Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Μέρος Γ

-Ευχαριστώ για τη μεταφορά, φίλε, στο είπα;
-Ήδη τρεις φορές. Πρέπει να σουνα πολύ απελπισμένος.

Οι δυο τους στριμώχνονταν στο μικροσκοπικό μηχανάκι αυτού του ακατανόμαστου, του ευγενικού μα ταυτόχρονα με φάτσα παιδεραστή τύπου, που δέχτηκε να μεταφέρει τον τύπο με το κασκόλ στο κοντινότερο χωριό. Κατ' ευφημισμόν μηχανάκι, σαφώς, καθώς δυο ρόδες, ένα τιμόνι-παρωδία και σέλα από άχυρα δε σε κάνουν μέσο μεταφοράς αξιόλογο (πόσο μάλλον ασφαλές)

-Η αλήθεια είναι ναι. Κανένας δε σταμάταγε.
-Σε αυτά τα μέρη είναι σύνηθες. Θεωρείται κακοτυχία.
-Το να ενδίδεις σε ωτοστόπ; Από πού κι ως πού;
-Εικοσαετίες τώρα, από τότε που ο μανάβης του χωριού πήρε ένα ζευγάρι που έκανε ωτοστόπ το βράδυ, τους παγίδευσε σε μια αποθήκη και τους τεμάχισε, αφού πρώτα τους βίασε και τους δυο.

Σιωπή αμηχανίας. Λογικό. Πάμε πάλι.

-Το ζευγάρι σκότωσε τον μανάβη, είπες;
-Όχι, ο μανάβης το ζευγάρι.

Λίγα δεύτερα ακόμα, αναγκαίο το reboot. Ξανά.

-Και πώς είναι αυτό κακοτυχία για το ωτοστόπ;
-Βρε παιδάκι μου. Αν εμένα μου ξυπνήσει τώρα κάποιο έντικτο και κάνω το ίδιο; Θα καταστραφώ. Γρουσουζιά. Μαλακία.
-Μάλιστα. Ξέρεις...
-Αλλά δεν πιστεύω σε γρουσουζιές. Ό,τι είναι να γίνει γίνεται. Το αν θα σε τεμάχιζα δεν εξαρτάται από το τι έγινε στο παρελθόν, σωστά;
-Ναι, λοιπόν...
-Θέλω να πω, σαφώς, το σκέφτηκα, αλλά αυτή είναι η φύση του ανθρώπου, όπως και να το κάνουμε. Είναι περίεργο, σα να ακούς φωνές από μεγάφωνα που λέμε μέσα στο κεφάλι.

Ο τύπος με το κασκόλ κοίταξε πίσω του. Έρημος δρόμος. Πρασινάδα, κτήματα παντού.

-Δε μου λες, εχμ, πόσο απέχει το χωριό ακόμα;
-Α; Απο εδώ, περπάταγες προς τα κει άνετα. Φτάσαμε, που λέμε.
-Ευχαριστώ.

Με μια απότομη κίνηση, ο τύπος με το κασκόλ έγυρε πίσω και έπεσε στο δρόμο, σούρνοντας το σώμα του απότομα, σκίζοντας κομμάτια από τα ρούχα του. Το παπάκι συνέχισε τη πορεία του, μέχρι που ο οδηγός τον πήρε χαμπάρι και σταμάτησε μεμιάς. Πριν προλάβει να κάνει τίποτα, ο τύπος με το κασκόλ έτρεξε προς τα αριστερά, στο πρώτο χωράφι που βρήκε, και συνέχισε να τρέχει μέχρι που άκουσε το μηχανάκι να φεύγει, τότε έπεσε κάτω αγκομαχώντας.

-Περιπέτεια και μαλακίες. Περιπέτεια....φχχχχφφ.... και μαλακίες...

[Ανασύνταξη δυνάμεων και προτεραιοτήτων.
Συνέχεια του ταξιδιού λοιπόν, μετά από ώριμη σκέψη.
Ποδαρόδρομος με πονεμένα πλευρά και σπασμένη αυτοεκτίμηση,
στάλες πορφυρές στο δρόμο, ο Τοσοδούλης ενηλικιώθηκε
αλλά δε γουστάρει να πετάει βελανίδια για να βρει το δρόμο για το σπίτι.
Στρίβουν όποτε ο καιρός αλλάζει, προχωράν ευθεία στην κατηφόρα
τους μαλάκες, εμάς.]

Τίποτε.
Αγελάδα, στάβλος, αγελάδα, ω, ένα κοπάδι πρόβατα, αγελάδα, στάβλος, αγελάδα, θεοί, ένα τσοπανόσκυλο, αγελάδα, αγελάδα, αγελάδα, στάβλος, ω μα όχι, είναι αποθήκη.
Και κάποια στιγμή, η πινακίδα. Χεσμένη από πτηνά αμφιβόλου προέλευσης, να λέει απλά "Τραπουλόχαρτο".

-Τραπουλόχαρτο; Τι "Τραπουλόχαρτο";

Ο δρόμος του χωριού ήταν λασπωμένος- άσφαλτος; τι; Το ίδιο το χωριό όμως ήταν πανέμορφο. Τόσο, που, ο ίδιος ο τύπος με το κασκόλ αμέσως έγιανε από όλα, το ηθικό του αναπτερώθηκε και βρήκε όρεξη να συνεχίσει αυτό που ξεκίνησε- την απόλυτη μαλακία, όπως την έλεγε πλέον. Στη πλατεία, δέσποζε ένα μεγάλο συντριβάνι, τόσο μεγάλο, που ακόμα και το πλατάνι από πίσω του δε σου έκανε εντύπωση. Εϊναι από αυτές τις περιπτώσεις που η σχηματική και μεγεθυντική υπερβολή ενός αντικειμένου που έχουμε στο μυαλό αποτυπωμένο με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, μας αλλοιώνει την αντιληπτική ικανότητα- αν όλα δηλαδή τα συντριβάνια ήταν τόσο μεγάλα, κανένα τεράστιο πλατάνι δε θα μας έλεγε μια. Όχι ιδιαίτερα στολισμένο, ούτε αφημένο στη μοίρα του όμως, γέμιζε το χώρο, συνοδευόμενο από μαγαζάκια παντός τύπου δεξιά και αριστερά του.
Κάτι που παρατηρήθηκε έντονα από τον αφηγητή μας, ήταν οι ντόπιοι. Και παρατηρήθηε έντονα, επειδή ακριβώς δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο, κι αυτό προφανώς δε σε προϊδεάζει για κάποια περιπέτεια. Γέροι με τσουβάλια, γριες με τσουβάλια, νέοι με αφηρημένη αίσθηση μόδας, χρυσά ρολόγια με λεκιασμένες μπότες χωραφιού, αστραφτερά αμάξια παρκαρισμένα πίσω από αγροτικά με προμήθειες πάνω στις καρότσες. Προφανώς και δεν θα υπήρχε νυχτερινή ζωή, αυτό όμως δεν εμποδίζει το ανθρώπινο είδος να την αναζητήσει αλλού. Τους είχε δει όταν έμενε στη πόλη, είχε τσακωθεί μαζί τους όταν αργούσαν να περάσουν το πράσινο φανάρι, είχε γελάσει με την πάρτη τους όταν τους έβλεπε να βρίζουν πωλητές μαγαζιών κινητής τηλεφωνίας μέρα με τη μέρα. Παρατηρείς και στρουμπουλές νεανίδες, με ροδοκόκκινα μπαλόνια αντί για μάγουλα και κωλομάγουλα, να περπατάνε δίχως να τους νοιάζει αν το μισό βυζί τους πάει να πεταχτεί απόξω, καθώς μεταφέρουν το ψωμί για το σπίτι- και γιατί να τους νοιάζει; Σάμπως είναι και πολλές;

Ξεκούραση. Καφενείο- τι περίμενες; Τραπέζια έξω, μπάρμπες τριγύρω να κάθονται με μαγκούρες και να σε κοιτούν αδιάφορα.

-Τι;

Ο σημαδεμένος πιτσιρικάς με τη στολή παραγιού ακούστηκε σα να μιλάει σε κατσαρίδα, όχι σε πελάτη, όταν ρώτησε με αυτόν τον αφαιρετικό τρόπο τι θα επιθυμούσε να καταναλώσει ο λαβωμένος μα για κάποιο περίεργο λόγο κεφάτος επισκέπτης του χωριού, μπρος του.

-Εχμ. Γεια. Τσίπουρο έχει;
-Δεν έχει τίποτε άλλο.

Έστριψε απότομα και μπήκε στα ενδότερα του μαγαζιού. Ο τύπος με το κασκόλ ανασκουμπώθηκε λίγο, μετά απλώθηκε και βολεύτηκε στην ξύλινη καρέκλα. Παρατήρησε πως ο εκ των δεξιά καθόμενος βοσκός (προφανώς) με το παχύ, σταλινικό αλλά πιο ξεβαμμένο μουστάκι, τον "έκοβε" από πάνω ως κάτω.

-Ωραία είναι εδώ, ε μπάρμπα;
-"Μπάρμπα". Μάλιστα. Δε με γνωρίζεις καθόλου, αλλά ταυτόχρονα συμπεραίνεις ότι, λόγω της βουκολικής μου ανατροφής, δεν θα με πειράξει αυτός ο τόνος, λες και γνωριζόμαστε από παλιά.

Κοίταγμα προς το κοινό, σπάσιμο του τετάρτου τοίχου αναγκαστικά- ο ήρωάς μας μένει άναυδος.

-Με συγχωρείτε, δεν ήθελα να γίνω αναιδής.
-Όπως θες. Απλά να ξέρεις ότι η ασυδοσία λόγου εδώ πέρα δε θα σου χρησιμεύσει. Τουλάχιστον ως προς τους γηραιότερους του χωριού, νεαρέ μου.
-Θα το έχω στα υπ'όψην...
-Μη θαρρείς πως το παραπάνω μου σχόλιο πηγάζει από δυσκολία χαρακτήρα. Είναι απλά ένας εκ των τρόπων με τους οποίους ζυγίζουμε την ευγένεια σε αυτά τα μέρη.
-Κατανοητό, κύριέ μου.

Ο τύπος με το κασκόλ βρήκε αρκετά ενδιαφέρουσα αυτή τη τροπή της συζήτησης. Στα συν, ότι ήταν ένας τρόπος να υπερνικήσει κάποια ψευδοπρότυπα που του είχαν επιβληθεί από τη ζωή στην πόλη χωρίς τη θέλησή του, περί άνετων, αμόρφωτων, ό,τι-να-ναι επαρχιωτών. Έσπευσε να ξεκινήσει κουβέντα, παρόλο που τα πλευρά του ακόμα πονούσαν.

-"Τραπουλόχαρτο", ε; Γιατί "Τραπουλόχαρτο";
-Α, τώρα πας πολύ πίσω. Στα χρόνια ίδρυσης του χωριού.
-Παρακαλώ πολύ, διαφωτίστε με.
-Λοιπόν, για να δούμε. Θα' ταν κι εγώ δε ξέρω πόσα χρόνια πριν... εγώ δεν είχα γεννηθεί. Ούτε νομίζω θα βρεις κάποιον που είχε γεννηθεί τότε, πλέον, εδώ πέρα. Εκτός ίσως από τον Μηνά, ο οποίος όμως δεν είναι σε θέση να απαντήσει.

Έδειξε ένα ραμολιμέντο, απροσδιόριστης ηλικίας, κάπου μεταξύ χιλιετιών και αιώνα. Κειτόταν αφημένος σε ένα παγκάκι και το κεφάλι του, σαν ξεβίδωτο, έμενε να κοιτάει τα πλακάκια της πλατείας.

-Ακούγεται λοιπόν, πως το χωριό αυτό, κάποτε λεγόταν αλλιώς. Κανείς δεν είναι σίγουρος πώς. Εικάζεται το "Δροσιά" σαν πιο δυνατός αντίπαλος σε αυτή τη κούρσα ονομάτων, με το "Δεκάλοφος" να έρχεται δεύτερος, κυρίως επειδή εδώ δεν έχουμε πάνω από δυο λόφους.
-Το βλέπω.
-Το θέμα είναι, κάποια στιγμή, ο δήμαρχος του χωριού, έχασε ένα στοίχημα στα χαρτιά. Μεθυσμένος. Και όταν συνδιάζονται αυτά τα δύο, τείνουν να γίνονται ευτράπελα, όπως ίσως ξέρεις.

Ο τύπος με το κασκόλ θυμήθηκε τότε που αναγκάστηκε να κρεμαστεί γυμνός από το μπαλκόνι μιας πολυκατοικίας μετά από μια παρόμοια κατάσταση, αλλά επέλεξε να αφήσει τον γέρο να συνεχίσει απερίσπαστος την αφήγηση.

-Σαν αποτέλεσμα αυτού, το χωριό άλλαξε όνομα, και επίσης έγινε η χάρη σε έναν εκ των μεγαλύτερων κομπιναδώρων της περιοχής, τον Στραβόγιωργα, τον τότε μανάβη, να ανοίξει στο χωριό το πρώτο καζίνο, με αυτόν σα διαχειριστή, σαφώς.
-Μανάβης είπες;
-Ναι.
-Έχει καμιά σχέση με εκείνο το συμβάν με τον φόνο και το βιασμό σε ωτοστόπ;
-Α; Λες για τον Στραβόκωστα, το εγγόνι του Στραβόγιωργα. Αυτός πήγε σπούδασε στο εξωτερικό και μετά γύρισε πειραγμένος. Έπαιρνε κάτι χάπια για την πίεση, έλεγε, και μια μέρα έγινε αυτό. Η μάνα του τον πήγε για εξορκισμό, αλλά δε δούλεψε. Μετά το συμβάν εξαφανίστηκε.

Εκείνη τη στιγμή ο πιτσιρικάς σέρβιρε αδιάφορα το τσιπουρο. Ο τύπος με το κασκόλ γέμισε το ποτήρι του και το ύψωσε προς το μέρος του γέρου.

-Στην υγειά σου, γέρο.

Ο γέρος τσούγκρησε.

-Στην υγειά σου, ταξιδιώτη.
-Να μην ανταλλάξουμε ονόματα;
-Είναι γρουσουζιά, εδώ πέρα, να συστήνεσαι εξαιτίας ενός τσουγκρίσματος, παιδί μου. Μου το λες και αύριο το όνομά σου.
-Μάλιστα. Και δε μου λέτε, αυτό το καζίνο υπάρχει ακόμα;
-Αν υπάρχει; Ουυυυυυ, που δεν υπάρχει. Εκεί, πάνω στο λοφάκι που λέγαμε πριν.

Έδειξε προς τα νότια. Ένα μεγάλο κτήριο εμφανιζόταν, κρυμμένο το μισό πίσω από φύλλα δέντρων.

-Δουλεύει, ζει και βασιλεύει. Μια χαρά. Βέβαια η διεύθυνση άλλαξε, από τον Στραβόγιωργα πήγε στο γιο του, ο οποίος και δεν είχε επιχειρηματικές ικανότητες, οπότε αναγκαστικά πλέον το διαχειρίζεται ένας πρωτευουσιάνος, ο Μπλε, ο οποίος έρχεται και φεύγει. Αυτές τις μέρες νομίζω ότι είναι εδώ, αν δε πέφτω έξω.
-Μπλε; Τι εννοείτε, "Μπλε";
-Με αυτό το όνομα μας συστήθηκε, παιδί μου.

Προφανώς λογική μαφιόζου, σκέφτηκε ο ήρωας του κειμένου, όπου δε λες το κανονικό σου όνομα για ευνόητους λόγους. Αλλά πώς γίνεται οι κάτοικοι του χωριού να το έχαψαν; Η απάντηση του γέρου ήταν σαφής και διέλυσε κάθε υποψία χαζομάρας που θα στιγμάτιζε το Τραπουλόχαρτο σαν έννοια στο μυαλό του τύπου με το κασκόλ.

-Το όνομα είναι απλώς ένας τρόπος να αναγνωρίσεις κάποιον. Όταν ξέρεις το όνομά του, κατέχεις τη ζωή του, τον γραπώνεις, αν θες. Χαιρετίζω το θάρρος του Μπλε να μας συστηθεί έτσι. Και δε με νοιάζει, απ τη στιγμή που δε θέλω να τον γνωρίσω παραπάνω. Δε ζει εδώ καν, άλλωστε. Δουλεύει εδώ.
-Ένα χωριό με περίεργες ονομαστικές επιλογές. Μου αρέσει.
-Δε σβήνω την πιθανότητα οι γονείς του να ήταν εκκεντρικοί, απ την άλλη. Δε θα μου έκανε την παραμικρή εντύπωση, αν και δε νομίζω καμία κολυμπήθρα να δεχόταν αυτό το όνομα σαν δώρο, καθώς θα τον μασούλαγε, πιτσιρίκο.
-Να ρωτήσω κάτι που μου ήρθε μόλις τώρα, και συγγνώμη και για το θάρρος.Καζίνο εδώ σημαίνει ότι έχετε και πόρους. Και αν έχετε πόρους, πώς και όλα είναι αφημένα σε ένα τόσο πρώιμο, ας το θέσω έτσι, στάδιο;
-Παιδί μου, η εξέλιξη δεν είναι αυτοσκοπός. Αυτό το λάθος κάνετε όλοι του λόγου σας, οι μεγαλωμένοι σε πόλεις. Δε χρειάζεται να είναι άσφαλτος για να είναι όμορφα, δε χρειάζεται παραπάνω τσιμέντο για να είναι πιο άνετα. Τα λεφτά πάνε εδώ κι εκεί, μερικοί δε που συμβαδίζουν με τα χούγια του καζίνου, έχουν όπως είδες αμαξάρες, σπιτάρες, τα πάντα- αλλά μένουν κοντά στη περιοχή του καζίνο, κατ'επιλογήν στο πενήντα τοις εκατό, και κατ'υποχρέωσην στο άλλο πενήντα.

Ο τύπος με το κασκόλ χαμογέλασε. Είχε βρει άλλη μια πιασάρικη φράση για να εμπλουτίσει το πρώτο του γραπτό έπος, όπως το σκεπτόταν τουλάχιστον, και γούσταρε την ειλικρίνεια της απάντησης. Συνέχισε να πίνει τσίπουρα, κερασμένα από τους μπαρμπάδες που πλησίασαν ο ένας μετά τον άλλο, μέχρι που τα πάντα άρχισαν να κυμματίζουν ομοιόμορφα, κάθε φορά που ανοιγόκλεινε τα μάτια του.

-Γλυκάνισος......γλυκάνισος, όπως πάντα γλυκάνισος....
-Δε γίνεται τσίπουρο χωρίς αυτόν, παιδί μου, είπε γελώντας ένας λεπτοκαμωμένος γέρος που κατάπινε και τα ποτήρια ακόμα, μαζί με το αλκοόλ.
-Πφ. Με χαλάει. Με χαλάει αρκετά.... αρκετά, εννοώ, δηλαδή, πολύ.
-Ξενοδοχείο δεν έχουμε, παιδί μου, αλλά μπορείς να μείνεις στην αποθήκη μου, πρότεινε ένας άλλος μπάρμπας με ένα τεράστιο καπέλο με μπαλώματα
-Δεν υπάρχει λόγος... ακόμα δεν έχει σουρουπώσει καλά-καλά....θέλω να ελέγχξω και το καζίνο, θέλω να πάω, δηλαδή, όχι να παίξω, εννοώ.
-Κάνε ό,τι θες. Εμείς εδώ θα είμαστε.

Ο τύπος με το κασκόλ σηκώθηκε με δυσκολία. Προσπάθησε να περπατήσει, αλλά το ένα βήμα τα 6 δεύτερα φαινόταν ήδη άθλος. Από πίσω οι μπαρμπάδες γελούσαν καλοπροαίρετα, ήθελε να πιστεύει. Θα ορκιζόταν καθώς απομακρυνόταν ότι μιλούσαν για τον Foucault και το βιβλίο που αφιέρωσε στο "Ceci n'e past une pipe" του Magritte ("Πολλά ενοιολογικά κενά, αγαπητέ μου"- "Διαφωνώ ζωηρώς αλλά δεν αντιπαρατείθω το λόγο μου στην εμπειρία σας επί του θέματος, μπαρμπα Ζάχο"), αλλά δε θα έβγαζε νόημα, σωστά; Ή μήπως όχι;

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Μέρος Β

"Περπάτησα και γω δε ξέρω πόση ώρα. Αγαπητό ημερολόγιο, Θανάση φίλε μου αδερφικέ, οι πρώτες ψείρες αμφιβολίας αρχίζουν και γρατζουνάνε τη καράφλα μου δειλά, καθώς τα πόδια μου δείχνουν να φουσκώνουν σα βάρκες ειδικών δυνάμεων, και η ανάσα μου κάνει παράσιτα σα χαλασμένο ραδιοφωνάκι. Τελευταίο τσιγάρο, σημαδεύω τα μαλακισμένα όρνεα πάνω από το λεοφορειόδρομο, περισσότερο σαν ρητορική ερώτηση που μεταμφιέστηκε σε προσωπικό στοίχημα. Σα να σε ρωτάνε, κορώνα ή γράμματα, και να λες "μέση". Μου σπάει τα αρχίδια κάθε φορά που πελεκάνοι έχουν απόλυτο δίκιο σε κάτι, κι εγώ βρίσκομαι στην άλλη άκρη της γραμμής βρίζοντας και ιδρώνοντας. Αλλά τι να λέει; Η πόλη είναι ήδη πίσω εδώ και ώρες, ο επόμενος σταθμός είναι η επαρχία, και κανένας πουτάνας γιος δεν σταμάτησε- προφανώς σε αυτά τα μέρη ο τεντωμένος αντίχειρας είναι προσβολή κι όχι ωτο-στοπ. Που και που, καθώς άραζα πάνω σε κωλόπετρες καπνίζοντας, όλο και κάποια σαύρα περνούσε και έμενε να με παρατηρεί, σα να έλεγε, "ακόμα ενας μαλάκας της περιπέτειας! χα!". Δε καταδέχτηκα να μασουλήσω καμία για να γεμίσει το στομάχι- όχι ότι θα χα κανέναν ηθικό ενδοιασμό.

Χρωματισμένες νταλίκες, με ταπετσαρίες από γυμνές γκόμενες σε παραλία, παρελαύνουν αυτή τη στιγμή μπροστά μου, αγαπητέ Θανάση, και πλέον δε μπαίνω καν στο κόπο να ζητήσω βοήθεια. Γενειοφόροι, σημαδεμένοι, με καρό πουκάμισα και καπέλα "Jack Daniels" ασημόραχοι γορίλες προσποιούνται ότι οδηγούν- πριν λίγο, ένας έλιωσε έναν ποδηλάτη μπρος στα μάτια μου, και αφού τον έκανε κιμά, κατέβηκε από τη νταλίκα, έβγαλε ένα λοστό, άρχισε να βαράει τον άψυχο πολτό με μανία, βρίζοντας, "Μαλάκα, ποιος θα το πληρώσει αυτό τώρα, ε;" και δείχνοντας το ένα του λάστιχο. Τι; Να επέμβω; Να σώσω τι; Τα απομεινάρια του πιτσιρικά και να τα στείλω σε ένα δέμα στη μάνα του; Αυτό δεν είναι περιπέτεια. Έχω πολλή δρόμο μπροστά μου. Αρχίδια. Ίσως πρέπει να γυρίσω πίσω. Αλλά να κάνω τι; Να γράφω για κρασιά; Ή ανέκδοτες ποιητικές συλλογές για κόπρανα, που δεν ενδιαφέρουν κανέναν παρά εκείνον τον περίεργο Άραβα που μου έστελνε γράμματα στη μητρική του γλώσσα- να θυμηθώ κάποτε να τα αποκρυπτογραφήσω.

Έτσι είναι φίλε μου. Θες περιπέτεια; Την έχεις! Να αντέξεις όμως. Και αυτό λέω να κάνω. Δε γυρίζω πουθενά, αν δεν έχω πρώτα χορτάσει τη ζωή. Εσύ, Θανάση, υπόσταση δεν έχεις. Στη δίνω εγώ όπως θέλω. Φαντάζομαι την ενόχλησή σου- αν είχες πόδια, θα χες φύγει εδώ και καιρό. Θα με κλώτσαγες και στα παπάρια ενώ κοιμόμουν. Το ίδιο νιώθω κι εγώ. Ένα στενό κλοιό, μια δουλειά που δε πληρώνει αλλά μου αρέσει, κανένας αξιόλογος φίλος παρά μόνο αυτοί που έρχονται σπίτι στις 5 το πρωί ζητώντας πρέζα, τρέμοντας σα κλωνάρια. Και τη σιχαίνομαι τη πρέζα, όλων των ειδών τις πρέζες, και όλες σε σκοτώνουν σιγά σιγά χωρίς να το καταλάβεις.

Μόλις πριν λίγο άλλη μια σαύρα πέρασε περήφανα μπροστά μου. Θα ναι δήμαρχος. Χαιρετίζω ταπεινά και ξύνω τη καράφλα μου άλλη φορά- οι προαναφερθείσες ψείρες μοιάζουν να πηδούν με αλεξίπτωτα στο έδαφος. Και αυτό είναι αρκετό για να με κάνει να αφήσω τη κωλόπετρα μου, να σε βάλω στο σακίδιό μου, και να την κάνω. Όβερ και άουτ."

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Μέρος Α

"Αποφάσισα! Ήρθε η ώρα για το μεγάλο ταξίδι! Την φοβερή και τρομερή μου περιπέτεια!"

Ο τύπος με το απεριποίητο μούσι και το κασκόλ χοροπηδούσε, σχεδόν, σε όλο το μήκος του ακατάστατου διαμερίσματος, γκρεμίζοντας κατά λάθος στοίβες από άπλυτα και χαρτοσακούλες από φαγητό απ' έξω. Πιο δίπλα, σε ένα τραπεζάκι που δε μπορούσε να στερεωθεί με τίποτα, ο περίεργος με το κεφάλι του πελεκάνου ανακάτευε τη κούπα με το καφέ του, με λερωμένο κουτάλι ξεραμένης ζάχαρης.

"Θα φύγω. Θα ταξιδέψω. Θα γνωρίσω τα πάντα, τους πάντες. Εδώ, εκεί, παραπέρα!"

Έκατσε στο τραπεζάκι επίσης, μέσα στην υπερένταση.

-Πώς κινείσαι δηλαδή από εδώ και πέρα;
-Πώς κινούμαι; Τι εννοείς; Δε κινούμαι κάπως. Βουτάω μια τσάντα με πράματα, λίγα λεφτά και έφυγα με οτοστόπ.
-Μάλιστα. Για πού;
-Για πού; Τι εννοείς;Πάω παντού και πουθενά. Θα γνωρίσω φυλές ξεχασμένες από το ανθρώπινο μάτι, θα βουτήξω σε τεράστιες φουτουριστικές πόλεις, θα γίνω μοναχός, θα γίνω κοσμοπολίτης, νταβατζής, βιομήχανος.
-Μέχρι τα 45 έχεις 10 χρόνια. Αρκετός καιρός.
-Δε παίζει ρόλο. Νιώθω νεότατος, δυνατός σα γαμημένος ταύρος. Μπορώ να σηκώσω και βουνά με αυτά εδώ.

Σφίγγει τα λεπτοκαμωμένα μπράτσα του.

-Μπορώ να φτιάξω πυραμίδες στο κέντρο του L.A μόνο με αυτά εδώ!
-Ωραία σκέψη.
-Σημασία έχει ότι το αποφάσισα. Βαρέθηκα. Είμαι σα ψάρι σε γυάλα. Τρώω μαλακίες από πλαγκτόν και βλέπω τηλεόραση όλη μέρα. Φόρμουλα. Βαρέθηκα τη φόρμουλα.
-Δες ποδόσφαιρο.
-Δεν είναι εκεί το θέμα. Πφ, με κοροϊδεύεις;
-Εγώ; Όχι. Απλά ξέρεις ότι δεν με ελκύουν οι γρήγορες αποφάσεις.
-Θα γυρίσω το κόσμο και θα γράφω. Θα κάνω μεγάλη εμπορική επιτυχία με τα δύο πρώτα μου βιβλία, που θα μιλάνε για τους Εσκιμώους, τα ναρκωτικά τους και τα ήθη κι έθιμά τους. Τα επόμενα βιβλία θα τα σνομπάρουν οι κριτικοί, αλλά θα μου δώσουν μια θέση στην αιωνιότητα.
-Αχα. Μάλιστα.
-Δε με παίρνεις στα σοβαρά. Αλλά έτσι είναι. Θα με ξαναδείς πάλι μετά από καμιά εικοσαετία, σοφότερο. Θα έχω μεγάλη γενειάδα και τα μάτια μου θα έχουν γίνει γαλάζια από τις εμπειρίες μου.
-Σώπα βρε παιδάκι μου.
-Ναι. Θα με ρωτάς ό,τι θες, θα στο απαντάω με μια ήρεμη, βαθιά φωνή. Θα κάνω ελάχιστες κινήσεις διότι θα έχω ζήσει στη τσίτα τα πάντα. Θα φοράω ρετρό, όμορφα σακάκια και θα έχω ένα μπαστούνι από ελεφαντόδοντο, στη βάση.
-Ωραίος μου ακούγεσαι.
-Ναι. Οι γκόμενες θα κάνουν ουρά. Θα θέλουν όλες να μου πάρουν πίπα εξαιτίας των βιβλίων μου (των δύο πρώτων, όχι των άλλων), θα το εκμεταλεύομαι στην αρχή, αλλά, μη γεμίζοντάς με αυτό το πράγμα, θα μένω μόνος στο τέλος.
-Είσαι μεγάλος, μπράβο.

Ο πελεκάνος ρουφάει μια γουλιά καφέ, ο άλλος ξανασηκώνεται και γραπώνει γερά ένα ξεχαρβαλωμένο κουρτινόξυλο.

-Θα κυνηγήσω θηρία της θάλασσας άγνωστα στον άνθρωπο. Θα τα τρυπήσω με ακόντια και καμάκια, θα τα σύρω έξω και θα ταϊσω λαούς της Αφρικής.
-Ο φίλος σου ο Μανώλης κάνει γι'αυτό. Η κοιλάρα και η κωλάρα του είναι σε διάμετρο όσο η Αφρική η ίδια. Και όταν κολυμπάει, πολλές φορές τον σημαδεύουν με καμάκια, πάω στοίχημα.
-Θα δω οράματα. Όντα που δεν υπάρχουν αλλά αναπνέουν. Θα γνωρίσω παλιοτόμαρα, αλήτες, πρεζέμπορους, μπράβους. Θα με δείρουν, άλλους θα τους δείρω, άλλους πάλι θα τους αφήσω να με σπάσουν στο ξύλο για να τους γαμήσω τη γκόμενα στη συνέχεια και να με συντηρήσει αυτή.
-Διακρίνω μια εμμονή με το γυναικείο φύλο.
-Είναι μέσα στη μεγάλη περιπέτεια έκδηλο, ναι. Γουστάρω.
-Μεγαλύτερη περιπέτεια θα τανε να περάσεις από όλα τα gay bar της πόλης Σάββατο βράδυ, ντυμένος με δερμάτινα.

Ο τύπος με το κασκόλ αρπάζει ένα πάκο χαρτιά, με ορνιθοσκαλίσματα πάνω τους.

-Αυτό εδώ δε το τελείωσα ποτέ. Ήταν άρθρα για κάτι εισαγώμενα κρασιά. Δε πληρώθηκα τίποτα.
-Λογικό, αν δε το τελείωσες.
-Χάνεις το νόημα. Βαρέθηκα, σου λέω. Η ίδια γραφομηχανή, τα ίδια μουλιασμένα πλήκτρα από τον ιδρώτα, οι ίδιοι κάλοι στα χέρια. Δε με ελκύει τίποτα. Οι ίδιες γρήγορες σεξομανείς γυναίκες, το ίδιο μπαρ, η ίδια σερβιτόρα, η σκατίλα η ίδια προσωποποιημένη.
-Ερώτηση κρίσεως: Γιατί δεν δοκιμάζεις να αλλάξεις το εδώ, πριν το παρατήσεις για πάντα;
-Δεν αλλάζει! Δεν-αλλάζει-με-τίποτα! Είμαστε οι κουράδες σε κονσέρβα, σε φτηνό μανάβικο στη μέση του πουθενά. Τι τύχη μπορούμε να έχουμε;
-Δε ξέρω, αλλά ίσως αν αλλάξεις στέκι και γραφομηχανή, να αναπνεύσεις καλύτερα.
-Όχι, όχι, όχι. Θα στο θέσω απλά. Κάποτε γάμαγα μια αριστερίζουσα υπάλληλο τράπεζας. Φοβερή. Μεγάλη ιστορία, θα στα πω κάποτε.
-Παρακαλώ.
-Αυτή είχε μπουχτήσει. Ένιωθε ότι πνιγόταν. Μια μέρα μου είπε ότι δε θα βαζε κανέναν γκόμενο πάνω απ το όνειρό της, πήρε μια βαλίτσα και εξαφανίστηκε. Δε τη ξαναείδα αλλά τη σέβομαι. Αυτή τη στιγμή δε, τη θαυμάζω.
-Πόσες ώρες δούλευε τη μέρα;
-Νομίζω 12, γιατί;
-Θα σου πω. Φίλους είχε;
-Όχι πολλούς. Ίσως και κανέναν. Μαζί είμασταν όλη την ώρα.
-Μάλιστα.
-Τι μάλιστα;
-Άσε τις μαλακίες και κάτσε στρώσου. Είμαι υπέρ της μεγάλης απόδρασης, αλλά αν δε στοχεύεις κάπου, οπουδήποτε, καταλήγεις αντί να ρουφάς ερεθίσματα, να σε ρουφάνε αυτά. Και στο τέλος δε σε θυμάται κανένας, πλην των γνωστών σου που νοιάζονται ακόμα.
-Είσαι μαλάκας.

Ο τύπος με το κασκόλ κάθησε σε ένα κρεβάτι που σου δινε την εντύπωση ότι ήταν σκουριασμένο, παρόλο που ήταν όλο φτιαγμένο από ξύλο.

-Είσαι μεγάλος μαλάκας. Γιατί μου κόβεις τα φτερά;
-Άσε τα γυναικεία σε μένα. Σε ξέρω από πιτσιρικά. Μια ασπιρίνη βαριόσουνα να πας να πάρεις από το περίπτερο, μετά κατέληξες να τις ρίχνεις στη μπύρα σου.
-Υπερβολές.
-Έτσι είναι.
-Στ'αρχίδια μου! Πώς με κρίνεις έτσι τώρα, δηλαδή;
-Δε σε κρίνω. Παρατηρώ ότι είσαι σε αναμπουμπούλα. Υπέροχο αυτό. χρησιμοποίησέ το σωστά.
-Ανησυχείς πολύ.
-Δεν ανησυχώ, για την ακρίβεια, στ'αρχίδια μου. Καφέ θα πίνω και αφού την κάνεις, αν την κάνεις ποτέ δηλαδή.
-Στ'αρχίδια μου. Θα την κάνω. Φεύγω. Αλόχα. Αντιός. Γκουντμπάη.
-Φακόφ. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις.

Ο τύπος με το κασκόλ σηκώθηκε, έβαλε πέντε σώβρακα και φανελάκια σε μια σχολική τσάντα, άνοιξε ένα γυάλινο βάζο με μουστάρδα στα τοιχώματα και χούφτωσε μερικά χαρτονομίσματα, και βγήκε έξω από το διαμέρισμα τρέχοντας και χαμογελώντας την ίδια στιγμή. Ο πελεκάνος τέντωσε τα πόδια του βαριεστημένα, και ρουφώντας το καφέ του, είπε

"Του δίνω μια βδομάδα διορία για να επιστρέψει και να μου ζητήσει λεφτά για φαγητό. Και πολύ λέω"

Σάββατο 20 Ιουνίου 2009

IZO Narcotics2

A line of Lunacharskian vultures
hiding the sun with wings of silver
Something deeper than an expectation
or the memory of Stallin's wolves

The dead seem to like how they're treated
when their shadows are caressed
by a hand secure and calm
coiled like a serpent around its eggs

Something wider than an expression
to choke on everything that meets an end
an imperial elephant stabbing his offspring with his tusk
to secure his place between a Caesar and a Rubicon

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Peacocks

These walls can't contain a Darvesh for all I care
in bed with no wife and kids, let a sufi beast be
10,000 imported cans of Melek Tawus poultry meat
and you're swirling for the fana, too

Every day

Every day I feel that something's out there to hunt and devour my balls
I meet Rodchenko and see him dance
exploding in bits and pieces of possibilities
utopian 8-years-old hound of war but still it itches
Every day I feel that the ceiling hangs from a silver-moon string
And multi-razor instruments of torture stare from above,
I meet Damocles and watch him run around in panic
here's something to notice- he's still naked
Every day I feel that the truce between me and the building I live in will end,
from pothead hallucinations of omnipotence
I raise my fist at Peter Tosh and ask him violently to shut the fuck up

this ain't no new paradise
this is the end of roads, Gomorrah Sodomized
The belly of a whale and Jonas is currently not home,
he's spreading HIV in newborn sparrows out of town

Dharma ain't what it used to be

Our own saga in the Mahabharata, babe,
lying inside a sack of bones, making love
to everything that passes by,
kama queen, dharma ain't what it used to be
watch the imperial elephant bang the shit
out of any doubts about false godlike figures of the past

Circle of naked stars and the universe is singing with me
where I'm going I haven't still decided
yet in Samsara skyscrapers we will meet
watch me piss in your head from the higher planes
and our own saga in the Mahabharata is on the news, babe
accompanied by the new invader in the White House- me.

Bleeding Whiskey in an eyeless Jerusalem

Bleeding whiskey in an eyeless Jerusalem
laying in the pavement under cloudy godless eyes
Joseph mistook my fainted body for his father's
and carried me to Canaan- what a wonderful year to die,
pretty little horse,
I ain' wrestling no angel, and if I have 12 sons and daughters
I sure as fuck don't wanna know

Man allowed the academic career of his parents
to fill a gap between what he needs and what he craves
with the pitch black ink of a giant kraken
that some may call "beast of the depths"
but it's only an advertisement for Tokyo Federation of Women's Organizations
sinking lower till it hits bottom

Gustav had a Jack of Hearts

Scratching the surface only to find another womb. A line of Saturnalia wives outside Bethlehem's Abortion Center, camouflaged as instruments of pleasure. Pass them a napkin and instead of tears they'll fill it with urine, they may even serve you fetus on the rocks.

Tried to lie to Gustav Klutsis to win a game of poker, he only whispered that the sky is red and sent a Jack of Hearts to rape me. Dogs around the deck and the boat is swallowing bubbles with us inside. Padre de la famiglia Joseph shot Gustav down so I could get my money back, I didn't mention anything, mind you.

IZO Narcotics

Think of Lunacharsky
and his bag full of surprises
IZO Narkompros turned
into a can full of worms

A totem staring at the hands of infidels,
a field that awaits to be washed by the flood,
come, precious little horse
we're going back home

Endeavours of the past stinking like piss in a cup of wine
Samson-headed messiahs with albino bodies rounding up
Tearing our precious temples down, down, down
Dressed with the eyes of men

Σάββατο 13 Ιουνίου 2009

Λάθος.

Κάθε σίδερο στην ταράτσα είχε και από μια ζωή, από τις 7 της γάτας που με κοίταζε πριν ώρα στην άκρη του στενού. Και ένα φανάρι, μαζί με το τελευταίο μου τσιγάρο, αναμμένο. Στους ώμους μου, το σφύριγμα των τρένων, στα αυτιά μου γέλια και βαβούρα να πολτοποιούνται σαν αερικά σε μπλέντερ. Πέντε κεφάλια, ένα για κάθε λάθος στο μοίρασμα της τράπουλας, να πέφτουν διαδοχικά από την ντουλάπα, και να αναρωτιέμαι, γιατί σήμερα; Το φανάρι σβήνει, μαζί με το τελευταίο μου τσιγάρο, οι πλαστικές σακούλες φυτρώνουν στις γωνιές, το σφύριγμα δυναμώνει κι εξαφανίζεται απότομα, σαν ενοχλητικός συγγενής.

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2009

Cover for.

A womb called Antarctica

734-234


The center of all that breathes.