Σάββατο 25 Απριλίου 2009

Δέντρα

Ο πιτσιρικάς με το καλοχτενισμένο καστανό μαλλί, εγκλωβισμένος στην πανάκριβη Μερσεντέ που οδηγούσε ο πατέρας του, κοίταξε με μελαγχολία τους δυο συνομήλικούς του με τα φαρδιά παντελόνια και τις κουκούλες να περνάνε το δρόμο τρικλίζοντας μόρτικα και γελώντας, λέγοντας φωναχτά βρώμικα ανέκδοτα. Δυο μαύροι στέκονταν στον τηλεφωνικό θάλαμο και έμοιαζαν να τσακώνονταν με τον τύπο της απέναντι πλευράς της γραμμής ταυτόχρονα, ανταλλάζοντας το τηλέφωνο και κοπανώντας το στο τζάμι του θαλάμου, ενίοτε. Τα θεόχοντρα περιστέρια με την χωρίστρα έξω από το μαγαζί κατοικίδιων έχωσαν τόσο βαθιά τα κεφάλια τους στα φτερά τους, που τα πέρναγες ακέφαλα- μια μέθοδος προφύλαξης απ τη βροχή, προφανώς. Μια παρέα από σκατόφατσες με πολύχρωμα ρούχα, λιγδιασμένα μακριά μαλλιά και τσιγάρα στα χέρια απλώθηκε στο πεζοδρόμιο και κοιτούσε τα πάντα περίεργα. Χυδαία, σχεδόν. Τα μαγαζιά έμεναν κλειστά, έμοιαζαν εντελώς δυσπρόσητα, νεκρά. Μια ομάδα μεταναστών περιφερόταν, κάνοντας κύκλους, ανοιχτά της πλατείας, αδιαφορώντας για τη βροχή- στ'αρχίδια όλων μας τι έψαχναν. Πιο κάτω, στο πεζοδρόμιο, ένας μικροσκοπικός παππούς του οποίου τα πόδια είχαν γυρίσει 90 μοίρες απ το κανονικό, προσπαθούσε να περπατήσει, σέρνοντάς τα. Ένας ανθρωπόμορφος πιγκουίνος ξεχασμένος από όλους, και γιατί όχι; Μαθήτριες που μοιάζουν με φοιτήτριες και φοιτήτριες που μοιάζουν με μαθήτριες περνάνε τρέχοντας το πράσινο φανάρι με τα βιβλία τους για προφύλαξη απ το νερό του ουρανού. Δε παραλείπουν να αφήσουν τα μπούτια και τα βυζιά τους ανοιχτά, παρ' ολ' αυτά. Αμάξια να κουνάνε τους σιδερένιους κώλους τους βαριεστημένα, αιμοραγώντας βενζίνα. Πόσο τα βαρέθηκα όλα. Όταν πρέπει να περάσεις απέναντι όμως, κανένα δε σταματάει σεβόμενο τη διάβαση πεζών. "Διάβαση πεζών", τι παραμύθι αυτό για την Ελλάδα. "Διάβαση παραιτημένων απ τη ζωή" έπρεπε να τη λένε. Και οι λίγοι τολμηροί που περνάνε ανάμεσα απ την κίνηση, αποδεκατίζονται κατά λεγεώνες, άντερα απλωμένα στο δρόμο, σα κάποιος να τα έσπειρε για να καλλιεργήσει νέο πληθυσμό για τη σκατόπολη, τη Πάτρα.

Ένα παλιό τρένο, με ρυτίδες μπρος μου. Κανένας για να μπει- μόνος μου. Εγώ, και άλλοι τρεις. Απέναντι, ένας 55άρης βγάζει τα παπούτσια, ξαπλώνει στις θέσεις και μουρμουρίζει μόνος του ακατάπαυστα. Κίνηση, καλεϊδοσκόπιο απ το γυαλί. Παρατηρώ πόσοι φοιτητές βγαίνουν στα μπαλκόνια τους και αράζουν και για κάποιο λόγο αισθάνομαι καλύτερα. Ειδικά όταν είναι φοιτήτριες και μάλιστα με hot pants- ναι, hot pants σε βροχερά μπαλκόνια, δεν είναι υπέροχο; Βρεμμένα μπούτια δίχως κυτταρήτιδα. Μετά δέντρα. Μεγάλα δέντρα, πράσινα δέντρα, δέντρα κομμένα, δέντρα μικρά, δέντρα σα φιγούρες, δέντρα σα τεράστιες πούτσες με εξογκώματα. Η μπροστινή μου μιλάει στο κινητό με τις ώρες. Δυνατά. Ακόμα και τα ακουστικά μου δε κρύβουν τη φασαρία της. Γαμώ τον αντίχριστό μου. Και μετά πάλι κοιτάω απέξω και ξεχνιέμαι. Δέντρα, δέντρα, δέντρα, δέντρα, δέντρα, δέντρα (...)


....

Δεν υπάρχουν σχόλια: