Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Μέρος Β

"Περπάτησα και γω δε ξέρω πόση ώρα. Αγαπητό ημερολόγιο, Θανάση φίλε μου αδερφικέ, οι πρώτες ψείρες αμφιβολίας αρχίζουν και γρατζουνάνε τη καράφλα μου δειλά, καθώς τα πόδια μου δείχνουν να φουσκώνουν σα βάρκες ειδικών δυνάμεων, και η ανάσα μου κάνει παράσιτα σα χαλασμένο ραδιοφωνάκι. Τελευταίο τσιγάρο, σημαδεύω τα μαλακισμένα όρνεα πάνω από το λεοφορειόδρομο, περισσότερο σαν ρητορική ερώτηση που μεταμφιέστηκε σε προσωπικό στοίχημα. Σα να σε ρωτάνε, κορώνα ή γράμματα, και να λες "μέση". Μου σπάει τα αρχίδια κάθε φορά που πελεκάνοι έχουν απόλυτο δίκιο σε κάτι, κι εγώ βρίσκομαι στην άλλη άκρη της γραμμής βρίζοντας και ιδρώνοντας. Αλλά τι να λέει; Η πόλη είναι ήδη πίσω εδώ και ώρες, ο επόμενος σταθμός είναι η επαρχία, και κανένας πουτάνας γιος δεν σταμάτησε- προφανώς σε αυτά τα μέρη ο τεντωμένος αντίχειρας είναι προσβολή κι όχι ωτο-στοπ. Που και που, καθώς άραζα πάνω σε κωλόπετρες καπνίζοντας, όλο και κάποια σαύρα περνούσε και έμενε να με παρατηρεί, σα να έλεγε, "ακόμα ενας μαλάκας της περιπέτειας! χα!". Δε καταδέχτηκα να μασουλήσω καμία για να γεμίσει το στομάχι- όχι ότι θα χα κανέναν ηθικό ενδοιασμό.

Χρωματισμένες νταλίκες, με ταπετσαρίες από γυμνές γκόμενες σε παραλία, παρελαύνουν αυτή τη στιγμή μπροστά μου, αγαπητέ Θανάση, και πλέον δε μπαίνω καν στο κόπο να ζητήσω βοήθεια. Γενειοφόροι, σημαδεμένοι, με καρό πουκάμισα και καπέλα "Jack Daniels" ασημόραχοι γορίλες προσποιούνται ότι οδηγούν- πριν λίγο, ένας έλιωσε έναν ποδηλάτη μπρος στα μάτια μου, και αφού τον έκανε κιμά, κατέβηκε από τη νταλίκα, έβγαλε ένα λοστό, άρχισε να βαράει τον άψυχο πολτό με μανία, βρίζοντας, "Μαλάκα, ποιος θα το πληρώσει αυτό τώρα, ε;" και δείχνοντας το ένα του λάστιχο. Τι; Να επέμβω; Να σώσω τι; Τα απομεινάρια του πιτσιρικά και να τα στείλω σε ένα δέμα στη μάνα του; Αυτό δεν είναι περιπέτεια. Έχω πολλή δρόμο μπροστά μου. Αρχίδια. Ίσως πρέπει να γυρίσω πίσω. Αλλά να κάνω τι; Να γράφω για κρασιά; Ή ανέκδοτες ποιητικές συλλογές για κόπρανα, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν παρά εκείνον τον περίεργο Άραβα που μου έστελνε γράμματα στη μητρική του γλώσσα- να θυμηθώ κάποτε να τα αποκρυπτογραφήσω.

Έτσι είναι φίλε μου. Θες περιπέτεια; Την έχεις! Να αντέξεις όμως. Και αυτό λέω να κάνω. Δε γυρίζω πουθενά, αν δεν έχω πρώτα χορτάσει τη ζωή. Εσύ, Θανάση, υπόσταση δεν έχεις. Στη δίνω εγώ όπως θέλω. Φαντάζομαι την ενόχλησή σου- αν είχες πόδια, θα χες φύγει εδώ και καιρό. Θα με κλώτσαγες και στα παπάρια ενώ κοιμόμουν. Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Ένα στενό κλοιό, μια δουλειά που δε πληρώνει αλλά μου αρέσει, κανένας αξιόλογος φίλος παρά μόνο αυτοί που έρχονται σπίτι στις 5 το πρωί ζητώντας πρέζα, τρέμοντας σα κλωνάρια. Και τη σιχαίνομαι τη πρέζα, όλων των ειδών τις πρέζες, και όλες σε σκοτώνουν σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβεις.

Μόλις πριν λίγο άλλη μια σαύρα πέρασε περήφανα μπροστά μου. Θα ναι δήμαρχος. Χαιρετίζω ταπεινά και ξύνω τη καράφλα μου άλλη φορά- οι προαναφερθείσες ψείρες μοιάζουν να πηδούν με αλεξίπτωτα στο έδαφος. Και αυτό είναι αρκετό για να με κάνει να αφήσω τη κωλόπετρα μου, να σε βάλω στο σακίδιό μου, και να την κάνω. Όβερ και άουτ."

Δεν υπάρχουν σχόλια: