Κυριακή 19 Απριλίου 2009

Άρης καλεί Γη.

Μετακομίσαμε από το Κιάτο στη Νεράντζα το 2000, έχω δηλαδή 9 χρόνια στο χωριό και στις γύρω περιοχές. Και σήμερα ήταν η πρώτη φορά που πάτησα στο μεγάλο κλαμπάδικο του Βραχατίου, εδώ και τόσο καιρό. Homo Clubatus, ποτέ δεν υπήρξα, και αν υπάρχει ένα πράγμα που θα ήθελα να έχω μαζί μου αν χρειαστεί να πατήσω σε τέτοιο οίκημα, είναι ένα κουτάκι Αρντάν, και είμαι άρχοντας. Αυτή τη φορά όμως πήγα μαζί με τον Φώτη, απ τα ελάχιστα άτομα απ τα μέρη μου που θα έκοβα το πουλί μου ότι είμαστε φίλοι (περάσανε κιόλα 4 χρόνια, γέρο μου).

Δε πλήρωσα καν είσοδο. Ο Αυστραλός ημίθεος δούλευε μπράβος παλαιότερα στο συγκεκριμένο μαγαζί, τον ξέρανε όλοι. Ένιωσα επίσημος, σελέμπριτυ. Γαμώ τις αρχές. Πρόσεχα το βήμα μου πάντως- από πιτσιρικάς έμαθα να φοβάμαι τους πορτιέρηδες/μπράβους. Ιστορίες και γεγονότα, τι να σου λέω μάτια μου, και φαντάσου ότι δε ζω στο γαμημένο το Μπρονξ, στη κωλοτρυπίδα της Ελλάδας ζω. Είναι απ τα θηλαστικά που ποτέ δεν θα θελα να ενοχλήσω, ειδικά σε περίοδο αναπαραγωγής όπως τώρα. Ένας κοστουμαρισμένος τύπος, ενώ περίμενα έξω ενώ ο Φώτης μίλαγε με κάτι γνωστούς του παρκαδόρους, μπερδεύεται από το ρώσος νταβατζής στυλ (ξυρισμένο κεφάλι/ λεπτό ανοιχτό κοντομάνικο τζην πουκάμισο/ παραπανίσια κιλά/ μούσια) και μου ζητάει να του πω τι παίζει και που είναι το αμάξι του.

"Συγγνώμη φίλε, δεν κατέχω".

Πλάκα είχε.

Διακόσμηση σκατά. Μπλε φώτα, είμαι σε διαστημόπλοιο. Πετσετάκια πεταμένα στο έδαφος- μάλιστα ο μπάρμαν και ο DJ πετάγανε κι άλλα σε ανύποπτο χρόνο, ή βάζανε μεγάλους ανεμιστήρες για να μας έρχονται πιο έυκολα στη μούρη ή στο ποτό, να γουστάρουμε καλύτερα βρε πούστη μου. Ανεβαίνουμε στο πάνω όροφο. Παραγγέλνω ένα ουίσκυ, να συμπληρώσω το προηγούμενο που ήπια πριν λίγο στο άλλο μαγαζάκι. Ξεχνάω να πω "σκέτο", μου δίνουν κοκα-κόλα με ουισκότσιχλα μέσα, για τη γεύση. Δε γαμιέται. Το περιβάλλον δε με ελκύει για να πιω, ούτως ή άλλως.

Αράζω. Αρχίζω να καπνίζω σαν αράπης. Θες η βαρεμάρα, θες η αγοραφοβία που άρχισε να μου χτυπάει τη πόρτα, γάμησα το πακέτο Old Navy που αγόρασα πριν καταχραστικά, αφού βαριόμουν να στρίβω. Ο κόσμος το καταδιασκεδάζει. Ρουφάω νικοτίνη και παρατηρώ, σχεδόν ασυναίσθητα, καρφώνοντας με το βλέμμα, ένα τυπάκο με πράσινο σκούφο και τη χαρούμενη παρέα του. Ξεβιδώνονται, χοροπηδάνε πιο έντονα από οποιονδήποτε άλλο, με σκουντάνε κατά λάθος, η γκόμενά του (αν ήταν όντως), μια μικρόσωμη κοπέλα με ένα τεράστιο χαμόγελο, χρειάζεται επειγόντως σεξ. Ακόμα και η κοκαϊνα, πάνω κάτω, 10 λεπτά σε κρατάει στη τσίτα, απ' όσο θυμάμαι- αυτή σπάει κοντέρ. Και πούτσες. Γυρνάω απ την άλλη. Αχα. Παλιοί μου συμμαθητές που δε με αναγνωρίζουν χωρίς την αλογοουρά. Καλύτερα. Δεν έχω τίποτα με κανέναν, αλλά οι παλιές συναναστροφές και η μανία του "τι κάνεις ρε πού χάθηκες" με κάνουν και ξεκαυλώνω απίστευτα. Κοιτάω το ρολόι. Βαρέθηκα, αλλά θέλω να μείνω λίγο παραπάνω- ο Φώτης θα με πήγαινε πίσω, έχοντας γαρ το αμάξι, δε θέλω να του το χαλάσω ακόμα. Αν και δε τη πολυπαλεύει ούτε ο ίδιος- έπιανε κουβέντα κάθε πέντε λεπτά με εξίσου φουσκωτούς (οπότε εγώ κατέβαζα το κεφάλι απότομα όταν διασταυρώνονταν τα βλέμματά μας με έναν από δαύτους).

Από το πάνω πάτωμα, όλοι μοιάζανε υπέροχα ζωύφια. Να σε παρακαλάνε να τα πατήσεις με αγάπη, μέχρι να μείνουν μόνο σπασμένες κεραίες και μουνόζουμα. Δυστυχώς έμαθα όμως να σέβομαι όποιο χώρο με φιλοξενεί, καθώς και τους άγραφους κανόνες του, οπότε απλά χασμουρήθηκα και συνέχισα να κοιτάω τριγύρω. Οι παλιοίο συμμαθητές είναι σε σέχτα, πλέον, στα μάτια μου. Ο ένας θα πιάνει τις καλύτερες φιγούρες από τους άλλους, οι γκόμενες της παρέας θα κάνουν κύκλο για να πετάξουν ψωμάκια και ροδάκινα στο ατσαλάκωτο πουκάμισό του, τα έταιρα αρσενικά της σέχτας θα αράξουν στο μπαρ ακριβώς δίπλα με ένα χαμόγελο επευφημίας, περηφάνιας για τις επιδόσεις του συντρόφου. Είναι διασκεδαστικότατο. Έχω να δω τόσο μεγάλη υποκρισία από τότε που είδα λίγο καλύτερα τον κόσμο στο τελευταίο "μεταλάδικο" που άραξα (αλλά αυτό είναι άλλη διήγηση). Η έλλειψη αλκοόλ από το ποτό μου μού τη βάρεσε στα νεύρα- γαμώ την αγία μου αγανάκτηση, μπάσταρδοι, και να πάω να γαμηθώ κι εγώ, ο υπερμαλάκας, με την αφηρημάδα μου.

Δε τη πάλεψα άλλο. Άραζα σιωπηλά και βλοσυρά με τα τσιγάρα μου παρατηρώντας τα πάντα, που μπήκα στη ψυχοσύνθεση του μπράβου κι εγώ στο τέλος. Άρχισα να υπολογίζω τι θα γινόταν αν ξεκίναγε φασαρία στο τομέα χ ή στην διάμεσο y, και γέλαγα κοφτά όταν κάποιος τζόβενος με μπέρδευε και χαμήλωνε το βλέμμα του. Ανούσια, αλλά απίστευτα ψυχαγωγική κατάσταση. Ο Φώτης με ακολούθησε, μετά από ένα τέταρτο, για να βγούμε έξω και να την κάνουμε. Το περήφανο περπάτημά μου έγινε δειλό βάδειν όταν με αγριοκοίταξε ένα καραφλό ντουλαποειδές cyborg με δερμάτινο μπουφάν στις σκάλες- άγιε μπράβε, σε τιμώ και κάνω και νηστεία για πάρτη σου, μη ρίξεις την οργή σου πάνω μου. Άσε αυτά τα χωριάτικα Σόδομα και Γόμορρα να πάνε να ξαπλάρουνε κι απόψε.

Εν τέλει, κατάλαβα ότι τα clubs μου σπάνε τον πούτσο, σε ένα ποσό ανάλογο της περιοχής που βρίσκονται/ φιλοσοφία τους. Έχω την εντύπωση ότι στη Φλώρινα θα ναι καλύτερα, αν και δεν έχω δοκιμάσει το ίδιο για παραπάνω από απειροελάχιστα της στιγμής. Και να κολλάω χαρτάκια/stickers στο κούτελο, ότι θέλω το ουίσκυ μου σκέτο. Και ασάλιωτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: