίου που αντανακλάται πάνω στις χεσμένες πέτρες; (διότι ναι, δεν έχετε βρει μόνο εσείς το ξέφωτο αυτό, ας είμαστε ρεαλιστές). Και ακόμα σπουδαιότερα, πόσες φορές έχετε αισθανθεί την ανάγκη να είσασταν μια ανθρώπινη φωτογραφική μηχανή; Να μην αγγίξετε καν δηλαδή αυτούς τους μικρούς, άγιους χώρους, μα να μπορούσατε να τους κρατήσετε αθάνατους μέσα σας, όχι σαν κάδρο στον τοίχο των faux προσωπικών σας αναζητήσεων (ο Ταρζάν εκπολιτίστηκε, χωνέψτε το), αλλά σαν ερέθισμα, μια σπίθα που θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές δημιουργικές διεργασίες και θα κρατήσει έστω και για λίγες ώρες μακριά, τον ιό που λέγεται καθημερινή τριβή σε οτιδήποτε. Γι'αυτά μιλάω. Μικρά, απλά και αυτονόητα από όλους- και με τόση σημασία όμως για τον καθένα μας.
Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2008
Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2008
Αντρας σε κύβο και μπαμπού
[Τοπίο: Ένας μεγάλος κύβος. Πάνω του έχει ζωγραφισμένα πολλά μάτια, και ένα μπαμπού τοποθετημένο στο κέντρο του. Γύρω γύρω, κουρτίνες μαύρες, ώστε να μη φαίνεται τίποτα από αριστερά, δεξιά, μέσα, έξω.
Ένας άντρας μπαίνει απ τα αριστερά. Είναι γυμνός και λεπτός]
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα γεννήθηκα. Και μη βιαστείτε να με κατακρίνετε- δε σας λέω κάτι ιδιαίτερο. Τι πιο απλό από μια γέννα; Σήμερα γεννήθηκα- ή έτσι πίστευα. Να σας πω, έχω μπερδευτεί. Πραγματικά όμως. Έχω γεννηθεί; Μέχρι πριν πέντε λεπτά να με ρωτάγατε, θα έγνεφα καταφατικά μεμιάς. Τώρα απλά δε ξέρω. Νιώθω εγώ. Αλλά αυτό φτιάχτηκε πριν ή μετά;
Αγαπημένοι μου, ανύπαρκτοι και αόρατοι ακροατές, σας βεβαιώνω- δεν υπάρχετε εδώ μέσα. Ξέρετε όμως τι βλέπετε. Ή όχι; Εγώ υπάρχω εδώ, και δε ξέρω τι να νιώσω απ αυτό που βλέπω. Πώς, γιατί, πότε. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο σαν οντότητα για μενα. Διότι εσείς έχετε βάλει σε μια τάξη τα υπαρξιακά σας- και μιλώ για απλά πράγματα, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι. Γεννηθήκατε τότε. Ζείτε τώρα. Αλλά αν σας ρώταγα εγώ τι έκανα απ τα δύο, θα μου λέγατε;
Σαφώς, αν στηρίζασταν στο ότι έχω σάρκα και οστά- μα, έχω; Το βλέπετε αλλά δεν είστε εδώ. Εγώ σας βλέπω μα είμαι. Το μόνο που μου ανήκει είναι ο χώρος. Και αυτό το κωλόδεντρο.
(Κατουράει το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι και να λένε, τίποτα δεν είναι τελειότερο από την συνειδητοποίηση ότι πιάνεις τον εαυτό σου. Μακάρι να χανε την ίδια άποψη και τα σκουλήκια και να μην πιάνανε τα δικά μας σώματα. Διότι εκεί καταλήγουν όλοι, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι.
(Πιάνει το μπαμπού και το μυρίζει και το χαϊδεύει στο πρόσωπό του)
ΑΝΤΡΑΣ: Ασήμαντο πράμα. Μα τόσο ουσιώδες.
(Κάθεται στο κύβο)
ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί καταλήγουν. Θα μου πείτε, πώς το ξέρεις χωρίς να χεις γεννηθεί, όπως λες; Μα γι'αυτό και έχω μπερδευτεί. Διότι αυτό εδώ δεν είναι η ζωή μου. Ούτε η δική σας, για σας δεν υπάρχει. Βλέπετε έναν καθρέφτη απ τη μεριά του ειδώλου, αγαπημένοι μου ανύπαρκτοι κύριοι, ανύπαρκτες κυρίες. Περιμένω εδώ και ώρες, μέρες, χρόνια. Να ξερα μόνο- τι θα γίνει; Θα βρεθώ σαν έμβρυο, σε μια αγκαλία που θα γνωρίσω ΚΑΠΟΤΕ; Θα περιμένω να σκοτεινιάσουν όλα και απλά να χαϊδεύω το μπαμπού μου; Δε θυμάμαι καν. Έχω βρεθεί ποτέ σε αγκαλιά; Είμαι στο κέντρο, και δε ξέρω τι να κοιτάξω και προς τα πού. Θα μπορώ να χαϊδεύω το μπαμπού μου αν σκοτεινιάσουν όλα; Το ότι αισθάνομαι τα χάδια, σημαίνει ότι έχω τις αισθήσεις που θα χρησιμοποιώ για μια ζωή, ΚΑΠΟΤΕ; Ή ότι είναι ό,τι απέμεινε;
(σηκώνεται και ξαπλώνει στο πάτωμα με το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν υπάρχετε εδώ. Βλέπετε ό,τι σκέφτεστε. Μπορείτε να σηκωθείτε και να με αγγίξετε. Θα με νιώσετε. Μπορείτε να σκίσετε τις κουρτίνες πίσω μου. Να διαλύσετε το κύβο μου, να πάρετε μακριά το μπαμπού μου, να με σηκώσετε και να με ντύσετε. Αλλά ποιός θα μου πει, έχω γεννηθεί ήδη; Ή περιμένω το τελευταίο σκουλήκι να απενεργοποιήσει τον εγκέφαλό μου;
(κουλουριάζεται και παραμένει έτσι μέχρι το κοινό να φύγει ή να αντιδράσει- επικροτείται το να μπει το κοινό μέσα στο χώρο-δωμάτιο και να αλληλεπιδράσει όπως επιθυμεί με τα στοιχεία του έργου. Ο άντρας πρέπει να παραμείνει ακίνητος και με κλειστά μάτια- να αναπνέει κοφτά, ελεγχόμενα, "κυκλικά" (ανάσα συγκεκριμένης και πανομοιότυπης ισχύς). Το έργο συνεχίζεται και αφού φύγουν όλοι (ή μείνουν ελάχιστοι)- ο ηθοποιός έχει χρέος να μείνει έτσι μέχρι να κοιμηθεί)
Ένας άντρας μπαίνει απ τα αριστερά. Είναι γυμνός και λεπτός]
ΑΝΤΡΑΣ: Σήμερα γεννήθηκα. Και μη βιαστείτε να με κατακρίνετε- δε σας λέω κάτι ιδιαίτερο. Τι πιο απλό από μια γέννα; Σήμερα γεννήθηκα- ή έτσι πίστευα. Να σας πω, έχω μπερδευτεί. Πραγματικά όμως. Έχω γεννηθεί; Μέχρι πριν πέντε λεπτά να με ρωτάγατε, θα έγνεφα καταφατικά μεμιάς. Τώρα απλά δε ξέρω. Νιώθω εγώ. Αλλά αυτό φτιάχτηκε πριν ή μετά;
Αγαπημένοι μου, ανύπαρκτοι και αόρατοι ακροατές, σας βεβαιώνω- δεν υπάρχετε εδώ μέσα. Ξέρετε όμως τι βλέπετε. Ή όχι; Εγώ υπάρχω εδώ, και δε ξέρω τι να νιώσω απ αυτό που βλέπω. Πώς, γιατί, πότε. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο σαν οντότητα για μενα. Διότι εσείς έχετε βάλει σε μια τάξη τα υπαρξιακά σας- και μιλώ για απλά πράγματα, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι. Γεννηθήκατε τότε. Ζείτε τώρα. Αλλά αν σας ρώταγα εγώ τι έκανα απ τα δύο, θα μου λέγατε;
Σαφώς, αν στηρίζασταν στο ότι έχω σάρκα και οστά- μα, έχω; Το βλέπετε αλλά δεν είστε εδώ. Εγώ σας βλέπω μα είμαι. Το μόνο που μου ανήκει είναι ο χώρος. Και αυτό το κωλόδεντρο.
(Κατουράει το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Ό,τι και να λένε, τίποτα δεν είναι τελειότερο από την συνειδητοποίηση ότι πιάνεις τον εαυτό σου. Μακάρι να χανε την ίδια άποψη και τα σκουλήκια και να μην πιάνανε τα δικά μας σώματα. Διότι εκεί καταλήγουν όλοι, ανύπαρκτες κυρίες και κύριοι.
(Πιάνει το μπαμπού και το μυρίζει και το χαϊδεύει στο πρόσωπό του)
ΑΝΤΡΑΣ: Ασήμαντο πράμα. Μα τόσο ουσιώδες.
(Κάθεται στο κύβο)
ΑΝΤΡΑΣ: Εκεί καταλήγουν. Θα μου πείτε, πώς το ξέρεις χωρίς να χεις γεννηθεί, όπως λες; Μα γι'αυτό και έχω μπερδευτεί. Διότι αυτό εδώ δεν είναι η ζωή μου. Ούτε η δική σας, για σας δεν υπάρχει. Βλέπετε έναν καθρέφτη απ τη μεριά του ειδώλου, αγαπημένοι μου ανύπαρκτοι κύριοι, ανύπαρκτες κυρίες. Περιμένω εδώ και ώρες, μέρες, χρόνια. Να ξερα μόνο- τι θα γίνει; Θα βρεθώ σαν έμβρυο, σε μια αγκαλία που θα γνωρίσω ΚΑΠΟΤΕ; Θα περιμένω να σκοτεινιάσουν όλα και απλά να χαϊδεύω το μπαμπού μου; Δε θυμάμαι καν. Έχω βρεθεί ποτέ σε αγκαλιά; Είμαι στο κέντρο, και δε ξέρω τι να κοιτάξω και προς τα πού. Θα μπορώ να χαϊδεύω το μπαμπού μου αν σκοτεινιάσουν όλα; Το ότι αισθάνομαι τα χάδια, σημαίνει ότι έχω τις αισθήσεις που θα χρησιμοποιώ για μια ζωή, ΚΑΠΟΤΕ; Ή ότι είναι ό,τι απέμεινε;
(σηκώνεται και ξαπλώνει στο πάτωμα με το μπαμπού)
ΑΝΤΡΑΣ: Δεν υπάρχετε εδώ. Βλέπετε ό,τι σκέφτεστε. Μπορείτε να σηκωθείτε και να με αγγίξετε. Θα με νιώσετε. Μπορείτε να σκίσετε τις κουρτίνες πίσω μου. Να διαλύσετε το κύβο μου, να πάρετε μακριά το μπαμπού μου, να με σηκώσετε και να με ντύσετε. Αλλά ποιός θα μου πει, έχω γεννηθεί ήδη; Ή περιμένω το τελευταίο σκουλήκι να απενεργοποιήσει τον εγκέφαλό μου;
(κουλουριάζεται και παραμένει έτσι μέχρι το κοινό να φύγει ή να αντιδράσει- επικροτείται το να μπει το κοινό μέσα στο χώρο-δωμάτιο και να αλληλεπιδράσει όπως επιθυμεί με τα στοιχεία του έργου. Ο άντρας πρέπει να παραμείνει ακίνητος και με κλειστά μάτια- να αναπνέει κοφτά, ελεγχόμενα, "κυκλικά" (ανάσα συγκεκριμένης και πανομοιότυπης ισχύς). Το έργο συνεχίζεται και αφού φύγουν όλοι (ή μείνουν ελάχιστοι)- ο ηθοποιός έχει χρέος να μείνει έτσι μέχρι να κοιμηθεί)
Maharaja
The distance that flows beneath the "act as one" and "pretend the feeling" is as vast as the last choice of the prisoner before the electric chair: A last cigar, a last night with a woman?
We give flesh, breath and blood to our lament, only to dive inside the artificial ocean someone's actions built around the borders of our being. To breathe, sing and drink- the need to breathe (that is the wine) came before the bee hive, or the temple (that is the bee hive) before the wine?
What am I longing for, is my umbilical chord to be one with the lion in the distant coriddors of my echoes. One day as a canine. One day more- to caress the Colossus. To scratch my surface- deep within the pseudo truce between words and time. Find shit. Find gold.
Μακάρι να έκαιγα για πάντα. Σα σειρές απο τσιγάρα σε κάποιο ξεχασμένο τασάκι. Να με ανέπνεαν, όπως θα θελα να αναπνέω κι εγώ αυτούς. Να γένναγα αρρώστιες, να έχεζα εκεί που έτρωγα, μόνο και μόνο για να μάθω να εκτιμώ αυτό που γαμάω με τα ίδια μου τα χέρια.
A line of termites. To breathe life in my offsprings. To caress an existence hidden behind the river which I crave. (the same river I'll never find_)
A line of termites. To form circles behind circles and dance like a yezidi around their autumn pride. (a pride which is mine too, but I don't know it yet)
Everything built upon tar. I constructed my shipwrecks with the corpses of "need", "use" and "consume" and now I play the captain, at the top of my mountain of flesh, flesh disguised as rotten wood.
As long as they sing, eat the honey of their ancestors and breathe as one, I'm more than eager to accept their influence, and paint with blood of avatars my lyrics and songs.
Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2008
Addiction^&^
What clouds may bring,
what birds may puke from their antenas of tomorrow.
I invoke gathering eyes to peek, luminous tongues to lick,
castrate a body to create a new genocide of self-deduction.
Delivering the stigmata to those that care enough to accept them,
body as a map, desires carve their way between flesh and bone
like drops of something higher, something bigger than me and myself and I
Pale as the moon that hangs from the ceiling for Her eyes only,
I await for my hand to grab a pencil
and stab my eyes till I see what darkness looks like,
through the holes of a blindman.
Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2008
ΟΝΕΙΡΟ.
Ήταν άνετα, μια επανάληψη. Το είχα ξαναδεί- ίσως με άλλες μικρολεπτομέρειες, αλλά το είχα ξαναδεί σίγουρα. Επίσης, περιείχε ένα μάτσο οπτικούς κώδικες που, τώρα, που έχω το προνόμιο να είμαι ξύπνιος αλλά να θυμάμαι, έχουν ξαναεμφανιστεί σε αρκετές ακόμα περιπτώσεις.
Η βάση, ο σκελετός της δήθεν υπόθεσης, διότι σταθερή υπόθεση δε πρέπει να υπήρχε, ήταν ένας: Εγώ, σαν κάποιος άλλος, μίζερος και χωρίς όνειρα ή φιλοδοξίες, πιασμένος σε έναν ιστό καθημερινότητας, ρουτίνας και επαναλμβανόμενων πράξεων, συναντώ έναν γέρο κοσμηματοπώλη και τις δυο κόρες του (και έναν γνωστό της φαμίλιας/ "γιο" του πιο μετά) και μέσω αυτών αρχίζω να παρατηρώ τα λεπτά όρια της όποιας καθημερινότητας/πραγματικότητας μέσω της καθημερινής τριβής και αλληλεπίδρασης με αυτούς.
Τα πάντα ξεκινάνε από ένα μαγαζί με ρούχα. Μικρό, βρώμικο- θύμιζε τέλεια αυτό στο οποίο ακόμα και σήμερα δουλεύει σαν υπάλληλος η μάνα μου. Αλλά καμία μάνα τριγύρω. Μόνο εγώ και ένας σκελετός. Μπορεί να ναι και ψεύτικος, μπορεί και όχι, πάντως έχει μουστάκι και μιλάει. Δε ξέρω τι λέμε. Δε με νοιάζει και πολύ, μάλλον. Τα πάντα είναι γκρίζα. Απ έξω, απ τα παράθυρα και τις βιτρίνες, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Κόσμος. Ούτε Πεδίο. Και το Τίποτα, αν όντως υπάρχει απ'έξω, είναι κάλπικο- η υπόστασή του έχει εξαφανιστεί. Περνάνε ώρες, μήνες, χρόνια- όλα όμως δεν μας ενοχλούν ούτε μας απασχολούν διότι δε τα αντιλαμβανόμαστε, άρα δεν έχουν και κάποιο αποτέλεσμα πάνω μας. Εμείς απλά μιλάμε για το καιρό. Ναι, για ώρες, μήνες, χρόνια.
Όλα αλλάζουν μόλις στο μαγαζί εμφανίζονται ο παππούς και οι δυό κόρες. Ο οποίος παππούς έχει θολή φάτσα- πολύ θολή φάτσα, τα χαρακτηριστικά του δε διακρίνονται καλά, αλλά είναι στητός και ψηλός, και όποτε τον παρατηρούσες καλά, έφερνε στον Πικάσσο. Οι κόρες του, δε θυμάμαι καλά. Σίγουρα ήαν γνωστά μου πρόσωπα (απ το real life) αλλά δε θυμάμαι ποιες. Ο γέρος άρπαξε τον σκελετό και τον έκανε χίλια κομμάτια, πετώντας τον στο πάτωμα, μπροστά μου. Κανονικά, μιας και είχα περάσει τόσες δεκαετίες μιλώντας με αυτό το σκελετό, θα πρεπε να είχα στεναχωρηθεί ή θυμώσει, έστω- αλλά το συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου, όπως και τίποτε άλλο στο κόσμο. Ο γέρος με δυο χαστούκια, με πήρε απ το χέρι και με έβγαλε έξω απ το μαγαζί. Ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω: Να μυρίσω τη βρώμα του κόσμου, αλλά να δω και την ομορφιά (όπως αυτή απεικονίζεται σε ένα μωρό στο καροτσάκι, πχ). Όλα έμοιαζαν πολύχρωμα και χαρούμενα- σα να γινόταν πανηγύρι στη πόλη. Ο γέρος με έβαλε σε ένα αμάξι, και μαζί με τις κόρες του, φύγαμε για το σπίτι του.
(Κενό σημείο). Στο σπίτι του, το οποίο ήταν ένα συνοθύλευμα χώρων από σπίτια που χω δει στο real life, η Δράση ήταν κι αυτή κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αλλά θεατρική. Το θέμα ήταν το sex. Υπήρχαν φορές που με έδεναν σε ένα καναπέ και με άφηναν να βλέπω τον γέρο να γαμάει τις κόρες (με την άδειά τους) ντυμένος Ηλιογάβαλος (ή κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας), άλλες φορές με έβαζαν, με παντομίμα, να παραστώ το Δία, που μεταμορφωμένος σε οποιοδήποτε ζώο, ασελγούσε σε διάφορες νύμφες, άλλες φορές ήμουν ένας σεξουαλικά ανίσχυρος Προμηθέας και με τιμωρούσαν με καμτσικιές που έδωσα τη φλόγα στους ανθρώπους, άλλες φορές ήμουν το πνεύμα της εκδίκησης και βίαζα τις πρώην θύτριές μου με μίσος. Και πάει λέγοντας. Ο γέρος ήταν ο θεός-Προστάτης και ο θεός-Τιμωρός. Ο Μολώχ που αν τύχαινε να παραστρατήσεις απ το θεατρικό, σε κυνηγούσε και σε ράβδιζε ανελέητα, αλλά και αυτός που αν κάνεις τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσες, χαμογελούσε ικανοποιημένα και σε έκανε να αισθάνεσαι σα το σπίτι σου. Απ το σπίτι περνούσαν διάφοροι και διάφορες- μερικές απ αυτές ήταν πολύ γνωστές μου (και θα μας πάνε μέσα αν αρχίσω να τις γράφω), άλλοι δεν ήταν καν άνθρωποι αλλά ζώα που μίλαγαν ή αντικείμενα που μίλαγαν, και πάει λέγοντας.
(Κενό). Ξαφνικά βρέθηκα με το γέρο σε ένα μπαρ. Το οποίο μπαρ, ήταν τίγκα στους σκελετούς. Τίγκα όμως. Ο γέρος καθόταν σε ένα ακρινό τραπέζι με τη μία κόρη και με κοίταζε επίμονα. Εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω- κατευθύνθηκα προς τον ένα σκελετό και άρχισα να του μιλάω. Αυτός μου μίλαγε μηχανικά, αυτόματα, δίχως συναίσθημα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Κατάλαβα πόσο χρόνο είχα σπαταλήσει με σκελετούς, πριν. Διότι απ τη στιγμή που φυγα απ το μαγαζί, τα χρόνια έπεσαν πάνω μου ανελέητα, και είχα βγάλει ρυτίδες, είχα πάρει περιττά κιλά, είχα καράφλα και μεγάλη γενειάδα- απ το πουθενά. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα, έκανα δυο ρουφηξιές. Μετά, ένα σεντόνι που βρήκα πιο δίπλα- το πετάω πάνω στο σκελετό, και μετά του πετάω το τσιγάρο από πάνω. Αυτός έμεινε απαθής. Καιγόταν, ούρλιαζε μηχανικά- δεν ούρλιαζε ακριβώς, ΜΙΛΑΓΕ προσποιούμενος το ουρλιαχτό. Άρχισε να "μειώνεται". Στο τέλος έμεινε ένα μικρό καμμένο κομματάκι, σα κουράδα με τρίχες. Ή σα ρίζα. Κατάλαβα τι είναι ο θάνατος για τους σκελετούς. Τι με είχαν μάθει, ως τότε. Αν η ζωή, είναι σαν επαναλαμβανόμενος κύκλος, πρέπει να κάνουμε το κάθε θάνατο δημιουργικό, να τον δεχτούμε σα γιορτή και με μελαγχολία για το τι μας περιμένει στην επόμενή μας ευκαιρία- μα ποτέ δε θα μάθουμε αν θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία, οπότε ας νιώσουμε, ας νιώσουμε για να νιώσουμε και για τίποτε παραπάνω. Πήρα το κομματάκι και το έβαλα στη τσέπη. Ο γέρος χαμογέλασε και φύγαμε από κει μέσα.
(Κενό).Τα θεατρικά στο σπίτι συνεχίζονταν, λεπτομέρειες δε θυμάμαι. το σημαντικό είναι ότι στο φινάλε, ένας γνωστός του γέρου, υιοθετημένος "γιος" του (πήδαγε κι αυτός αβέρτα), με κάθισε σε έναν καναπέ, και μου είπε εν ολίγοις ότι πρόκειται περί σεξουαλικής μαγείας, ένα αρπακτικό σεξουαλικής ενέργειας που απεικονίζεται στο θολό πρόσωπο του γέρου, και ότι τους χρειάζεται για να μπορούν να συγκρατούν τα θεμέλια του κόσμου χαράς, χρώματος και ανεμελιάς στα οποία βρίσκομαι. Το τρομερό ποιο είναι; Ότι εν τέλει, ο τύπος μου λεγε ότι το real life σε περιμένει μόλις ξυπνήσεις διότι αυτό είναι ένα όνειρο και όσο κι αν γάμησες, δε μπορείς να το προβάλλεις σαν εναλλακτική πραγματικότητα. Το ίδιο το όνειρο όμως μου δειξε ότι καμία πραγματικότητα δεν είναι γκρίζα- οι σκελετοί είναι στις ντουλάπες μας, όχι δίπλα μας. Έτσι σήμερα θα πιω σοκολάτα και θα την νιώσω ως το τέλος, θα καπνίσω και ο καπνός θα με αγκαλιάσει από μέσα προς τα έξω, θα κοιτάζω τριγύρω και θα ξέρω τι ωραία που είμαι, επειδή ακριβώς δεν είμαι τέλεια- και αυτό αξίζει.
Η βάση, ο σκελετός της δήθεν υπόθεσης, διότι σταθερή υπόθεση δε πρέπει να υπήρχε, ήταν ένας: Εγώ, σαν κάποιος άλλος, μίζερος και χωρίς όνειρα ή φιλοδοξίες, πιασμένος σε έναν ιστό καθημερινότητας, ρουτίνας και επαναλμβανόμενων πράξεων, συναντώ έναν γέρο κοσμηματοπώλη και τις δυο κόρες του (και έναν γνωστό της φαμίλιας/ "γιο" του πιο μετά) και μέσω αυτών αρχίζω να παρατηρώ τα λεπτά όρια της όποιας καθημερινότητας/πραγματικότητας μέσω της καθημερινής τριβής και αλληλεπίδρασης με αυτούς.
Τα πάντα ξεκινάνε από ένα μαγαζί με ρούχα. Μικρό, βρώμικο- θύμιζε τέλεια αυτό στο οποίο ακόμα και σήμερα δουλεύει σαν υπάλληλος η μάνα μου. Αλλά καμία μάνα τριγύρω. Μόνο εγώ και ένας σκελετός. Μπορεί να ναι και ψεύτικος, μπορεί και όχι, πάντως έχει μουστάκι και μιλάει. Δε ξέρω τι λέμε. Δε με νοιάζει και πολύ, μάλλον. Τα πάντα είναι γκρίζα. Απ έξω, απ τα παράθυρα και τις βιτρίνες, είμαι σίγουρος ότι δεν υπάρχει Κόσμος. Ούτε Πεδίο. Και το Τίποτα, αν όντως υπάρχει απ'έξω, είναι κάλπικο- η υπόστασή του έχει εξαφανιστεί. Περνάνε ώρες, μήνες, χρόνια- όλα όμως δεν μας ενοχλούν ούτε μας απασχολούν διότι δε τα αντιλαμβανόμαστε, άρα δεν έχουν και κάποιο αποτέλεσμα πάνω μας. Εμείς απλά μιλάμε για το καιρό. Ναι, για ώρες, μήνες, χρόνια.
Όλα αλλάζουν μόλις στο μαγαζί εμφανίζονται ο παππούς και οι δυό κόρες. Ο οποίος παππούς έχει θολή φάτσα- πολύ θολή φάτσα, τα χαρακτηριστικά του δε διακρίνονται καλά, αλλά είναι στητός και ψηλός, και όποτε τον παρατηρούσες καλά, έφερνε στον Πικάσσο. Οι κόρες του, δε θυμάμαι καλά. Σίγουρα ήαν γνωστά μου πρόσωπα (απ το real life) αλλά δε θυμάμαι ποιες. Ο γέρος άρπαξε τον σκελετό και τον έκανε χίλια κομμάτια, πετώντας τον στο πάτωμα, μπροστά μου. Κανονικά, μιας και είχα περάσει τόσες δεκαετίες μιλώντας με αυτό το σκελετό, θα πρεπε να είχα στεναχωρηθεί ή θυμώσει, έστω- αλλά το συναίσθημα δεν υπήρχε μέσα μου, όπως και τίποτε άλλο στο κόσμο. Ο γέρος με δυο χαστούκια, με πήρε απ το χέρι και με έβγαλε έξω απ το μαγαζί. Ξαφνικά, μπορούσα να νιώσω: Να μυρίσω τη βρώμα του κόσμου, αλλά να δω και την ομορφιά (όπως αυτή απεικονίζεται σε ένα μωρό στο καροτσάκι, πχ). Όλα έμοιαζαν πολύχρωμα και χαρούμενα- σα να γινόταν πανηγύρι στη πόλη. Ο γέρος με έβαλε σε ένα αμάξι, και μαζί με τις κόρες του, φύγαμε για το σπίτι του.
(Κενό σημείο). Στο σπίτι του, το οποίο ήταν ένα συνοθύλευμα χώρων από σπίτια που χω δει στο real life, η Δράση ήταν κι αυτή κυκλική, επαναλαμβανόμενη, αλλά θεατρική. Το θέμα ήταν το sex. Υπήρχαν φορές που με έδεναν σε ένα καναπέ και με άφηναν να βλέπω τον γέρο να γαμάει τις κόρες (με την άδειά τους) ντυμένος Ηλιογάβαλος (ή κάποιος Ρωμαίος αυτοκράτορας), άλλες φορές με έβαζαν, με παντομίμα, να παραστώ το Δία, που μεταμορφωμένος σε οποιοδήποτε ζώο, ασελγούσε σε διάφορες νύμφες, άλλες φορές ήμουν ένας σεξουαλικά ανίσχυρος Προμηθέας και με τιμωρούσαν με καμτσικιές που έδωσα τη φλόγα στους ανθρώπους, άλλες φορές ήμουν το πνεύμα της εκδίκησης και βίαζα τις πρώην θύτριές μου με μίσος. Και πάει λέγοντας. Ο γέρος ήταν ο θεός-Προστάτης και ο θεός-Τιμωρός. Ο Μολώχ που αν τύχαινε να παραστρατήσεις απ το θεατρικό, σε κυνηγούσε και σε ράβδιζε ανελέητα, αλλά και αυτός που αν κάνεις τα πάντα όσο καλύτερα μπορούσες, χαμογελούσε ικανοποιημένα και σε έκανε να αισθάνεσαι σα το σπίτι σου. Απ το σπίτι περνούσαν διάφοροι και διάφορες- μερικές απ αυτές ήταν πολύ γνωστές μου (και θα μας πάνε μέσα αν αρχίσω να τις γράφω), άλλοι δεν ήταν καν άνθρωποι αλλά ζώα που μίλαγαν ή αντικείμενα που μίλαγαν, και πάει λέγοντας.
(Κενό). Ξαφνικά βρέθηκα με το γέρο σε ένα μπαρ. Το οποίο μπαρ, ήταν τίγκα στους σκελετούς. Τίγκα όμως. Ο γέρος καθόταν σε ένα ακρινό τραπέζι με τη μία κόρη και με κοίταζε επίμονα. Εγώ ήξερα τι πρέπει να κάνω- κατευθύνθηκα προς τον ένα σκελετό και άρχισα να του μιλάω. Αυτός μου μίλαγε μηχανικά, αυτόματα, δίχως συναίσθημα. Άρχισα να εκνευρίζομαι. Κατάλαβα πόσο χρόνο είχα σπαταλήσει με σκελετούς, πριν. Διότι απ τη στιγμή που φυγα απ το μαγαζί, τα χρόνια έπεσαν πάνω μου ανελέητα, και είχα βγάλει ρυτίδες, είχα πάρει περιττά κιλά, είχα καράφλα και μεγάλη γενειάδα- απ το πουθενά. Πήρα ένα τσιγάρο, το άναψα, έκανα δυο ρουφηξιές. Μετά, ένα σεντόνι που βρήκα πιο δίπλα- το πετάω πάνω στο σκελετό, και μετά του πετάω το τσιγάρο από πάνω. Αυτός έμεινε απαθής. Καιγόταν, ούρλιαζε μηχανικά- δεν ούρλιαζε ακριβώς, ΜΙΛΑΓΕ προσποιούμενος το ουρλιαχτό. Άρχισε να "μειώνεται". Στο τέλος έμεινε ένα μικρό καμμένο κομματάκι, σα κουράδα με τρίχες. Ή σα ρίζα. Κατάλαβα τι είναι ο θάνατος για τους σκελετούς. Τι με είχαν μάθει, ως τότε. Αν η ζωή, είναι σαν επαναλαμβανόμενος κύκλος, πρέπει να κάνουμε το κάθε θάνατο δημιουργικό, να τον δεχτούμε σα γιορτή και με μελαγχολία για το τι μας περιμένει στην επόμενή μας ευκαιρία- μα ποτέ δε θα μάθουμε αν θα υπάρξει επόμενη ευκαιρία, οπότε ας νιώσουμε, ας νιώσουμε για να νιώσουμε και για τίποτε παραπάνω. Πήρα το κομματάκι και το έβαλα στη τσέπη. Ο γέρος χαμογέλασε και φύγαμε από κει μέσα.
(Κενό).Τα θεατρικά στο σπίτι συνεχίζονταν, λεπτομέρειες δε θυμάμαι. το σημαντικό είναι ότι στο φινάλε, ένας γνωστός του γέρου, υιοθετημένος "γιος" του (πήδαγε κι αυτός αβέρτα), με κάθισε σε έναν καναπέ, και μου είπε εν ολίγοις ότι πρόκειται περί σεξουαλικής μαγείας, ένα αρπακτικό σεξουαλικής ενέργειας που απεικονίζεται στο θολό πρόσωπο του γέρου, και ότι τους χρειάζεται για να μπορούν να συγκρατούν τα θεμέλια του κόσμου χαράς, χρώματος και ανεμελιάς στα οποία βρίσκομαι. Το τρομερό ποιο είναι; Ότι εν τέλει, ο τύπος μου λεγε ότι το real life σε περιμένει μόλις ξυπνήσεις διότι αυτό είναι ένα όνειρο και όσο κι αν γάμησες, δε μπορείς να το προβάλλεις σαν εναλλακτική πραγματικότητα. Το ίδιο το όνειρο όμως μου δειξε ότι καμία πραγματικότητα δεν είναι γκρίζα- οι σκελετοί είναι στις ντουλάπες μας, όχι δίπλα μας. Έτσι σήμερα θα πιω σοκολάτα και θα την νιώσω ως το τέλος, θα καπνίσω και ο καπνός θα με αγκαλιάσει από μέσα προς τα έξω, θα κοιτάζω τριγύρω και θα ξέρω τι ωραία που είμαι, επειδή ακριβώς δεν είμαι τέλεια- και αυτό αξίζει.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)