Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Hμερωμένα Λόγια4

"Νιώθω...είμαι προσβεβλημένος. Νιώθω, δηλαδή, ρε φίλε, δεν είναι πράγματα αυτά..."
Ο Λαρισσαίος προσπαθούσε να ελέγχξει το τόνο της φωνής του. Και τη ροή των λέξεών του επίσης.
"Ποιος σε πείραξε, μανάρα μου;"
"Το τραγούδι...στο χωριό ρε φίλε, που είμαι. Τα βιολιά. Αυτός που τραγουδάει, λέει, στο τραγούδι δηλαδή, τα νταούλια να παίξουν, και, και ο Τσοβάκας σπάει τα βιολιά!"
"Και;"
Μεθυσμένο μένος.
"Ο Τσοβάκας είναι ο προπάππος μου ρε φίλε! Το αρχίδι, τον ξεσκισμένο, μιλάει για τον Τσοβάκα"
Ξαφνικά ηρεμεί απότομα.
"Μεγάλος άνδρας ο Τσοβάκας"
"Παρεξήγηση, ε;"
Χαμογέλασα. Ωραίο, τέλειο μπέρδεμα. Μέσω τηλεφώνου κιόλας: το όμορφο, διασκεδαστικό, απρόσωπο της μέρας. Ή μάλλον της νύχτας.
"Βέβαια, βέβαια, ο Τσοβάκας είχε πάρει ένα βιολί σε ένα πανηγύρι και το είχε σπάσει! Στο γόνατο! Χα! Στο γόνατο ρε φίλε!!!"
'Αρχισε να γελάει μανιασμένα, απ' το ένα δεύτερο στο άλλο.
"Πολύ ωραίο, Γιώργη. Ανέβα στη σκηνή τότε και σπάσε κι εσύ ένα βιολί!"
"Και θα λένε σε μερικά χρόνια, ρε φίλε, ο Γιώργος, ο απόγονος του Τσοβάκα, σπάει τα βιολιά! Χαχαχαχα!"
Το βρήκε πολύ αστείο. Τον καταλαβαίνω απολύτως. Αλλά με ένα "μπιπ", το τέλος της πιο ενδιαφέρουσας στιγμής της μέρας μου, ξεψυχάει μπρος μου.
Ή μάλλον, της νύχτας.

Το κοριτσάκι θα'ταν, δε θα'ταν, 6 χρονών. Οι σταφιδιασμένες φιγούρες, σκιές σε τοίχους της περιόδου "after" της μεταπολίτευσης, κάναν full επίθεση.
"Τι θες να σε υπολογίζουμε; Ε; Σα μικρό παιδί; Ή σαν μεγάλο κορίτσι;!"
Δεν ακούω τίποτα απο όσα λέει η μικρή, με την φοβισμένη, δειλή φωνή της, αλλά η απάντηση της γιαγιάς τα επαναφέρει όλα στη θέση τους.
"Να σου αλλάξουμε και πάνες τότε! Ορίστε μας!"
Ιδού, τι έλεγε, κατ' εμέ, ο Lindberg, με εκείνο το φοβερό, "We Created a monster, and now it's coming for our children". Λογικότατο. Οι γονείς μας, και κατ' επέκτασην εμείς, είμαστε το monster. Με τη σιγουριά του τότε, απ τη πρώτη φορά πουτο βρώμικο θηλαστικό, εμείς, κοιτάξαμε τον ουρανό και είπαμε ότι ένα αστέρι είναι απλά ένα αστέρι και τίποτα παραπάνω. Το ακούς κάθε μέρα τριγύρω σου μα δε το βλέπεις: Οπλές αόρατων αλόγων, στρατιές ολόκληρες, ο ήχος του σκατού να γίνεται ένα με το ποδοβολητό τους στο έδαφος, εδώ, εκεί, να εξελίξουν ό,τι βρουν σαν αυτοσκοπό. Οι φωνές μεγαλώνουν. Το ίδιο και η ανισορροπία στο άλλοτε equilibrium διαθέσεων-απαιτήσεων. Ένα βρωμιάρικο κουνάβι θα είχε περισσότερα και πιο ουσιώδη σχόλια να κάνει, για το μέλλον των παιδιών του. Η μήτρα του προφανώς θα' ναι πιο βρώμικη. Αλλά και πιο ειλικρινής. Διότι αδερφέ, τη βρώμα όταν την αναγνωρίζεις, της δίνεις υπόσταση. Μεγάλο πράμα, ε;

Ο αγώνας δηλωτής στον κήπο, 4 το πρωί, με γάμησε. Χάσαμε, με τον παρτενέρ μου, στο τσακ. Ντέρμπυ μέγιστο. Εθιστικότατο χόμπυ. Αλλά κρατάω πισινές- δεν αγγίζω χαρτιά με 5ευρα στη παλάμη. Η γραμμή η διαχωριστική είναι λεπτότατη. Το κεφάλι μου φέρνει σβούρες- όλες αυτές τις μέρες, ανεξαιρέτως, παίζουμε δηλωτή. Παντού και πάντοτε, συνέχεια. Συ-νε-χεια. Κλείνω τα μάτια και ασυναίσθητα πλημμυρίζει το δικαιωματικά δικό μου σκοτάδι, με τραπουλόχαρτα. Έβαλα να δω μια τσόντα πριν λίγο, να γιορτάσω το ότι σε 2 μέρες φεύγω για διακοπές/κάμπινγκ, και σε ένα βίντεο που είχε τρεις γκόμενες και έναν τύπο, σκέφτηκα: "Πφ, αν ρίξω δεκάρι τις παίρνω και τις τρεις, μένει ο τύπος, και αυτός που παίζει μετά από μένα αν τον πάρει μας κάνει ξερή- ριψοκίνδυνο". Άρχισα να γελάω μόνος μου σα το μαλάκα στη συνειδητοποίηση αυτής της σκέψης.
Είναι όμορφα τριγύρω. Υπέροχες μέρες έρχονται μπρος μου, αν και, με όλη τη σιγουριά του κόσμου, και με το μπαρδόν κιόλας,
πάλι γαμημένος θα βγω.

Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Ημερωμένα Λόγια3

Πρέπει να βρεθεί παρέα. Ή κάτι. Γενικά. Επειγόντως. Προφανώς. Για να σταματήσουν τα αρχίδια μου να ξύνονται μόνα τους από τη βαρεμάρα. Τα χαρτιά τους διώξανε όλους. Προς το Κιάτο, έτσι τουλάχιστον νόμιζα στην αρχή. Σα γαμημένα αποδημητικά πουλιά ρε αδερφέ. Η μόνη παρέα προς το παρόν, φωνές από τον λιγοστό κόσμο στην κρεπερί, και μια μεγάλη οθόνη με παραπάνω-απ-ό,τι-πρέπει-χαμηλό-φωτισμό, που προβάλλει NOVA- μαντεύω ότι το έργο είναι με Alien. Και τον Predator. Ή όπως ακούστηκε από ένα τραπέζι παρακάτω, "Αυτός ρε, με τα ράστα". Καμία εναλλακτική, εξωγήινοι να αλληλοσφάζονται και θα τους παρακολουθώ μέχρι το όλο πράμα να γίνει αφόρητο και να την πουλέψω. Με τον Μορφέα έχω το αγάμητο, το ξέρω. Κάκιστος τύπος. Βάζω timeline 3 τσιγάρα ακόμα και off.

Χαιρετάω και έναν γνωστό "απ' τα τριγύρω", που είχα να μιλήσω χρόνια. Απ τη σέκτα των φουσκωτών, αλλά της λευκής πλευράς, των "παρεχόντων έμπνευση, ρόουλ μόντελς παιδικής ηλικίας", όχι των άλλων, της μαύρης, των διαβόλων, που μάθαμε να σεβόμαστε αναγκαστικά, με το φόβο, από πιτσιρικαρία ηλίκία. Καλή φάση. Στην οθόνη ποντίκια και σκοτάδια. Και νερά. DELVE τύπος δράσης. Αύριο; Είναι απλά αύριο, και αυτό είναι το πρόβλημα. 3 τσιγάρα είπα; Κάντο 1. Και μόλις έσβησε. Λε πουλέ.

Πριν φτάσω σπίτι, βλέπω φώτα στον κήπο-μέρος συγκέντρωσης των χωριατών και φίλων για τα καλοκαιρινά βράδια. Παίζουνε χαρτιά. Σταματάω να κάνω ένα τσιγάρο και ένας παλιός συμμαθητής και φίλος με πληροφορεί ότι δεν είναι στο Κιάτο, αλλά στη Νεράντζα, που χώνουνε λεφτά στα στρινγκ από τις ντάμες που τους χορεύουνε πρόστυχα πάνω σε πράσινα τραπέζια. Στο ίδιο χωριό είμεθα όλοι και δεν συναντιόμαστε, ρε, φώναξα από μέσα μου και έφυγα αποφασιστικά.

Ο καθείς με την έξη του. Παντού τριγύρω μου. Θέλω να πιω, ας μη κρύβομαι άλλο πίσω από το δάχτυλό μου. Γιατί όχι; Ο ένας τη πλάτη του άλλου θα χτυπάει σε κάτι χρόνια, με δυσκολία. Μερικοί δε, δε θα φτάσουν καν στα γηρατειά για να το κάνουν αυτό. Θέλω να πιω. Να ρουφήξω τον αέρα, έτσι όπως στέκομαι στο δρόμο, κάτω από τη λάμπα, με τέτοια δύναμη, που μπουκάλια ουίσκυ από τα τριγύρω σπίτια να ανοίξουν, το ποτό να ξεχυθεί στον αέρα, σα στρόβιλος, και να έρθει όλο μέσα μου. Να παραπατήσω, να χτυπήσω κανένα γόνατο ή να σπάσω κανένα μέρος δοντιού, όπως γίνεται συνήθως στα βουνά μετά από καταναλώσεις. Να νιώσω μια ζωντανή μαριονέτα που νιώθει το σπάγγο στα χέρια της, αλλά δε τη νοιάζει να τον κόψει, όσο αυτός τα οδηγεί σε μπουκάλια. Πιω πιω πιω πιω, το manta μου έφαγε τον εγκέφαλο και έτρεξα προς το σπίτι.
Σώπασε, Λεγεών. Σε εδιωξα μια φορά μακριά με τη φωνή μου. Παραπάει η δεύτερη.
Ή δωσμου διορία έναν μήνα ακόμα.
Αλήθεια.

Ημερωμένα Λόγια 2

Και να, που πιάστηκα στη γιορτή κι εγώ.
Μια ζωή φαγούρα, μανάρα μου, και πλέον παρατηρώ τα γύρω τραπέζια, του αναψυκτηρίου, σα σακάτης σε νεκροκρέβατο. Υπερήλικες και μεσήλικες που τους συνοδεύουν, άλλο δέρμα, ίδιο μυαλό, χορεύουν βαλς στην πλατεία. Αρπάζουν βίαια απ το χέρι τους απογόνους τους, που μέχρι πριν γλύφαν παγωτόμπαλες και στ'αρχίδια τους όλα, παρασέρνουν τα πιτσιρίκια στο χορό και με το ζόρι τα πασπατεύουν και τα παινεύουν. Μέχρι που τα πρόσωπα των πιτσιρικάδων γεμίζουν σκουριά και ρυτίδες, τα μάτια τους κρεμάνε, σα να παραιτούνται απ τη ζωή την ίδια, δόντια γίνονται σουβλερά, το χαμόγελο χαιρέκακο, και θαρρώ πως πλέον τη πούτσισαν όλοι οικογενειακώς.

Μου θυμίζει όπως τότε που ταξίδευα Αθήνα-Φλώρινα, βράδυ. Τα φώτα των σπιτιών στα περίχωρα, κατά τη διάρκεια της διαδρομής, μοιάζαν με πυγολαμπίδες, σιχαμένες, σίγουρες για τη πάρτη τους, μπλέκονταν η μια με την άλλη και γαμιούνταν ανελέητα, ζώα, καρκίνος.
Και όμως, είχε πλάκα!

Πιο δίπλα, ένας γέρος σπάει τουλάχιστον 3 ποτήρια με αδέξια σκουντιά. Χαμογελάει συγκαταβατικά στη σερβιτόρα, εκείνη κάνει το ίδιο, μα μόλις απομακρυνθούν, ο μεν ψελίζει, "Ηλίθια γουρούνα, με τρόμαξε και τα έριξα όλα", και η δε, πριν φέρει από μέσα σκούπα και φαράσι, κάνει γκριμάτσες στις φίλες της δείχνοντάς τον. Δε παραλείπει να προσπαθήσει να κοιτάξει τι γράφω αυτή τη στιγμή στο μπλοκάκι, περνώντας από το διπλανό τραπέζι. Το πάχος μου την εμποδίζει, κουνιέμαι και σαν εκρεμές και την αποφεύγω. Προς το παρόν. Γράψιμο στο αναψυκτήριο; Θεός φυλάξει. Σπάνιο θέαμα. Εκτός κι αν καταλήξουν ότι γράφω εργασία για κάποια σχολή (θα σπουδάζει το παιδί, δε μπορεί), ή κάνω τίποτα λογιστικά. Είμαι ο μελλοντικός Padre de la famiglia άλλωστε, σωστά; Κάποιας famiglia, δεν έχει σημασία, έτσι δεν είναι;

Ο παχουλός γιάπης απέναντι με κοιτάει επίμονα, ρουφώντας ένα πούρο, και πότε πότε ανεβάζει τα γυαλιστερά γυαλιά ηλίου του στο μέτωπο, για να ξετσιμπλίσει τα αδιάφορα, νεκρά μάτια κουκουβάγιας που κληρονόμησε, κάπου, κάπως, κάποτε. Κουφάλα η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, μάτια μου, αν και, για να μη το παίζουμε κι υπεράνω, ένα μέρος μου φαντασιώνεται ότι ο τύπος έρχεται στο τραπέζι μου, κοιτάει το μπλοκάκι, μου σφίγγει το χέρι και μου λέει, "Γιάννης Ασπρογέρακας, εκδότης. Ας κάνουμε μπίζνα". Η ηδονή της προσμονής για μεγαλεία. Επιβράβευση μερακίου και κόπου σε προσωπικό επίπεδο, το λένε πολλοί. Προτιμώ το "εκτόνωση εγωισμού σε σχέση με το γύρω περιβάλλον". Βγάλε φράγκα. Μια φράση που αντηχεί συχνά στη κούτρα μου εδώ και ενάμισο μήνα. Από τότε που πήρα χαμπάρι δηλαδής ότι η δουλειά στο γραφιστικογραφείο θα πάει σκατά. Δημιουργώ το συμβάν σαν εικόνα, ήδη: Παρουσιάζω τα σχέδια, το πολύ 10, στον ημικαραφλό ξερόλα στο γραφείο, τα απορρίπτει επειδή παραείναι "αρτιστίκ" (δεν θα χει και άδικο εδώ), προσβάλουμε ο ένας τον άλλο και φεύγω με άδειες τσέπες.
Δεν είναι θέμα καλλιτεχνικού συμβιβασμού και πίπες.
Αυτά είναι για ευσυνείδητους κουλτουριάρηδες.
Απλά δε μπορείς να σχεδιάσεις τουβλάκια και σπιτάκια στο ντούκου. Ο Lego εφιάλτης μου, εδώ, μαζί και μακριά μου.

Σιγά σιγά πλησιάζει η ώρα που ο καθείς απ την κλίκα μας στα βουνά και στη θάλασσα, θα πάρει κάποια απόφαση. Η ατμόσφαιρα αυτό μυρίζει. Απαλή σα μάγουλα νεογέννητου, βαριά σαν ανάσα ετοιμοθάνατου. Έχει ενδιαφέρον. Ο Εθισμός είναι η avatara της θεάς της Περίστασης, θεριακλίδικη αντρογυναίκα, κολλάει σαν ζηλιάρα γκόμενα σε κάθε βήμα σου, σε βαραίνει σα ταφόπλακα στη πλάτη, μα σε ικανοποιεί σεξουαλικά κάθε δυο βράδια και με το παραπάνω, οπότε την ξεχνάς. Ή κάνεις ότι την αντέχεις. Ανάμεσα σε αλκοολοϋποσχέσεις που εξουδετερώνουν αργά αλλά σταθερά, άσσους και ρηγάδες που εξανεμίζουν την αρέσκειά σου σε οτιδήποτε δεν κερδίζεται με ποθανότητες, κοκαϊνοτσίτες και εργοστασιακών υλικών πειραματισμούς που δε βγάζουν πουθενά, καθώς και κομπλεξοσυμπλέγματα εσφαλμένης αντίληψης της αυτοπεποίθησης και της λειτουργικότητας της τεστοστερόνης, μου σκάει ένα χαμόγελο. Ό,τι και να λάβει ο καθείς μας θα το αξίζει, και το προνόμοιο της νεότερης ηλικίας απ' ό,τι θα περίμενε κανείς, κάνει την εμπειρία να γίνεται ερέθισμα, εφαλτήριο για κάτι παραπάνω, και όχι εξολοθρευτή άγγελο.
Γουστάρω μικροσύμπαν.

Ο μπάρμπας ακριβώς δίπλα μου, μοιάζει με τον Herbert von Karajan μετά από επιδρομή σε βασιλικά φυλάκια τροφίμων, και νομίζει ότι δε καταλαβαίνω που σκύβει άτσαλα προς το μέρος μου για να τσεκάρει, τι σημάδια αφήνει το μαρκαδοράκι σε αυτές τις ξεφτισμένες, μωβ γραμμούλες. Αιώνια βουκολική περιέργεια, το "Et in Arcadia Ego" με μπαρμπάδες με κινητά αντί για ποιημένες, να κοιτάνε καρφωμένοι την πετρόπλακα που έχει πάνω χαραγμένα τα αποτελέσματα του ΛΟΤΤΟ. Τα δάχτυλα αρχίζουν και πιάνονται σιγά σιγά, το τατουάζ με τρώει απίστευτα και λάμπει ηλιθιωδώς από την κρέμα για το σύγκαμα βρεφικού κωλαρίνου που το παστώνω κάθε μέρα αναγκαστικά, αλλά είμαι μόνος μου σήμερα στο χωριό. Από τότε που ο άνθρωπος έφτιαξε το πρώτο ρόπαλο, άρχισε να σκέφτεται τις πιο περίεργες (καλές, κακές, λανθασμένες, σωστές, γάμα το) δικαιολογίες για να πράξει το οτιδήποτε. Καμιά μοναξιά δεν ήταν διεγερτικό μου το τελευταίο διάστημα, μα κοίτα τώρα τον κύκλο να κλείνει και να ξανατσουλάει απ την αρχή.

Είναι μάλλον ο ίδιος λόγος που σπρώχνει έναν άντρα να παρατηρεί με τις ώρες ρυτιδιασμένα μπούτια 40-άρας, παρ'όλο που το συνολικό πακέτο μπάζει νερά από παντού. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο να κάνεις. Η θάλασσα λυσσομανά, οι γυναίκες κρύβονται, φοράνε τα ρούχα και τις προβιές τους πάλι, και από γυναίκες μεταμορφώνονται ξανά σε νοικοκυρές, συζύγους, μάνες. Μία, και μόνο μία, δεσποινίδα παραμένει ακμαιότατη, πίνει όμως καφέ και μοιάζει αρκετά γραψαρχίδω διαβάζοντας αθλητικά. Αθλητικά!!

"Βγάλε φράγκα". Αντηχεί πάλι η ίδια φράση σα καμπάνα στα αυτιά μου.
Η συζήτηση με το Στέργιο επί του θέματος, ήταν διαφωτιστικότατη.
-Ηλία μου, σου χω πει ότι ένας τρόπος μόνο υπάρχει.
Μου έδειχνε τη μπλούζα του, που απεικόνιζε ένα τραπουλόχαρτο. Άσσο.
-Να πουλάω T-shirts σε τζογαδόρους έξω από καζίνα;
-Το χιούμορ σου είναι ανεπαρκές σήμερα.
-Ωραία. Μα δε τα καταφέρνω με τα χαρτιά, φίλε. Το ξες πολύ καλά.
-Έξυπνο παιδί είσαι. Θα τη βρεις την άκρη.
-Δε ξέρω πόκερ. Είμαι στο μηδέν και δεν έχω όρεξη να μάθω.
Τα μάτια του άστραψαν.
-Ηλία μου. Το πόκερ θες 5 λεπτά να το μάθεις, και μια ζωή να το βελτιώσεις.
Τον έβλεπα να μιλάει και να νιώθει ήδη το άγγιγμα του χαρτιού στα δάχτυλά του. Το πρόσωπό του φωτιζόταν από μια πρωτόγνωρη λαγνεία για περιπέτεια, για ρίσκο. Σιώπησα, αρνούμενος ευγενικά τη προσφορά. Ο Στέργιος βρήκε προς το παρόν αυτό που ψάχνει απ τη ζωή. Έχει μια νεότητα να ξεζουμίσει το πάθος του και μια ζωή για να το μετανιώσει. Κοινώς, αυτά τα χρόνια, και τα χέρια και τα πόδια να του κόψεις, θα γυρίζει φύλλα με το στόμα και θα φωνάζει "check!" χτυπώντας το κεφάλι του στο ποκεροτράπεζο.

Αλλάχ Αλλάχ, αγαπάω το μικρό, περίεργο, ρατσιστικοφανές χωριό μου. Περπατάω τα ίδια στενά και βλέπω τις ίδιες παραστάσεις εδώ και 9 χρόνια (και παραπάνω, αν βάλουμε και τα χρόνια που δε ζούσα εδώ, μα ερχόμουν σαν επισκέπτης) μα ακόμα με γνωρίζω τίποτα. Προχτές παρατήρησα πως το σπιτάκι δίπλα από το περίπτερο κάνει τέλεια γωνία με το ακριβώς αριστερά του, και μπορείς αναλόγως των περιστάσεων να δεις το φεγγάρι πεντακάθαρα, ακόμα πιο τέλεια. Ή ανακάλυψα πως η οικοδομή πάνω από το σούπερ-μάρκετ είναι στο ίδιο στάδιο κατασκευής, φρεσκοχτισμένη, τρόπω τινά, όλα αυτά τα χρόνια. Υπάρχουν αόρατα δεσμά μεταξύ ενός ανθρώπου και του τοπίου στο οποίο ανήκει, το θηλαστικό γίνεται καθρέφτης των στοιχείων του περιβάλλοντός του, αναπνέει μέσω αυτών, νιώθει τις κινήσεις της ζέστης στο τσιμέντο ή ακούει το ψίθυρο των βοτσάλων το βράδυ, στη παραλία. Μερικές φορές το γενικεύω βλακωδώς, και νομίζω ότι αυτά φώναζε τότε ο μπαρμπα-Ιησούς, μαζί με όλους τους multilingua υπερκοσμικούς συνεταίρους του στην Επουράνια Τράπεζα Πίστεως. Ανέπνευσε σαν ένα, διότι μέσω του περιβάλλοντος γνωρίζεις τη κάθε μονάδα, ζωντανή ή νεκρή. Δάμασε τη καθημερινότητά σου και κάντηνα vahana, ίππευσέ τηνα και διάλεξε το πάθος που θα σε προσδιορίσει από εδώ και πέρα, γνώρισε, πόνεσε, αγάπα και ψόφα. Σκίσε το δέρμα σου και αναγεννήσου, ένας νέος άνθρωπος, μια νέα μονάδα που περικλείει μέσα της και άλλες, και το αντίστροφο φυσικά.
Το πήρα απόφαση.
Αύριο ξύρισμα.
Ή μεθαύριο.
Ή από Σεπτέμβρη.
(...)

Ανέφερα το φεγγάρι. Με ηδονίζει, πλέον. Το ίδιο όνειρο, αρκετές φορές. Ίσως με παραλλαγές, αλλά ίδια βάση. Μια πανέμορφη πιτσιρίκα με καστανή επιδερμίδα και κατάλευκα πέπλα, χορεύει κάποιο βράδυ στη μέση της ερήμου, της οποίας η άμμος γίνεται αμμουδιά παραλίας αργά και γαλήνια. Είμαι ένα μικρό τσακάλι, κάθομαι στα 4 πόδια μου και την παρατηρώ γοητευμένος, και το φεγγάρι κατεβαίνει και συνομιλούμε. Δεν υπάρχει χρόνος, ούτε ορίζοντας, ούτε τίποτα. Μόνο η γυναίκα του ονείρου μου, κ εγώ με το φεγγάρι να τη σχολιάζουμε. Η θεά μας. Η γυναίκα, η κόρη, η αδερφή, η πουτάνα, η Παναγία μας. Ορκίστηκα να τη ψάξω μα δε θα το κάνω. Διότι η ρεαλιστική πλευρά της μπάκας μου, θα με βάλει στη καθημερινή μου βόλη και τάξη, μόλις το όνειρο ξεχαστεί, ή γυρίσει σε εφιάλτη, όπως σχεδόν πάντα.
Φαντάσου αυτό το όνειρο σαν εφιάλτη:
Η κοπέλα θα ναι μεσήλικη και 50 κιλά παχύτερη, θα σούρνει 6 μούλικα μαζί της και θα με κυνηγάει φωνάζοντας στην έρημο, ενω το φεγγάρι θα κοιτάζει αλλού και θα σφυρίζει αδιάφορα.
Ο καριόλης.

Ο μαρκαδόρος τελειώνει, εγώ γουστάρω και ψάχνω επίλογο. Τέλεια πάσα; Η κουβέντα κάποιων απ τα προαναφερθέντα γερόντια για τη γρίπη των χήρων. Δε πρόκειται περί ορθογραφικού λάθους νεαρέ μου, καθώς νεότερες πληροφορίες αναφέρουν ότι πλέον τον κολλάς μόνο αν έρθεις σε κοντινή επαφή με Αμερικάνο ζωντοχήρο, 60 και άνω, με νεκρή γυναίκα απ τη δεκαετία του 80, μαλλί-μπαμπάκι διακριτικό, πασπαλισμένο τριγύρω από αξιέπαινη, αστραφτερή καράφλα, ξερακιανό μα ετοιμοπόλεμο σε κάθε περίσταση, τσιτωμένο και υπέρ του δέοντος αυστηρό με τους πάντες, καθώς αυτοί φταίνε που πέθανε η γυνή.
Μη σας έρθει στο μυαλό ο χαρακτήρας του θείου Clint στο "Gran Torino".
Αυτός ήταν μέγιστος μάγκας.
Εύχομαι να κολλήσω τον ιό και να τον απλώσω στο χωριό. Κάτι ενδιαφέρον και περιπετειώδες για αυτούς, πέραν της πάνας των μωρών τους. Θα με σταυρώσουν, θα με χώσουν σε τάφο-σπήλαιο, και μετά θα ανατινάξω τη πύλη και θα βγω γκλαμουράτος με δυο παχύσαρκους ταύρους σε κάθε χέρι, Μίθρας φάση. Ανετότατα. Μόνο έτσι αγαπάνε στο χωριό, διότι καλώς ή κακώς, ο σεβασμός εδώ κάτω κερδίζεται. Σωστά: Love the village, not the villager. Ξανά και ξανα, μεγάλη αλήθεια, να το θυμάσαι μωρό μου.
Υγεία.
Αμήν.

Σάββατο 25 Ιουλίου 2009

Ονειρο$%$

Όλοι στέκονταν βουβοί, κατουρημένοι απ το φόβο, σε μεγάλες πλατείες. Ακίνητοι, κοιτώντας τον ουρανό- που πίστευαν ότι άλλαζε χρώματα συνεχώς, μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα.
Άλλοι πάλι κρέμονταν από οικοδομές έτοιμες να διαλυθούν από στιγμή σε στιγμή, σε μια κατάσταση ημι-σοκ, έβγαζαν άναρθρες κραυγές ενώ έπεφταν από τη σκεπή και ούρλιαζαν πως ο ουρανός αλλάζει χρώματα- έτσι πίστευαν, μα εγώ δεν έβλεπα τίποτα.
Προσπαθούσα να τους κάνω να αισθανθούν καλύτερα, χόρευα σα παλιάτσος, ούρλιαζα επιτηδευμένα σα παράφωνος τραγουδιστής όπερας, έκανα μιμήσεις ζώων (μαϊμούς, συγκεκριμένα) και έφερνα κύκλους γύρω τους, μα αυτοί τίποτα.
Κατάλαβα ότι δεν με ενδιέφερε εν τέλει το τι αισθάνονταν, και ακόμα λιγότερο το να τους καθησυχάσω. Δε μπορούσα να σταματήσω να κινούμαι με μανία, να ουρλιάζω και να γελάω δυνατά, χωρίς λόγο. Ήμουνα παγιδευμένος σε μια γλυκιά ζάλη, σε μια υπερκινητικότητα ζωής που με έκανε να απολαμβάνω τη κάθε στιγμή πριν τη δήθεν Αποκάλυψη σα να ταν αιώνας.
Δίπλα μου, δυο τύποι με μαύρα νυφικά, έξυνανα τα αξύριστα πρόσωπά τους και μου έγνεφαν συνεχώς με το δάχτυλο στο στόμα να κάνω ησυχία. Νευρίαζαν και μετά σταματούσαν να ασχολούνταν μαζί μου βαριεστημένα- και μετά ξανά το ίδιο, και ξανά, και ξανά.
Δεν υπάκουσα ούτε αυτούς, ούτε κανέναν τους. Ο ουρανός άλλαξε όντως χρώμα, έγινε ασπρόμαυρος σα παλιά φωτογραφία, μετά κατακόκκινος σα πληγή, μα δε το πίστευα, δε με ενδιέφερε.
Συνέχιζα απλά να χορεύω.

Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009

Ημερωμένα Λόγια

Καθόμουνα και παρακολουθούσα ένα "σπασμένο" κανάλι στη τηλεόραση. Ξέρετε, αυτά τα οποία λόγω σήματος δε δείχνουν τίποτα σχεδόν, παρά μόνο αχνές φιγούρες και χιονάκι. Είναι το ίδιο με το να βάζεις στο ραδιόφωνο του αμαξιού σου σταθμό με παράσιτα, ως ένα βαθμό. Και ξέρεις και κάτι; Ήταν σαφέστατα πιο ενδιαφέρον από ό,τι άλλο και να έβλεπα. Διότι ακονίζεις τη σκέψη σου έτσι. Ξεχνιέσαι, ίσως, δε προσέχεις την εικόνα ή τον ήχο, αλλά επιμένεις σε παιδαριώδεις (συνήθως, ναι, έτσι είναι) σκέψεις, και αυτό το συνοθύλευμα από αφηρημένο θόρυβο σου πολτοποιεί τις έγνοιες. Γίνεται ένα με τη βαβούρα στο κεφάλι σου, και κάποια στιγμή κάνεις format, πως το λένε γαμώτο μου, το antivirus στο μυαλό σου φωνάζει "Άντε γαμήσου" και τα εξολοθρεύει όλα. Μέχρι να τα ξαναφορτώσεις, σαφώς, την επόμενη ή την παραεπόμενη μέρα.

(Σιγά μην είσαι τόσο μάγκας για να τα διαγράψεις τελείως, Παντελή)

Το μόνο που επιμένει στο να κάνει λίγο φασαρία πλέον, και πάλι καλά να λες, είναι το παγόνι ενός συγγενή μου. Τι είδους συγγενή, θα σας γελάσω. Η γιαγιά μου αποκαλεί το σόι μου "γυφτόσογο", αρκετά μεγάλο όντας, και έχει απόλυτο δίκιο- μετά ο πατέρας μου θήγεται και με παρακαλάει να μην χρησιμοποιώ τον όρο κι εγώ.
Το παγόνι ζωήρεψε για τα καλά. Τόσα χρόνια, το άκουγα μόνο το Πάσχα, όταν έριχναν βαρελότα για την Ανάσταση του Τσουρεκιού και εκείνο τρομαγμένο έκραζε. Το βλέπαμε καθώς περνούσαμε έξω από τον κήπο του προαναφερθέντα συγγενή. Ακόμα και τρομαγμένο, άνοιγε τα φτερά του μεγαλοπρεπέστατα, σήκωνε το κεφάλι και έκραζε, έκραζε, έκραζε... Και μεις μέναμε, μικρά παιδιά τότε, να λέμε μεταξύ μας, "Το γαμήδι. Κοίτα στυλ που έχει ακόμα και όταν πάει η καρδιά του να σπάσει".
Πολλές φορές φαντασιώθηκα ότι το τρώω. Είχα πάντα μεράκι στο να φάω ένα παγόνι- τι κρέας θα χε άραγε; Μαντεύω, πολύ συνηθισμένο, αλλά σκληρό- κάτι σαν τροφαντή, μεγάλη κότα αποκριάτικη με παραπάνω εγωισμό. Σα τη γειτόνισσά μου από δίπλα.

Αυτές τις μέρες λοιπόν, μόνο αυτό έχει το θράσσος να σηκώνει λίγο τη γειτονιά στο πόδι. Αμαρτία μου, μα το γουστάρω, κι ας το βρίζω συχνά πυκνά. Δεν είναι ακριβώς ότι μου λείπει το ότι μαζευόμασταν και παίζαμε κρυφτοκυνηγητό και ποδόσφαιρο πίσω από την εκκλησία χρόνια πριν, που με κάνει να ψιλοξενερώνω.

( Άλλωστε, το μόνο παιχνίδι που θα παίξω αυτό το καλοκαίρι είναι "Μπορείς να ζωγραφίσεις σα μαλάκας, για υπερ του δέοντος παχύσαρκους τουρίστες με μπαντάνες και σημαιάκια"; Υπάρχει και το άλλο! "Μάντεψε αν θα πληρωθείς για αυτό στο τέλος της εργασίας σου". Είναι σαν τον παππά, που παίζουνε με τα χαρτιά. Βάζεις τα λεφτά κάτω από ένα μεγάλο πάκο με σχέδια της Αρχαίας Κορίνθου, αριστερά και δεξιά βάζεις άλλο ένα πάκο, και τα στριφογυρνάς. Εσύ, όταν σταματήσει η γύρα, πρέπει να πας ενάντια στα ένστικτά σου, να επιλέξεις τον πάκο με τα πιο ανέμπνευστα και τυρρανικώς ομοιογενή σχέδια με δημόσια λουτρά και γκόμενες με τραπεζομάντηλα και κανάτες. Εκεί την πατάνε όλοι και μένουνε απλήρωτοι. Επιλέγουνε κουλτούρα και όχι παραγωγή/κατανάλωση. Νομίζω είμαι έτοιμος να ενδώσω στα κατώτερά μου ένστικτα. )

Είναι περισσότερο το ότι αρχίζω και καταλαβαίνω ότι πλέον μου λείπουν συγκεκριμένα άτομα. Φίλοι εννοώ. Άτομα τα οποία με περίμεναν ανέκαθεν με ένα ουίσκυ στο χέρι και περνάγαμε μαζί όλη τη μέρα, κάθε μέρα. Και το ενοχλητικό δεν είναι ακριβώς το γεγονός ότι μου λείπουν, αλλά οι δυο διαπιστώσεις που γεννιούνται μέσα από αυτό. Ότι δηλαδή
(1) Αρχίζω και μαλθακώνω επικίνδυνα. Αν μου την έπεφτε δηλαδή ένας πάνθηρας απόψε, χαρακωμένος και με σουβλερά δόντια, ένα με το μαύρο της νύχτας, δε θα έτρεχα απλά για τη ζωή μου. Θα έτρεμα πρώτα, μετά θα κατουριόμουνα πάνω μου, και ίσως μετά προλάβαινα να κάνω δυο βήματα πριν με δαγκάσει και με γαμήσει (γιατί όχι, ωραίο αγόρι είμαι). Άσχημο, κακό, ντροπή, κλπ κλπ
(2) Κάποτε οι φίλοι θα την κάνουν. Μερικοί θα τα τινάξουν πριν την ώρα τους αν δεν είναι τυχεροί, άλλοι θα παντρευτούν και θα χουν ένα κάρο μούλικα να μεγαλώσουν, άλλοι θα εξαφανιστούν απλά και δε θα ξέρω τι γίνονται. Το ίδιο και με την γκόμενά μου, ή με ρην κάθε γκόμενά μου, μη συγκεκριμενοποιούμε διότι πολύ πιθανό να διαβάσει αυτό το κείμενο και να νομίζει πάλι ότι πετάω έμμεσες μπηχτές λόγω μελαγχολίας. Είναι έτσι, αλλά δεν είναι έτσι απόψε. Διότι ζωγράφισα καμιά δεκαριά γυμνές γκόμενες σε μεγάλο χαρτί, τις κόλλησα στο τοίχο, αυτές ζωντάνεψαν (προφανώς) και τις κόλλησα ξανά στο τοίχο. Όλες μαζί. Οπότε οι ορμόνες ησυχάσανε, οπότε τσιγάρο και ανάπαυλα και νταγκλαμακλάν. Στο θέμα μας όμως: Όταν την κάνουν όλοι, θα χω για παρέα μόνο την πούτσα μου, τα μελάνια μου, τα γραπτά μου και ένα πανέμορφο ροτβάηλερ, αρσενικό, που θα το λένε Μπιφτέκο, προς τιμήν ενός παλιού χαμένου ήρωα της αντίστασης του εμφυλίου της Φλώρινας. Υπόσχεση.

Το καλό είναι ότι κοροϊδεύω τον κόσμο και τον εαυτό μου με το γυμναστήριο. Πηγαίνω συνέχεια, όμως πλέον χρειάζομαι τουλάχιστον ένα 3ωρο τη μέρα για να ξαναγίνω το κτήνος της Αποκάλυψης. Ναι, με την πόρνη απάνω στα λαιμά μου. Πριν κάτι μέρες δε, ξέχασα ότι πλέον λόγω τσιγάρου δεν έχω αντοχές ούτε για να ανάψω ένα πακέτο σπίρτα το ένα μετά το άλλο, και προσπάθησα να παραβγώ σε άρσεις στήθους έναν νεοφερμένο φουσκωτό νεαρό. Ξέρετε, αυτά τα macho, εγωιστικά, ανώριμα του γυμναστηρίου, που σιωπηλά παρακολουθείς τον άλλο να κάνει ό,τι κάνει και μετά "εντελώς τυχαία" πας και βάζεις περισσότερα, το ίδιο και ο άλλος, μέχρι ο ένας να τα παρατήσει ή να πάθει εγκεφαλικό. Άκομψο, ανώριμο; Ναι. Διασκεδαστικότατο, έστω και με έναν τραβηγμένο από τα μαλλιά τρόπο; Σαφέστατα. Όπως θα καταλάβατε λοιπόν είμαι τυχερός που δεν έμεινα σε αναπηρικό καροτσάκι. Και ο τύπος χαμογέλασε, ο αρχίδης, και με στόμφο την έκανε από το γυμναστήριο. Ένιωσα σα τη Κοκκινοσκουφίτσα που παρατήρησε ότι ο Λύκος, αφού της τον έμπηξε με το ζόρι, της είχε φάει ΚΑΙ το φαϊ για την γιαγιά- εκεί λιποθύμισε, την βρήκαν τα τρία γουρουνάκια, την κόψανε σε τρία κομμάτια και πήρε ο καθένας από ένα, στο σπίτι από άχυρα, από ξύλα και από τούβλα, και από τότε η τύχη της αγνοείται.
Δε μας τα λέγανε τα παραμύθια όπως είναι. Όπως γουστάρανε μας τα λέγανε.

Και μιας και είπα παραμύθια, σε λίγο καιρό επιτέλους οι (λαθρο)μετανάστες θα μπορέσουν να ζήσουν ανθρώπινα, μιας και οι πάντα έτοιμοι για να βοηθήσουν συμπολίτες τους στη Πάτρα, θα τους μεταφέρουν στη Μόμα. Τους ζηλεύω ήδη. Δεν είναι και λίγο να ζεις με άλλους 20 σε μια σκηνή που χωράει ίσα ίσα εσένα και έναν νάνο (1,5 άνθρωπο βάλε χονδρικά, υπολόγισε και τα κιλά όμως/περιφέρεια. Αν ο νάνος είναι χοντρός, έχεις πρόβλημα), και να αμοίβεσαι πλουσιοπάροχα με 5 ευρώ για μια μέρα δουλειάς. Ούτε και είναι και λίγο να σε στοιβάζουνε σε καράβια και να σε ξαμολάνε για να μοιραστείς τις μουσικές σου επιλογές μαζί μας, αξιαγάπητε Αφρικανέ, που αν πιστέψω την Έφη Σαρρή, θέλεις όντως να κάνουμε κοννέ-
Κάποιο συμπαντικό ανέκδοτο εις βάρος μου. Σίγουρα. Σα τη φάση με τον Fratter Perdurabo και τους μαθητές του, με τον γέλωτα και τη θλίψη. Ξέρετε. Λαζόπουλος φάση.

Κλείνοντας την ανάγκη μου να χωρίσω την καθημερινότητά μου σε ενότητες παπαρολογίας (σας αρέσει όμως, πάω στοίχημα- σε βλέπω εσένα να μασουλάς πατατάκια ή να ρουφάς μακαρόνια πίνοντας αναψυκτικό και κοιτώντας βαριεστημένα), να δώσω ένα μεγάλο μπράβο στον συναγωνιστή Σύλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος αν μη τι άλλο, έχει τέλειο γούστο στις υπουργούς που επιλέγει.





Mara Carfagna, θα υποδεχτεί τις πρώτες κυρίες των κρατών που θα συμμετέχουν στο περίφημο G8. Επειδή τυγχάνει να είμαι προσκεκλημένος κι εγώ (άνευ συζύγου, κέρδισα πρόσκληση από λοταρία στη λέσχη Α.Α Φλώρινας) στο εν λόγω πάρτυ, και επειδή είμαι τόσο γκλάμουρους που δεν αντέχεται πια, θα προσπαθήσω να σας φέρω φωτογραφίες. Και την ίδια, αν δεχτεί. Γιατί όχι;
Λεφτά έχουμε. Αν είχαμε και μαλλιά, πφφ. Θα' ταν 100 στα 100 ο τζίρος.

Ενημέρωση

Ξανάρχισα δειλά τις Τελετές Θαλάσσης από σήμερα, μόνος. Άρα τροποποίησα και λίγο την ίδια την λειτουργία αυτών, καθώς όπως καταλαβαίνετε δεν μπορώ να μείνω βυθισμένος μέσα στο νερό μόνος μου.

Απλά θα δοθεί περισσότερη σημασία στη θάλασσα και το νερό παρά στο "εγώ" αυτή τη φορά. Και αυτό επειδή αν βγάζεις ό,τι έχεις στη γκλάβα σου προς το κύμμα, είναι λόγικό να επιστρέψει το ίδιο ακριβώς σε σένα. Σα μπούμερανγκ. Οπότε επιμένω στο να προσπαθώ να αδειάσω εντελώς, αφήνοντας το κύμμα να φέρει σε μένα ό,τι επιθυμήσει.

Πείτε με γραφικό, αλλά πάντα πίστευα ότι η θάλασσα και τα σπίτια έχουν μνήμη. Εκτός των άλλων, σίγουρα, αλλά αυτά τα δύο με συναρπάζουν ακόμα το ίδιο όπως παλιά.