Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Μέρος Α

"Αποφάσισα! Ήρθε η ώρα για το μεγάλο ταξίδι! Την φοβερή και τρομερή μου περιπέτεια!"

Ο τύπος με το απεριποίητο μούσι και το κασκόλ χοροπηδούσε, σχεδόν, σε όλο το μήκος του ακατάστατου διαμερίσματος, γκρεμίζοντας κατά λάθος στοίβες από άπλυτα και χαρτοσακούλες από φαγητό απ' έξω. Πιο δίπλα, σε ένα τραπεζάκι που δε μπορούσε να στερεωθεί με τίποτα, ο περίεργος με το κεφάλι του πελεκάνου ανακάτευε τη κούπα με το καφέ του, με λερωμένο κουτάλι ξεραμένης ζάχαρης.

"Θα φύγω. Θα ταξιδέψω. Θα γνωρίσω τα πάντα, τους πάντες. Εδώ, εκεί, παραπέρα!"

Έκατσε στο τραπεζάκι επίσης, μέσα στην υπερένταση.

-Πώς κινείσαι δηλαδή από εδώ και πέρα;
-Πώς κινούμαι; Τι εννοείς; Δε κινούμαι κάπως. Βουτάω μια τσάντα με πράματα, λίγα λεφτά και έφυγα με οτοστόπ.
-Μάλιστα. Για πού;
-Για πού; Τι εννοείς;Πάω παντού και πουθενά. Θα γνωρίσω φυλές ξεχασμένες από το ανθρώπινο μάτι, θα βουτήξω σε τεράστιες φουτουριστικές πόλεις, θα γίνω μοναχός, θα γίνω κοσμοπολίτης, νταβατζής, βιομήχανος.
-Μέχρι τα 45 έχεις 10 χρόνια. Αρκετός καιρός.
-Δε παίζει ρόλο. Νιώθω νεότατος, δυνατός σα γαμημένος ταύρος. Μπορώ να σηκώσω και βουνά με αυτά εδώ.

Σφίγγει τα λεπτοκαμωμένα μπράτσα του.

-Μπορώ να φτιάξω πυραμίδες στο κέντρο του L.A μόνο με αυτά εδώ!
-Ωραία σκέψη.
-Σημασία έχει ότι το αποφάσισα. Βαρέθηκα. Είμαι σα ψάρι σε γυάλα. Τρώω μαλακίες από πλαγκτόν και βλέπω τηλεόραση όλη μέρα. Φόρμουλα. Βαρέθηκα τη φόρμουλα.
-Δες ποδόσφαιρο.
-Δεν είναι εκεί το θέμα. Πφ, με κοροϊδεύεις;
-Εγώ; Όχι. Απλά ξέρεις ότι δεν με ελκύουν οι γρήγορες αποφάσεις.
-Θα γυρίσω το κόσμο και θα γράφω. Θα κάνω μεγάλη εμπορική επιτυχία με τα δύο πρώτα μου βιβλία, που θα μιλάνε για τους Εσκιμώους, τα ναρκωτικά τους και τα ήθη κι έθιμά τους. Τα επόμενα βιβλία θα τα σνομπάρουν οι κριτικοί, αλλά θα μου δώσουν μια θέση στην αιωνιότητα.
-Αχα. Μάλιστα.
-Δε με παίρνεις στα σοβαρά. Αλλά έτσι είναι. Θα με ξαναδείς πάλι μετά από καμιά εικοσαετία, σοφότερο. Θα έχω μεγάλη γενειάδα και τα μάτια μου θα έχουν γίνει γαλάζια από τις εμπειρίες μου.
-Σώπα βρε παιδάκι μου.
-Ναι. Θα με ρωτάς ό,τι θες, θα στο απαντάω με μια ήρεμη, βαθιά φωνή. Θα κάνω ελάχιστες κινήσεις διότι θα έχω ζήσει στη τσίτα τα πάντα. Θα φοράω ρετρό, όμορφα σακάκια και θα έχω ένα μπαστούνι από ελεφαντόδοντο, στη βάση.
-Ωραίος μου ακούγεσαι.
-Ναι. Οι γκόμενες θα κάνουν ουρά. Θα θέλουν όλες να μου πάρουν πίπα εξαιτίας των βιβλίων μου (των δύο πρώτων, όχι των άλλων), θα το εκμεταλεύομαι στην αρχή, αλλά, μη γεμίζοντάς με αυτό το πράγμα, θα μένω μόνος στο τέλος.
-Είσαι μεγάλος, μπράβο.

Ο πελεκάνος ρουφάει μια γουλιά καφέ, ο άλλος ξανασηκώνεται και γραπώνει γερά ένα ξεχαρβαλωμένο κουρτινόξυλο.

-Θα κυνηγήσω θηρία της θάλασσας άγνωστα στον άνθρωπο. Θα τα τρυπήσω με ακόντια και καμάκια, θα τα σύρω έξω και θα ταϊσω λαούς της Αφρικής.
-Ο φίλος σου ο Μανώλης κάνει γι'αυτό. Η κοιλάρα και η κωλάρα του είναι σε διάμετρο όσο η Αφρική η ίδια. Και όταν κολυμπάει, πολλές φορές τον σημαδεύουν με καμάκια, πάω στοίχημα.
-Θα δω οράματα. Όντα που δεν υπάρχουν αλλά αναπνέουν. Θα γνωρίσω παλιοτόμαρα, αλήτες, πρεζέμπορους, μπράβους. Θα με δείρουν, άλλους θα τους δείρω, άλλους πάλι θα τους αφήσω να με σπάσουν στο ξύλο για να τους γαμήσω τη γκόμενα στη συνέχεια και να με συντηρήσει αυτή.
-Διακρίνω μια εμμονή με το γυναικείο φύλο.
-Είναι μέσα στη μεγάλη περιπέτεια έκδηλο, ναι. Γουστάρω.
-Μεγαλύτερη περιπέτεια θα τανε να περάσεις από όλα τα gay bar της πόλης Σάββατο βράδυ, ντυμένος με δερμάτινα.

Ο τύπος με το κασκόλ αρπάζει ένα πάκο χαρτιά, με ορνιθοσκαλίσματα πάνω τους.

-Αυτό εδώ δε το τελείωσα ποτέ. Ήταν άρθρα για κάτι εισαγώμενα κρασιά. Δε πληρώθηκα τίποτα.
-Λογικό, αν δε το τελείωσες.
-Χάνεις το νόημα. Βαρέθηκα, σου λέω. Η ίδια γραφομηχανή, τα ίδια μουλιασμένα πλήκτρα από τον ιδρώτα, οι ίδιοι κάλοι στα χέρια. Δε με ελκύει τίποτα. Οι ίδιες γρήγορες σεξομανείς γυναίκες, το ίδιο μπαρ, η ίδια σερβιτόρα, η σκατίλα η ίδια προσωποποιημένη.
-Ερώτηση κρίσεως: Γιατί δεν δοκιμάζεις να αλλάξεις το εδώ, πριν το παρατήσεις για πάντα;
-Δεν αλλάζει! Δεν-αλλάζει-με-τίποτα! Είμαστε οι κουράδες σε κονσέρβα, σε φτηνό μανάβικο στη μέση του πουθενά. Τι τύχη μπορούμε να έχουμε;
-Δε ξέρω, αλλά ίσως αν αλλάξεις στέκι και γραφομηχανή, να αναπνεύσεις καλύτερα.
-Όχι, όχι, όχι. Θα στο θέσω απλά. Κάποτε γάμαγα μια αριστερίζουσα υπάλληλο τράπεζας. Φοβερή. Μεγάλη ιστορία, θα στα πω κάποτε.
-Παρακαλώ.
-Αυτή είχε μπουχτήσει. Ένιωθε ότι πνιγόταν. Μια μέρα μου είπε ότι δε θα βαζε κανέναν γκόμενο πάνω απ το όνειρό της, πήρε μια βαλίτσα και εξαφανίστηκε. Δε τη ξαναείδα αλλά τη σέβομαι. Αυτή τη στιγμή δε, τη θαυμάζω.
-Πόσες ώρες δούλευε τη μέρα;
-Νομίζω 12, γιατί;
-Θα σου πω. Φίλους είχε;
-Όχι πολλούς. Ίσως και κανέναν. Μαζί είμασταν όλη την ώρα.
-Μάλιστα.
-Τι μάλιστα;
-Άσε τις μαλακίες και κάτσε στρώσου. Είμαι υπέρ της μεγάλης απόδρασης, αλλά αν δε στοχεύεις κάπου, οπουδήποτε, καταλήγεις αντί να ρουφάς ερεθίσματα, να σε ρουφάνε αυτά. Και στο τέλος δε σε θυμάται κανένας, πλην των γνωστών σου που νοιάζονται ακόμα.
-Είσαι μαλάκας.

Ο τύπος με το κασκόλ κάθησε σε ένα κρεβάτι που σου δινε την εντύπωση ότι ήταν σκουριασμένο, παρόλο που ήταν όλο φτιαγμένο από ξύλο.

-Είσαι μεγάλος μαλάκας. Γιατί μου κόβεις τα φτερά;
-Άσε τα γυναικεία σε μένα. Σε ξέρω από πιτσιρικά. Μια ασπιρίνη βαριόσουνα να πας να πάρεις από το περίπτερο, μετά κατέληξες να τις ρίχνεις στη μπύρα σου.
-Υπερβολές.
-Έτσι είναι.
-Στ'αρχίδια μου! Πώς με κρίνεις έτσι τώρα, δηλαδή;
-Δε σε κρίνω. Παρατηρώ ότι είσαι σε αναμπουμπούλα. Υπέροχο αυτό. χρησιμοποίησέ το σωστά.
-Ανησυχείς πολύ.
-Δεν ανησυχώ, για την ακρίβεια, στ'αρχίδια μου. Καφέ θα πίνω και αφού την κάνεις, αν την κάνεις ποτέ δηλαδή.
-Στ'αρχίδια μου. Θα την κάνω. Φεύγω. Αλόχα. Αντιός. Γκουντμπάη.
-Φακόφ. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Ο τύπος με το κασκόλ σηκώθηκε, έβαλε πέντε σώβρακα και φανελάκια σε μια σχολική τσάντα, άνοιξε ένα γυάλινο βάζο με μουστάρδα στα τοιχώματα και χούφτωσε μερικά χαρτονομίσματα, και βγήκε έξω από το διαμέρισμα τρέχοντας και χαμογελώντας την ίδια στιγμή. Ο πελεκάνος τέντωσε τα πόδια του βαριεστημένα, και ρουφώντας το καφέ του, είπε

"Του δίνω μια βδομάδα διορία για να επιστρέψει και να μου ζητήσει λεφτά για φαγητό. Και πολύ λέω"

Δεν υπάρχουν σχόλια: