-Ευχαριστώ για τη μεταφορά, φίλε, στο είπα;
-Ήδη τρεις φορές. Πρέπει να σουνα πολύ απελπισμένος.
Οι δυο τους στριμώχνονταν στο μικροσκοπικό μηχανάκι αυτού του ακατανόμαστου, του ευγενικού μα ταυτόχρονα με φάτσα παιδεραστή τύπου, που δέχτηκε να μεταφέρει τον τύπο με το κασκόλ στο κοντινότερο χωριό. Κατ' ευφημισμόν μηχανάκι, σαφώς, καθώς δυο ρόδες, ένα τιμόνι-παρωδία και σέλα από άχυρα δε σε κάνουν μέσο μεταφοράς αξιόλογο (πόσο μάλλον ασφαλές)
-Η αλήθεια είναι ναι. Κανένας δε σταμάταγε.
-Σε αυτά τα μέρη είναι σύνηθες. Θεωρείται κακοτυχία.
-Το να ενδίδεις σε ωτοστόπ; Από πού κι ως πού;
-Εικοσαετίες τώρα, από τότε που ο μανάβης του χωριού πήρε ένα ζευγάρι που έκανε ωτοστόπ το βράδυ, τους παγίδευσε σε μια αποθήκη και τους τεμάχισε, αφού πρώτα τους βίασε και τους δυο.
Σιωπή αμηχανίας. Λογικό. Πάμε πάλι.
-Το ζευγάρι σκότωσε τον μανάβη, είπες;
-Όχι, ο μανάβης το ζευγάρι.
Λίγα δεύτερα ακόμα, αναγκαίο το reboot. Ξανά.
-Και πώς είναι αυτό κακοτυχία για το ωτοστόπ;
-Βρε παιδάκι μου. Αν εμένα μου ξυπνήσει τώρα κάποιο έντικτο και κάνω το ίδιο; Θα καταστραφώ. Γρουσουζιά. Μαλακία.
-Μάλιστα. Ξέρεις...
-Αλλά δεν πιστεύω σε γρουσουζιές. Ό,τι είναι να γίνει γίνεται. Το αν θα σε τεμάχιζα δεν εξαρτάται από το τι έγινε στο παρελθόν, σωστά;
-Ναι, λοιπόν...
-Θέλω να πω, σαφώς, το σκέφτηκα, αλλά αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, όπως και να το κάνουμε. Είναι περίεργο, σα να ακούς φωνές από μεγάφωνα που λέμε μέσα στο κεφάλι.
Ο τύπος με το κασκόλ κοίταξε πίσω του. Έρημος δρόμος. Πρασινάδα, κτήματα παντού.
-Δε μου λες, εχμ, πόσο απέχει το χωριό ακόμα;
-Α; Απο εδώ, περπάταγες προς τα κει άνετα. Φτάσαμε, που λέμε.
-Ευχαριστώ.
Με μια απότομη κίνηση, ο τύπος με το κασκόλ έγυρε πίσω και έπεσε στο δρόμο, σούρνοντας το σώμα του απότομα, σκίζοντας κομμάτια από τα ρούχα του. Το παπάκι συνέχισε τη πορεία του, μέχρι που ο οδηγός τον πήρε χαμπάρι και σταμάτησε μεμιάς. Πριν προλάβει να κάνει τίποτα, ο τύπος με το κασκόλ έτρεξε προς τα αριστερά, στο πρώτο χωράφι που βρήκε, και συνέχισε να τρέχει μέχρι που άκουσε το μηχανάκι να φεύγει, τότε έπεσε κάτω αγκομαχώντας.
-Περιπέτεια και μαλακίες. Περιπέτεια....φχχχχφφ.... και μαλακίες...
[Ανασύνταξη δυνάμεων και προτεραιοτήτων.
Συνέχεια του ταξιδιού λοιπόν, μετά από ώριμη σκέψη.
Ποδαρόδρομος με πονεμένα πλευρά και σπασμένη αυτοεκτίμηση,
στάλες πορφυρές στο δρόμο, ο Τοσοδούλης ενηλικιώθηκε
αλλά δε γουστάρει να πετάει βελανίδια για να βρει το δρόμο για το σπίτι.
Στρίβουν όποτε ο καιρός αλλάζει, προχωράν ευθεία στην κατηφόρα
τους μαλάκες, εμάς.]
Τίποτε.
Αγελάδα, στάβλος, αγελάδα, ω, ένα κοπάδι πρόβατα, αγελάδα, στάβλος, αγελάδα, θεοί, ένα τσοπανόσκυλο, αγελάδα, αγελάδα, αγελάδα, στάβλος, ω μα όχι, είναι αποθήκη.
Και κάποια στιγμή, η πινακίδα. Χεσμένη από πτηνά αμφιβόλου προέλευσης, να λέει απλά "Τραπουλόχαρτο".
-Τραπουλόχαρτο; Τι "Τραπουλόχαρτο";
Ο δρόμος του χωριού ήταν λασπωμένος- άσφαλτος; τι; Το ίδιο το χωριό όμως ήταν πανέμορφο. Τόσο, που, ο ίδιος ο τύπος με το κασκόλ αμέσως έγιανε από όλα, το ηθικό του αναπτερώθηκε και βρήκε όρεξη να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε- την απόλυτη μαλακία, όπως την έλεγε πλέον. Στη πλατεία, δέσποζε ένα μεγάλο συντριβάνι, τόσο μεγάλο, που ακόμα και το πλατάνι από πίσω του δε σου έκανε εντύπωση. Εϊναι από αυτές τις περιπτώσεις που η σχηματική και μεγεθυντική υπερβολή ενός αντικειμένου που έχουμε στο μυαλό αποτυπωμένο με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μας αλλοιώνει την αντιληπτική ικανότητα- αν όλα δηλαδή τα συντριβάνια ήταν τόσο μεγάλα, κανένα τεράστιο πλατάνι δε θα μας έλεγε μια. Όχι ιδιαίτερα στολισμένο, ούτε αφημένο στη μοίρα του όμως, γέμιζε το χώρο, συνοδευόμενο από μαγαζάκια παντός τύπου δεξιά και αριστερά του.
Κάτι που παρατηρήθηκε έντονα από τον αφηγητή μας, ήταν οι ντόπιοι. Και παρατηρήθηε έντονα, επειδή ακριβώς δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο, κι αυτό προφανώς δε σε προϊδεάζει για κάποια περιπέτεια. Γέροι με τσουβάλια, γριες με τσουβάλια, νέοι με αφηρημένη αίσθηση μόδας, χρυσά ρολόγια με λεκιασμένες μπότες χωραφιού, αστραφτερά αμάξια παρκαρισμένα πίσω από αγροτικά με προμήθειες πάνω στις καρότσες. Προφανώς και δεν θα υπήρχε νυχτερινή ζωή, αυτό όμως δεν εμποδίζει το ανθρώπινο είδος να την αναζητήσει αλλού. Τους είχε δει όταν έμενε στη πόλη, είχε τσακωθεί μαζί τους όταν αργούσαν να περάσουν το πράσινο φανάρι, είχε γελάσει με την πάρτη τους όταν τους έβλεπε να βρίζουν πωλητές μαγαζιών κινητής τηλεφωνίας μέρα με τη μέρα. Παρατηρείς και στρουμπουλές νεανίδες, με ροδοκόκκινα μπαλόνια αντί για μάγουλα και κωλομάγουλα, να περπατάνε δίχως να τους νοιάζει αν το μισό βυζί τους πάει να πεταχτεί απόξω, καθώς μεταφέρουν το ψωμί για το σπίτι- και γιατί να τους νοιάζει; Σάμπως είναι και πολλές;
Ξεκούραση. Καφενείο- τι περίμενες; Τραπέζια έξω, μπάρμπες τριγύρω να κάθονται με μαγκούρες και να σε κοιτούν αδιάφορα.
-Τι;
Ο σημαδεμένος πιτσιρικάς με τη στολή παραγιού ακούστηκε σα να μιλάει σε κατσαρίδα, όχι σε πελάτη, όταν ρώτησε με αυτόν τον αφαιρετικό τρόπο τι θα επιθυμούσε να καταναλώσει ο λαβωμένος μα για κάποιο περίεργο λόγο κεφάτος επισκέπτης του χωριού, μπρος του.
-Εχμ. Γεια. Τσίπουρο έχει;
-Δεν έχει τίποτε άλλο.
Έστριψε απότομα και μπήκε στα ενδότερα του μαγαζιού. Ο τύπος με το κασκόλ ανασκουμπώθηκε λίγο, μετά απλώθηκε και βολεύτηκε στην ξύλινη καρέκλα. Παρατήρησε πως ο εκ των δεξιά καθόμενος βοσκός (προφανώς) με το παχύ, σταλινικό αλλά πιο ξεβαμμένο μουστάκι, τον "έκοβε" από πάνω ως κάτω.
-Ωραία είναι εδώ, ε μπάρμπα;
-"Μπάρμπα". Μάλιστα. Δε με γνωρίζεις καθόλου, αλλά ταυτόχρονα συμπεραίνεις ότι, λόγω της βουκολικής μου ανατροφής, δεν θα με πειράξει αυτός ο τόνος, λες και γνωριζόμαστε από παλιά.
Κοίταγμα προς το κοινό, σπάσιμο του τετάρτου τοίχου αναγκαστικά- ο ήρωάς μας μένει άναυδος.
-Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να γίνω αναιδής.
-Όπως θες. Απλά να ξέρεις ότι η ασυδοσία λόγου εδώ πέρα δε θα σου χρησιμεύσει. Τουλάχιστον ως προς τους γηραιότερους του χωριού, νεαρέ μου.
-Θα το έχω στα υπ'όψην...
-Μη θαρρείς πως το παραπάνω μου σχόλιο πηγάζει από δυσκολία χαρακτήρα. Είναι απλά ένας εκ των τρόπων με τους οποίους ζυγίζουμε την ευγένεια σε αυτά τα μέρη.
-Κατανοητό, κύριέ μου.
Ο τύπος με το κασκόλ βρήκε αρκετά ενδιαφέρουσα αυτή τη τροπή της συζήτησης. Στα συν, ότι ήταν ένας τρόπος να υπερνικήσει κάποια ψευδοπρότυπα που του είχαν επιβληθεί από τη ζωή στην πόλη χωρίς τη θέλησή του, περί άνετων, αμόρφωτων, ό,τι-να-ναι επαρχιωτών. Έσπευσε να ξεκινήσει κουβέντα, παρόλο που τα πλευρά του ακόμα πονούσαν.
-"Τραπουλόχαρτο", ε; Γιατί "Τραπουλόχαρτο";
-Α, τώρα πας πολύ πίσω. Στα χρόνια ίδρυσης του χωριού.
-Παρακαλώ πολύ, διαφωτίστε με.
-Λοιπόν, για να δούμε. Θα' ταν κι εγώ δε ξέρω πόσα χρόνια πριν... εγώ δεν είχα γεννηθεί. Ούτε νομίζω θα βρεις κάποιον που είχε γεννηθεί τότε, πλέον, εδώ πέρα. Εκτός ίσως από τον Μηνά, ο οποίος όμως δεν είναι σε θέση να απαντήσει.
Έδειξε ένα ραμολιμέντο, απροσδιόριστης ηλικίας, κάπου μεταξύ χιλιετιών και αιώνα. Κειτόταν αφημένος σε ένα παγκάκι και το κεφάλι του, σαν ξεβίδωτο, έμενε να κοιτάει τα πλακάκια της πλατείας.
-Ακούγεται λοιπόν, πως το χωριό αυτό, κάποτε λεγόταν αλλιώς. Κανείς δεν είναι σίγουρος πώς. Εικάζεται το "Δροσιά" σαν πιο δυνατός αντίπαλος σε αυτή τη κούρσα ονομάτων, με το "Δεκάλοφος" να έρχεται δεύτερος, κυρίως επειδή εδώ δεν έχουμε πάνω από δυο λόφους.
-Το βλέπω.
-Το θέμα είναι, κάποια στιγμή, ο δήμαρχος του χωριού, έχασε ένα στοίχημα στα χαρτιά. Μεθυσμένος. Και όταν συνδιάζονται αυτά τα δύο, τείνουν να γίνονται ευτράπελα, όπως ίσως ξέρεις.
Ο τύπος με το κασκόλ θυμήθηκε τότε που αναγκάστηκε να κρεμαστεί γυμνός από το μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας μετά από μια παρόμοια κατάσταση, αλλά επέλεξε να αφήσει τον γέρο να συνεχίσει απερίσπαστος την αφήγηση.
-Σαν αποτέλεσμα αυτού, το χωριό άλλαξε όνομα, και επίσης έγινε η χάρη σε έναν εκ των μεγαλύτερων κομπιναδώρων της περιοχής, τον Στραβόγιωργα, τον τότε μανάβη, να ανοίξει στο χωριό το πρώτο καζίνο, με αυτόν σα διαχειριστή, σαφώς.
-Μανάβης είπες;
-Ναι.
-Έχει καμιά σχέση με εκείνο το συμβάν με τον φόνο και το βιασμό σε ωτοστόπ;
-Α; Λες για τον Στραβόκωστα, το εγγόνι του Στραβόγιωργα. Αυτός πήγε σπούδασε στο εξωτερικό και μετά γύρισε πειραγμένος. Έπαιρνε κάτι χάπια για την πίεση, έλεγε, και μια μέρα έγινε αυτό. Η μάνα του τον πήγε για εξορκισμό, αλλά δε δούλεψε. Μετά το συμβάν εξαφανίστηκε.
Εκείνη τη στιγμή ο πιτσιρικάς σέρβιρε αδιάφορα το τσιπουρο. Ο τύπος με το κασκόλ γέμισε το ποτήρι του και το ύψωσε προς το μέρος του γέρου.
-Στην υγειά σου, γέρο.
Ο γέρος τσούγκρησε.
-Στην υγειά σου, ταξιδιώτη.
-Να μην ανταλλάξουμε ονόματα;
-Είναι γρουσουζιά, εδώ πέρα, να συστήνεσαι εξαιτίας ενός τσουγκρίσματος, παιδί μου. Μου το λες και αύριο το όνομά σου.
-Μάλιστα. Και δε μου λέτε, αυτό το καζίνο υπάρχει ακόμα;
-Αν υπάρχει; Ουυυυυυ, που δεν υπάρχει. Εκεί, πάνω στο λοφάκι που λέγαμε πριν.
Έδειξε προς τα νότια. Ένα μεγάλο κτήριο εμφανιζόταν, κρυμμένο το μισό πίσω από φύλλα δέντρων.
-Δουλεύει, ζει και βασιλεύει. Μια χαρά. Βέβαια η διεύθυνση άλλαξε, από τον Στραβόγιωργα πήγε στο γιο του, ο οποίος και δεν είχε επιχειρηματικές ικανότητες, οπότε αναγκαστικά πλέον το διαχειρίζεται ένας πρωτευουσιάνος, ο Μπλε, ο οποίος έρχεται και φεύγει. Αυτές τις μέρες νομίζω ότι είναι εδώ, αν δε πέφτω έξω.
-Μπλε; Τι εννοείτε, "Μπλε";
-Με αυτό το όνομα μας συστήθηκε, παιδί μου.
Προφανώς λογική μαφιόζου, σκέφτηκε ο ήρωας του κειμένου, όπου δε λες το κανονικό σου όνομα για ευνόητους λόγους. Αλλά πώς γίνεται οι κάτοικοι του χωριού να το έχαψαν; Η απάντηση του γέρου ήταν σαφής και διέλυσε κάθε υποψία χαζομάρας που θα στιγμάτιζε το Τραπουλόχαρτο σαν έννοια στο μυαλό του τύπου με το κασκόλ.
-Το όνομα είναι απλώς ένας τρόπος να αναγνωρίσεις κάποιον. Όταν ξέρεις το όνομά του, κατέχεις τη ζωή του, τον γραπώνεις, αν θες. Χαιρετίζω το θάρρος του Μπλε να μας συστηθεί έτσι. Και δε με νοιάζει, απ τη στιγμή που δε θέλω να τον γνωρίσω παραπάνω. Δε ζει εδώ καν, άλλωστε. Δουλεύει εδώ.
-Ένα χωριό με περίεργες ονομαστικές επιλογές. Μου αρέσει.
-Δε σβήνω την πιθανότητα οι γονείς του να ήταν εκκεντρικοί, απ την άλλη. Δε θα μου έκανε την παραμικρή εντύπωση, αν και δε νομίζω καμία κολυμπήθρα να δεχόταν αυτό το όνομα σαν δώρο, καθώς θα τον μασούλαγε, πιτσιρίκο.
-Να ρωτήσω κάτι που μου ήρθε μόλις τώρα, και συγγνώμη και για το θάρρος.Καζίνο εδώ σημαίνει ότι έχετε και πόρους. Και αν έχετε πόρους, πώς και όλα είναι αφημένα σε ένα τόσο πρώιμο, ας το θέσω έτσι, στάδιο;
-Παιδί μου, η εξέλιξη δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτό το λάθος κάνετε όλοι του λόγου σας, οι μεγαλωμένοι σε πόλεις. Δε χρειάζεται να είναι άσφαλτος για να είναι όμορφα, δε χρειάζεται παραπάνω τσιμέντο για να είναι πιο άνετα. Τα λεφτά πάνε εδώ κι εκεί, μερικοί δε που συμβαδίζουν με τα χούγια του καζίνου, έχουν όπως είδες αμαξάρες, σπιτάρες, τα πάντα- αλλά μένουν κοντά στη περιοχή του καζίνο, κατ'επιλογήν στο πενήντα τοις εκατό, και κατ'υποχρέωσην στο άλλο πενήντα.
Ο τύπος με το κασκόλ χαμογέλασε. Είχε βρει άλλη μια πιασάρικη φράση για να εμπλουτίσει το πρώτο του γραπτό έπος, όπως το σκεπτόταν τουλάχιστον, και γούσταρε την ειλικρίνεια της απάντησης. Συνέχισε να πίνει τσίπουρα, κερασμένα από τους μπαρμπάδες που πλησίασαν ο ένας μετά τον άλλο, μέχρι που τα πάντα άρχισαν να κυμματίζουν ομοιόμορφα, κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα μάτια του.
-Γλυκάνισος......γλυκάνισος, όπως πάντα γλυκάνισος....
-Δε γίνεται τσίπουρο χωρίς αυτόν, παιδί μου, είπε γελώντας ένας λεπτοκαμωμένος γέρος που κατάπινε και τα ποτήρια ακόμα, μαζί με το αλκοόλ.
-Πφ. Με χαλάει. Με χαλάει αρκετά.... αρκετά, εννοώ, δηλαδή, πολύ.
-Ξενοδοχείο δεν έχουμε, παιδί μου, αλλά μπορείς να μείνεις στην αποθήκη μου, πρότεινε ένας άλλος μπάρμπας με ένα τεράστιο καπέλο με μπαλώματα
-Δεν υπάρχει λόγος... ακόμα δεν έχει σουρουπώσει καλά-καλά....θέλω να ελέγχξω και το καζίνο, θέλω να πάω, δηλαδή, όχι να παίξω, εννοώ.
-Κάνε ό,τι θες. Εμείς εδώ θα είμαστε.
Ο τύπος με το κασκόλ σηκώθηκε με δυσκολία. Προσπάθησε να περπατήσει, αλλά το ένα βήμα τα 6 δεύτερα φαινόταν ήδη άθλος. Από πίσω οι μπαρμπάδες γελούσαν καλοπροαίρετα, ήθελε να πιστεύει. Θα ορκιζόταν καθώς απομακρυνόταν ότι μιλούσαν για τον Foucault και το βιβλίο που αφιέρωσε στο "Ceci n'e past une pipe" του Magritte ("Πολλά ενοιολογικά κενά, αγαπητέ μου"- "Διαφωνώ ζωηρώς αλλά δεν αντιπαρατείθω το λόγο μου στην εμπειρία σας επί του θέματος, μπαρμπα Ζάχο"), αλλά δε θα έβγαζε νόημα, σωστά; Ή μήπως όχι;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου