Κυριακή 31 Αυγούστου 2008

Ονειρο

Ήταν αναμφισβήτητα ο πεζόδρομος της Φλώρινας. ΜΕταλλαγμένος, όμως, σε αρκετά μεγάλο βαθμό. Λες και το Κιάτο είχε εισβάλει με το πούτσο του στης Φλώρινας το αιδείο και ο πεζόδρομος ήταν προϊόν αυτής της τερατογέννεσης. Επίσης, υπήρχε πολλής κόσμος- μάλλον, όχι, ΠΟΛΛΗΣ κόσμος, σε σημείο που θύμιζε αμερικάνικο δρόμο Δευτέρα πρωί. Εγώ καθόμουν μαζί με κάποιον ή κάποια σε ένα πεζούλι και παρατηρούσα τον κόσμο. Δίπλα μας, καθόταν ένας βαφιάς, προσποιούταν ότι έβαφε αλλά η αλήθεια είναι ότι ήταν καθυστερημένος, πρόβληματικός, και κουνιόταν αδέξια αριστερά δεξιά με ένα πινέλο βγάζοντας περίεργους ήχους. Στο κέντρο του πεζόδρομου, είχαν τοποθετήσει μια απίστευτα μεγάλη εικόνα, την οποία στήριζαν άνθρωποι περίεργα ντυμένοι- σαν Μίκυ Μάους ένα πράγμα. Ενίοτε, όπως καθόμουν, παρατηρούσα τους ανθρώπους αυτούς να σφαγιάζονται, αφού η οθόνη τους έπεφτε πάνω, και τους αντικαθιστούσαν με άλλους, παρόμοια ντυμένους παλιάτσους, που σήκωναν και την οθόνη. Από μακριά, άκουσα κραυγές θυμού. Σηκώθηκα και μέσα στο κόσμο, είδα κάποιον που έμοιαζε με έναν γνωστό μου- όσο πλησίαζε, τα χαρακτηριστικά αυτά αλλοιώθηκαν και ήταν απλά ένας άγνωστος μαλάκας, δίπλα σε έναν άλλο άγνωστο μαλάκα, που γκάριζαν με όλη τους τη δύναμη, λέει, επειδή ο ένας έβρεξε τον άλλο. Οι γκαρίλες τους σε συνδιασμό με τον κόσμο, μάλλον τρόμαξαν τον καθυστερημένο βαφιά, που άρχισε να ουρλιάζει κι αυτός μόνος του. Μια, δυο, τρεις φορές, στο τέλος κάποιος ήρθε, με ένα γιγάντιο ράσο που το είχε σκεπάσει/φορέσει από πάνω μέχρι κάτω (δηλαδή δε φαίνονταν χαρακτηριστικά) και με ένα μαχαίρι του έκοψε τη γλώσσα και του βγαλε τα μάτια. Όλως περιέργος, ο καθυστερημένος σταμάτησε μεμιάς και συνέχισε να προσποιείται ότι βάφει. Είχα μείνει άναυδος, και από τη πράξη, αλλά και από την απάνθρωπη εκείνη φιγούρα. Οι δυο μαλάκες συνέχισαν να γκαρίζουν και να βρέχουν ο ένας τον άλλο- κάτι σαν αποτυχημένοι κωμικοί χωρίς να το γνωρίζουν, μέχρι που στη γιγαντο-οθόνη άρχισε να δείχνει αγώνα (Ολυμπιακού μάλλον) οπότε όλοι πήραν θέσεις, μας έσπρωξαν, εμένα και τον/την σύντροφό μου βίαια στο πεζοδρόμιο για να καθίσουν στα πεζούλια και κάτω απ αυτές τις συνθήκες, φύγαμε. Η επόμενη σκηνή με βρίσκει εμένα σε ένα πάρκο, μικρό, ψιλοβρώμικο, με κάτι μικρά, κατσιασμένα δέντρα, και μια περίεργη ατμόσφαιρα στον ουρανό- έλεγες, να, θα βρέξει, όχι, δε θα βρέξει. Ήταν λες και πάρκο ήμουν εγώ και ήξερα ότι ήμουν στο πουθενά. Ήμουν με την Αγγελική και τις δυο αδερφές της. Ένας άλλος άνθρωπος υπήρχε, μόνο, και έπαιρνε τηλέφωνο από ένα χαλασμένο τηλεφωνικό θάλαμο. Η Αγγελική με τις αδερφές της, θεώρησαν καλή ιδέα να μεταμορφωθούν σε μυρμήγκια και να διασχίσουν έτσι το πάρκο. Ο άνθρωπος τελείωσε το τηλέφωνο και άτσαλα πέρασε από δίπλα τους, σχεδόν λιώνοντάς τες. Άρχισα να ουρλιάζω- Ξαναγίνετε άνθρωποι! Μα το Θεό, δε βλέπετε ότι θα πεθάνετε έτσι;! Αλλά τίποτα. Κάναν του κεφαλιού τους. Σε μια στιγμή μια γάτα εμφανίστηκε, και έφαγε το ένα μυρμήγκι- δε ξέρω αν ήταν κάποια απ τα κορίτσια ή κάποιο άλλο τυχαίο. Συνέχιζα να φωνάζω, πάλι κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος είδα μια ολόκληρη ομάδα από ξένα μυρμήγκια, να πλησιάζει τις κοπέλες-μυρμήγκια και με τρόμο παρατήρησα ότι τους είχαν πέσει πάνω και τις βιάζανε όλα μαζί με μανία. Πριν προλάβω να αντιδράσω, η μια απ τις κοπέλες, δε θυμάμαι πλέον πια, ήταν άνθρωπος με σκισμένα ρούχα και μου λεγε γαλήνια ότι "Θα τις βρω και τις άλλες που είναι και θα τις φέρω, μην ανησυχείς". Έφυγα σιωπηλός. Στο τέλος του όνειρου, έφτασα σε ένα μεγάλο κιόσκι. Εκεί, κάτω από μια τέντα, υπήρχαν ένα σωρό γκόμενες που ήταν πίσω από πάγκους με κάθε είδους γλυκά. Τα γλυκά, τα περισσότερα, ήταν βρώμικα, πεταμένα στο πάγκο χωρίς καν περιτύλιγμα, λιωμένα, ληγμένα, απαίσια, και όσα δεν ήταν έτσι, τα αγόραζε στα γρήγορα το μαινόμενο πλήθος με τα χαρτονομίσματα στα χέρια. Οι γκόμενες όμως πίσω απ το πάγκο ήταν φοβερές, οπότε αποφάσισα να καθίσω. Μετά από αρκετή ώρα, μια πολύ γλυκιά κοπέλα-υπάλληλος με ρώτησε τι θέλω. Έδειξα δειλά ένα φρέσκο κρουασάν (νόμιζα ότι ήταν φρέσκο) και μετά το μάτι μου πήρε ένα ημι-λιωμένο μπισκότο που δεν έβλεπα τι είχε γέμιση. Η τύπισσα με προειδοποίησε- εγώ της είπα ότι τρώω ό,τι γέμιση να ναι, αρκεί να μην είναι οδοντόκρεμα. Με το που τρώω βέβαια το μπισκότο, η γέμιση ήταν, τι άλλο, οδοντόκρεμα. Οπότε αρχίζω να ξερνάω αίμα και να βγάζω ευκοίλια απ το κώλο ταυτόχρονα, ενώ το πλήθος μου πέταγε χαρτονομίσματα, προσπαθώντας να με αγοράσει.

2 σχόλια:

snowghoul είπε...

!!!!!!!!!!!!!!!

Λιος είπε...

gamhse ta, kai nomiza otan hmoun pitsirikas pou evlepa oti h8ela na phdhksw th giagia mou, oti EKEINO htan anwmalia. Feu...