Πέμπτη 29 Ιουλίου 2010

Clutch live


Το πόσο μπαντάρα είναι οι Clutch και το γιατί θα έπρεπε να θεωρούνται πλέον ηγετική δύναμη της εποχής μας στο χυδαίο, αντρίκιο, μαγκιόρικο, ανυπέρβλητο και πάνω-απ' όλα rock n roll, είναι ερωτήματα ανούσια.

Καλύτερα να ρωτήσουμε ο καθείς τον εαυτό μας, αν είμαστε πραγματικά έτοιμοι να ενδώσουμε σε κάτι τόσο απελευθερωτικά ανυψωτικό, σε κάτι τόσο πρωτόγνωρα ισχυρό. Διότι για μερικούς απο μας, το να λες ότι "ακούς rock" δεν έχει καμία σχέση με το να ανεβάζεις απλά την ένταση στο ηχοσύστημα ή να φέρνεις βόλτα το καυλόγκαζο σε παρκάκια. Και στη χώρα που είχε κάποτε το θράσος να γεννήσει έναν όρο εκτρωματικό όπως το "ροκ", προφανώς και δε περιμένεις να βρεις πολλά αυτιά που θα σκύψουν να σε ακούσουν- περισσότερο, στόματα που θα σπέυσουν να πουν τη μαλακία τους.

Γι'αυτό και θεωρώ μέγιστης σημασίας το ότι το live των Clutch την Τετάρτη 21 Ιουλίου στο Gagarin ήταν sold out. Ναι, ένα μάτσο νοματαίοι αποφάσισαν να αψηφήσουν τη γκαργκαμπίλα και τη ζέστα και να ενώσουν τους ιδρώτες τους, τιμώντας μια απ' τις ποιοτικότερες και σημαντικότερες μπάντες των καιρών μας.

Είναι οι συνθέσεις, που πατάνε σε ό,τι έφτιαξε με χώμα και νερό κάποτε το πρωτόλειο blues συναίσθημα; Είναι το απόλυτα ανθρώπινο, easy goin' στήσιμο και η ΜΠΕΣΑ που βγάζουν στη σκηνή; Είναι η παρουσία του Neil Fallon μήπως, ο οποίος με την ανευ περιγραφής φωνάρα του, τους στίχους του και την εμφάνισή του στα live, διεκδικεί με το σπαθί μια θέση μέσα στις απόλυτες, αθάνατες μορφές της Μουσικής; Τι είναι τελικά που κάνει τους Clutch τόσο σημαντικούς, τόσο εθιστικούς;
Είναι όλα αυτά, και άλλα τόσα, μα θαρρώ πως κυρίως είναι το ότι σου δείχνουν ότι είναι Ανθρωποι. Ναι, ξέρεις, αυτά τα θηλαστικά που κατουράνε και χέζουν το πλανήτη από τότε που η πρώτη σαύρα σήκωσε το κεφάλι στον ήλιο και κατάλαβε ότι την καίνε οι ακτίνες του. Σαν εσένα και μένα, α γεια σου. Είναι το ότι οι Clutch μπορούν να σε κάνουν να ξεπεράσεις κάθε εμπόδιο μιας ζωής που κατά πάσα πιθανότητα σε έχει αποπροσανατολίσει, σε έχει κουράσει, σε έχει πατήσει. Είναι το σύγχρονο "ΝΑ ΠΑ' ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙ", η μετουσίωση του κωλοδάχτυλου και του "born to lose, live to win" κοσμοθεωρήματος των ήδη αιώνιων Motorhead, μεταφρασμένο μέσα από νότες και λέξεις που σου προκαλούν στύση, ντυμένο με το μανδύα της ωριμότητας και του Γκρίζου της Εποχής, το τέλειο όπλο για να παρακάμψεις όποιο τείχος σε πλευρίσει αυθαίρετα, η ανεκπλήρωτη ευχή που κάνεις το βράδυ στον εαυτό σου για να ξεπεράσεις το άγχος και το φόβο του να ζήσεις ακόμα πιο ελεύθερα, ένας από τους λίγους (ΛΙΓΟΥΣ) τρόπους να διεκδικήσεις μερικές ζεστές βραδιές για τον εαυτό σου και κανέναν άλλο, παραιτούμενος για λίγες ώρες απ' όλα, ρουφώντας το θάνατο μέσα από ουσίες και χαμογελώντας ταυτόχρονα.

Παίζοντας για όση ώρα τους γούσταρε, όντας καυλώνοντας και οι ίδιοι με τη θερμή υποδοχή που τους επιφυλάξαμε στη Ψωλοκώσταινα, ανακάτεψαν στο κατσαρόλι παλαιότερους και νεότερους ύμνους της δισκογραφικής τους δουλειάς και μας άφησαν να αρμενίζουμε στ'αστέρια. Και μιλάμε τώρα για μια χώρα που όταν άκουσε rock, έβγαλε τα Ξύλινα Σπαθιά και τις Τρύπες, έτσι; Μιλάμε για μια χώρα, που ηδονιζόταν να μιζεριάζει ακούγοντας παλαιότερα καλοτυλιγμένα τίποτα του στυλ "Τα δοκάρια στο γρασίδι περιμένουν τα παιδιά" (τοπ τίτλος σε σχετικές παιδεραστικές λίστες τραγουδιών πάντως, το παραδέχομαι) και χαλβάδιαζε, παίζοντάς το "ψαγμένα" με "βόλτες σε magic bus" και τους φίλους τους "που είναι μαύρα πουλιά" σε σύρματα πολυκατοικιών. Μιλάμε για μια χώρα που η ίδια της η κουτοπονηριά δε την αφήνει να νιώσει ποτέ όσο ελεύθερη χρειάζεται, για να κατανοήσει την απλή, τη γαμημένη την ουσία αυτού που λέγεται ROCK' N' ROLL. Κι όμως, φίλε. Sold out. Ναι, sold out. Στη χώρα που βάζουμε στο βάθρο λοιπόν Πλιάτσικες και Αγγελάκες και χαϊδεύομαστε ο ένας με τον άλλο ικανοποιημένα, στη κωλοχώρα αυτή, ένα ολόκληρο μαγαζί στούμπωσε με τύπους που ηδονίζονταν να παρακολουθούν το Neil Fallon να λικνίζεται, να χαϊδεύει τη γενειάδα του και να σηκώνει το φρύδι μέχρι το Θεό, δείχνοντάς τους με το δάχτυλο ενώ τραγουδούσε. Στη χώρα του πάσης φύσεως "Τυχαίο; Δε νομίζω" και του ραδιοφωνικού hit του σαββατοκύριακου, δακρύσαμε παρέα ακούγοντας "moustache stays right where it's at" (στο τέλος θα πιστέψετε ότι δε ξέρω και άλλο στίχο Clutch, τόσες φορές που το χω γράψει δω μέσα δαύτο, μα η σημασία της φράσης αυτής δε μένει μόνο στις τρίχες) και "silver women on the OMNI magazine". Στα σκατά του κόσμου όλου, στην Ελλάδα, στο απόλυτο ΜΗΔΕΝ του "πολιτισμένου κόσμου", γίναμε μάρτυρες ενός ανεξήγητου φαινομένου- ήρθαμε με αυτό το live πιο κοντά. Σα ράτσα. Νέοι άνθρωποι με ριψοκίνδυνα μυαλά, ασχέτως σωματικής ηλικίας. Δεν έχει σημασία τι ζήταγε ο καθένας εκείνο το βράδυ- προφανώς και το ζητούμενο δε θα ταυτιζόταν σε όλους μας. Μα ό,τι ζητήσαμε, ό,τι και να'ταν αυτό, στις 21 Ιουλίου, το λάβαμε.

Οι Clutch πλέον δεν είναι η "μπάντα που θα ακούσω για να γουστάρω". Η Clutch είναι η μπάντα που θα ακούσεις οποιαδήποτε στιγμή στη ζωή σου, και αν τα αστέρια είναι με το μέρος σου, δε θα τους αποχωριστείς ποτέ. Οι Clutch πλέον πατούν σε ένα ιδιαίτερα ψηλό σκαλί στο πάνθεον της μουσικής αυτής που τόσο αγαπάμε (την αγαπάμε;), είναι οι Ήρωες που ΠΡΕΠΕΙ ένας πιτσιρικάς του σήμερα που γουστάρει αυτόν τον ήχο να αγκαλιάσει, να αφεθεί στα θέλγητρά τους, να πιει απ' τη μπύρα τους και να στρίψει ένα απ' τα τσιγάρα τους. Είναι, εν ολίγοις, μια γιατρειά για την Αρρώστια του Σήμερα, μια ζωτική δύναμη που βρήκε επιτέλους τη θέση της ανάμεσα σε μας, τους λεπρούς.

Ηδονίζομαι όταν φαντάζομαι ότι, αν φτάσω τα 40, θα λέω ότι "είχα πάει στο πρώτο live Clutch, τόοοοοτε, πότε ήτανε να δεις". Ναι, τόσο πολύ γάμησε εκείνη η νυχτιά.

Τετάρτη 28 Ιουλίου 2010

Πιάσαν μαμούνια οι φακές στο τσουβάλι


Πέρασα κάποια
χρόνια του
παρελθόντος μου
υπό παρακολούθηση
ψυχιάτρων
για πράγματα που
εν τέλει
δε χρειάζονταν ανάλυση

πλέον
μια καρέκλα
ένα μικρό τραπέζι
λίγα σύνεργα καπνίσματος
κάποιες καταχρήσεις
μια λάμπα στο ταβάνι
ένας ήχος φρένων στην άσφαλτο
ή σταγόνες στο κούτελό μου

μου φτάνουν
για να ξέρω
ότι όλοι
είμαστε ένα

μακριά από
ανατολίτικες
σκατοφιλοσοφίες
το Εγώ μου το
θέλω να υψώνεται
σα μνημείο

Αλλά κανένας
δεν υποφέρει
τελικά
από τίποτε άλλο
παρά
απ'τη Γέννηση

Ίσια τσόχα
για Δέρμα
ίδια τύμπανα πολέμου
για Ανάσα

Άρα τι
αλλάζει;

Ο ρυθμός
Η έννοια.

Ακόμα ένα
φτηνό ποίημα
για το τίποτα
και το τσουβάλι γεμίζει
κάποια στιγμή θα
ξεχειλίσει
και τότε
ίσως γράψω
για κάτι άλλο

Άλλος ανήρ,
γαρ

Κρίμα που δε περπάτησα



Το αμάξι του Γιώργη
γεννήθηκε δίχως
"ανώτατο τσάκρα"
-κανένα στέμμα-
καμία προοπτική εξέλιξης
θα έμενε για πάντα
ένα κουκούλι ξεβαμμένου μπλε
σκουριασμένης αποτυχίας
το κουκούλι
δε θα άνοιγε ποτέ
να φανερώσει
ένα άρμα
που τρώει φως
και κλάνει αστραπές

αμάξι
δίχως δεξιό καθρέφτη
με εκμηδενισμένο
ανύπαρκτο κοντέρ
να τρίζει συνεχώς
ένα ναυάγιο
με ρόδες
που κανένα παγόβουνο
δε θα δεχόταν
να τρίψει
πάνω στον
υπο-το-μηδέν θάνατο
με τον οποίο ντύνεται

Ιδού όμως!
4 προσκυνητές
να το καβαλάμε
για να διασχίσουμε
τα Τσιμέντα
και να φτάσουμε
στους Κάμπους!

Είμασταν υπό
την επήρεια
διαφόρων
ουσιών και καταστάσεων
μα ο Γιώργης
είναι ίσως
ο πιο σταθερός
οδηγός που γνώρισα ποτέ\
και ο πιο
επικίνδυνος
σε σημεία

Το πίσω δεξί λάστιχο
σχίστηκε ολοσχερώς
ροδέλες
καμμένο δέρμα στην άσφαλτο
να αφήνει κομμάτια
σάρκας
σα κουφάρια αλεπούς

όλα αυτά
στην Εθνική

τα πρώτα δεύτερα
του ήχου
τρακατρούκας που
σκάει στο πρόσωπό σου
ήταν τα πιο τρομακτικά
τα επόμενα, τα πιο αποφασιστικά
μιας και η προοπτική
να γίνουμε ένα
με τα κάγκελα
στη στροφή
ή να μας παρασύρει αμάξι
δε γοήτευε κανέναν μας
ιδιαίτερα

Εν τέλει ο Γιώργης
το κράτησε
τι υπέροχος οδηγός
υπό την επήρεια!

παραημένος στη μέση
του ασφαλτοστρωμένου έτσι-θέλω
η μόνη παρέα να είναι
ένας μαντρότοιχος με λιγοστα
χόρτα
να φανερώνει ένα
χωματόδρομο ψημένο
που κανείς δεν ήξερε πού
οδηγούσε

να ακολουθήσεις το
χωματόδρομο στο τίποτα
ή όχι;

Εμεινα απλά να ονειρεύομαι
ότι περπατούσα σαν υπνωτισμένος
κατά μήκος του μυστηρίου
και έφτανα σε
κρυφές αυλές
γεμάτες μονόχρωμα αιλουροειδή,
νυμφομανείς ιέρειες
πολύτιμα κρασιά
σπάνια φρούτα
και γάτες

Ω ναι
Πολλές
Γάτες

Τότε με διέκοψαν οι φωνές των
άλλων
που τσακώνονταν
ψάχνοντας το τηλέφωνο
της ΕΞΠΡΕΣ ΣΕΡΒΙΣ

και απλά τότε
έγειρα
στο καπό
ταλαιπωρημένος
και με τον ήλιο
να
καίει

Η Κάλι το γύρισε σε καλαματιανό


Μπορείς
να κλωνίσεις
τη πίστη σου στο
οτιδήποτε
μέσα σε τρία
απλά
δεύτερα

Είτε παρατηρώντας
τους κύκλους που κάνει
μια πέτρα όταν
σκάσει στη θάλασσα
είτε
φαντασιωνόμενος μια
ολική δυστοπία
βουνά από σκόνη
και σάπια ανθρώπινα κρεάτια
και κανείς
να μην είναι
ασφαλής
πουθενά

'Αλλοι το αποκαλούν
αυτό
Αρχή της Δυαδικοτητας
φως-σκοτάδι
ζωή-θάνατος
μουστάρδα-κέτσαπ

Άλλοι είναι πεποισμένοι
πως είναι
ο Τρόπος του Σύμπαντος
μια Ολική Καταστροφή δηλαδής
για να ξαναγεννοβολήσει

'Αλλοι απλά
πιστεύουν κάπου
με προσμονές
για ένα πολυτελέστατο
ΜΕΤΑ
σερβιρισμένο
με ακριβά
κόκκινα κρασιά

Εν τέλει
το μόνο που κυλάει
και θα κυλάει
και θα κυλάει
είναι

ότι χάνουμε όλο και
πιο πολύ
το χιούμορ μας
και αν
το χάσουμε όλο
μεις, οι άτριχοι πίθηκοι,

τότε θα το χάσει
το Σύμπαν

Και ίσως τότε
ΑΥΤΟ
σοβαρό, ανελέητο,
μας φανερώσει
το τι κρύβεται μετά

ΤΕΡΜΑ
ΟΙ ΜΑΝΕΨΙΕΣ!

Και κάπου κει
να μας δω!
φίδια
δίχως δέρμα
όλοι μας

Όσο πάντως,
θα υπάρχουν
οι πιγκουίνοι
οι πρωκτικές μολύνσεις
οΑΝΘΡΩΠΟΣ
είναι καλό
να ξέρουμε όλοι
ότι το Σύμπαν
γελάει ακόμα
με τη
πάρτη
μας

ΝΤΑΝΣ ΜΑΚάΜΠΡ


Βλέπεις τριγύρω
την Εποχή μας
γκρίζα
νεκρή

λες ότι
όλα έχουν
ειπωθεί
άρα
είσαι αχρείαστος

σκέφτεσαι ότι
ό,τι φτιάξεις
ή ό,τι έχει ήδη
φτιαχτεί
ισχύει εδώ
και
ΧΡΟΝΙΑ
άρα
"ποιος ο λόγος
να φτιάξω;"

Σίγουρα
δε ξέρω
την απάντηση
στο ζήτημα

μα αν
αρνείσαι
την πρωτόγονη
πανανθρώπινη
αληθινή ενέργεια
να ποιήσεις
όταν το νιώθεις
τότε
είσαι
πιο νεκρός
απ ότι
πιστεύεις

Αν μη τι άλλο
αν το θες έτσι
χόρεψε με τους νεκρούς
και φτιάξε κάτι
προσωπικό.

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

Pariah Jackal II


Moon-invaded sky
and a
crippled dreamer
sieging the Ego of the
primal blue desert
((painted with the colors of need))
by hiding behind
the hide of a cursed
misconception
of solitary
imbalance

she is still dancing
with the veils of many
and the salt
in her skin of bronze
and Babylon rebuilt
in her sulphur lips
and a heart of tar
beating along
the glorious nothingness
that Everything
didn't dare to approach

they're still here
and they're demanding
what a mortal
once craved
from a mirror
-only the sheer brutality
of will
derived
from the realization
that life
is only
a rehearsal
for his death

Σάββατο 17 Ιουλίου 2010

7 γραμμές το καθένα



Η αγνή αίσθηση
του να χαϊδεύεις
τα μούσια σου
ή το τρίχωμα
μιας γάτας
να σε κοιτάει
με μάτια ανάγκης

το τρέμουλο του να
χουφτώνεις ενα χαρτί
και να αδειάζεις πάνω του
ό,τι σε προβληματίζει
ό,τι σε κρατά σκλάβο
σε μια ζωή
ημερωμένου Λύκου

Η ανάγκη γι΄ αγάπη
να κουλουριαστείς
όποτε αισθάνεσαι βρέφος
αδύναμος
σε μια αγκαλιά αληθινή
και να ξέρεις ότι θα λάβεις
για το βράδυ έστω
κατανόηση

Ο Μολώχ να σε
αναμένει
να πέσεις στο στομάχι του
σαν αστέρι
όλο φλόγες
ξέροντας
ότι είσαι ζωντανός

Ό,τι σε κάνει
να μουδιάζεις
με κάνει
να χαμογελάω
ξέροντας
ότι είμαστε
το ίδιο

Οικογενειακό



Έλεγε ο πατέρας
αν δε μπορείς
να στρίψεις ένα
τσιγάρο
σωστά
και αν δε μπορείς
να πιεις μια
μπύρα
αργά
ίσως
δε μπορείς
και να ζήσεις
γενικώς

τόσο καιρό μετά
τα στριφτά
μου είναι
φασκιωμένα
όχι στριφτά
οι μπύρες
πίνονται
σε δευτερόλεπτα
όχι σε λεπτά

Άλλο ένα
παράδειγμα
για το ότι
κανείς μας
δε ξέρει
τι κεντρίζει
στ'αλήθεια
τη
δημιουργία

Πάνε στο διάλο
πατέρα

Μεγάλος Κύκλος Εδώ



Κάθε φορά
που καίω τα
δάχτυλα
ανάβοντας τσιγάρο
στον αγέρη
ξέρω
ότι έχω παρέα

κάθε φορά
που πονάω
στο σώμα
οπουδήποτε
απ' το κούτελο ως τις πατούσες
ξέρω
ότι έχω παρέα

κάθε φορά
που μια γυναίκα
μου χαμογελάει
ειλικρινά
αβίαστα
ξέρω
ότι έχω παρέα

Κάθε φορά
που βάφω
το πατρικό μου
ή ξεχορταριάζω
το οικογενειακό κτήμα
ξέρω
ότι είμαι μόνος

Κάθε φορά
που είμαι αναγκασμένος
να ζήσω στο μουρλοκομείο
που είναι το σόι μου
για παραπάνω από βδομάδα
ξέρω
ότι είμαι μόνος

Κάθε φορά
που πείθω τον εαυτό μου
ότι είμαι ερωτευμένος
και ότι
θα πέθαινα για κάποια
ξέρω
ότι είμαι
μόνος

Λούνα Παρκ στη Λεκάνη



Δίπλα απ' τη λεκάνη
όπου κάθε ανήρ
που σέβεται τον εαυτό του
αδειάζει
τα κατουροσακούλια του
έχει
πολύχρωμα παιχνίδια
αεροπλανάκια με φωτάκια
που δε θέλουνε βενζίνα
μα μόνο κέρματα
για να πετάξουν
ποδοσφαιράκια με φιγούρες
που κινούνται οι παίκτες
με σίδερα και με κέρματα
και όχι με βροχή από λεφτά σε ρευστό
και προφαν'ώς εκεί
είναι
γεμάτο
παιδάκια

κατουράω
και ακούω
απ' έξω
να φωνάζουν
"Μεθυσμένε
Είσαι μεθυσμένος"

και να γελάνε

εμπιστεύομαι
περισσότερο
τέτοιες διαπιστώσεις
και αυτά τα αγνά γέλια
παρά τη ματιά
γεμάτη υποβιβασμό
που θα σου ρίξει
ο εργοδότης
ο συγγενής
ο φίλος
ο συγχωριανός
ενώ θα σε βλέπει
να είσαι στο
απόλυτο μηδέν
της γαλήνης
που ο ίδιος ποτέ
δε σκέφτηκε
και ποτε
δε θα
αγγίξει

Γιατί το ξέχασες όμως;



Ήταν χοντρός
σα τσουβάλι
με μπιμπίκια
άσπρα μαλλιά
πουκάμισο ανοιχτό
να φαίνεται η μπάκα
με σαγιονάρες
και σουρωμένος
απίστευτα σουρωμένος
και ήταν συγγενής
με βρήκε
στο αναψυκτήριο

-Γύρισα για να βρω το κινητό μου
το ξέχασα πριν.
-Α, καλά που το βρήκες.
-Ναι. Πολλά γίνονται.
-Ναι. Πολλά γίνονται.
-Να κεράσω μπύρα; Ή δε κάνει
να τις πίνεις γρήγορα;
-Έχω περάσει μήνες με βότκα
που δε τους θυμάμαι. Μην ανησυχείς.
-Να μην πίνεις. Εϊναι άσχημο.
Να'χεις μέτρο. Να χεις.
-Ναι.
-Όλα αυτά. Ο τζόγος
το πιοτό...
-Οι γυναίκες.
-Χωρίς γυναίκα δες μπορείς. Μα αν κάθεσαι
όλη μέρα με γυναίκες και δε πας στη
δουλειά σου...
-Ναι
-Αδυνάτισες
-Σίγουρα
-Σε είχα δει πριν ένα χρόνο.
Δε σε αναγνώρισα. Νόμιζα
ότι ήσουν μπράβος.
-Μάλιστα
-Με τα τατουάζ και τις μεγάλες πλάτες
και το ξυρισμένο κεφάλι
και τα μούσια- τώρα λέπτυνες
-Ήμουν 100 κιλά και βάλε
σταμάτησα τα βάρη
πέσαν οι μύες
έχασα 20 κιλά σε
δεύτερα
θαρρώ
-Είναι σπίτι οι δικοί σου;
-Δε ξέρω τι κάνουν οι δικοί μου.
-Αχά
-Τρελάδικο
-Βρήκα το κινητό
-Ναι
-Πάω
-Ναι. Καληνύχτα.
-Ε ναι.

Ένα πράμα
που μένει ίδιο
είναι η μούρλα
και το θέατρο
στο
σόι μου
σόι σου
σόι μας.

Κάθονταν απ' τ' αριστερά μου


Γράφω αυτές τις αράδες
στο αναψυκτήριο
πίνοντας, καπνίζοντας
σταματάω για λίγο
να χαζέψω
τον καλοσχηματισμένο
κώλο της σερβιτόρας
και να καθαρίσω
λίγο
το μυαλό

και απ το δίπλα τραπέζι
μια παρέα καλόπαιδα
με τις χοντρές γκόμενές τους
με κοιτάνε
και αναρωτιούνται
αν είμαι "συγγραφέας"
ή απλά μπεκρής εκκεντρικός
και κορδώνονται
μπας και γράψω
για τις ανούσιες
μούρες τους

λοιπόν
συγγραφέας δεν είμαι
ούτε εκκεντρικος
μα να
που έγραψα
για τις
ανούσιες
μούρες σας
καλόπαιδά μου

Μια μπαλάντα για τον Βάνεγκεμ


Οι γονείς της γκόμενάς μου
μουρλάθηκαν με τη λεγάμενη
οικονομική κρίση
λέγανε να αγοράσουν ένα
μικρό κτήμα
να αγοράσουν επίσης
γαϊδούρες
και να παράγουν
γάλα γαϊδούρας
ταυτόχρονα γκρινιάζουν
για όλους
και για όλα

Οι γονείς οι δικοί μου
μουρλάθηκαν επίσης με δαύτη
την οικονομική κρίση
φοβισμένα ανθρωπάκια
χρωστάνε εδώ κι εκεί
αλλά το παίζουν άνετοι
γκρινιάζοντας με στυλ
σε όλους
και σε όλα

Μέχρι τώρα έχω
καταλάβει
ότι στη πραγματικότητα
αυτό που γίνεται δερβέναγας
της τσέπης
κατά κύριο λόγο
είναι η λαχτάρα
για άνεση

την επόμενη φορά
που θα σκεφτείς
να αξιοποιήσεις τα πρώτα
σου λεφτά απ' το πτυχίο
σε μια καλωδιακή
ή σε μια παιχνιδομηχανή
ή να τα παίξεις στοίχημα
σκέψου ότι
πέντε τοίχοι
ένα κρεβάτι
και ένα πιάτο φαγί
χρειάζεσαι μόνο

εκτός κι αν
έχεις ήδη τα πάντα
βολεμένα και σε σειρά
οπότε
πάω πάσσο
πάμε πάσσο
η ζωή του καθενός
βαραίνει
μόνο τον ίδιο
μα αν δε σκεφτείς

αυτόν που μαζεύει το καφέ
αυτόν που τον αλέθει
αυτόν που τον μεταφέρει
σε κούτες
αυτόν που φτιάχνει τις
ζωγραφιές και τα λογότυπα
αυτόν που στον σερβίρει
στη καφετέρια
σε ποτήρι
δε μπορείς
να σκεφτείς

ούτε σένα
τον ίδιο.

Σκούριασε ο Τροχός



Τη μέρα
στο αναψυκτήριο
ο ήλιος λάμπει
ανελέητα
και όλα μοιάζουν
καταθληπτικά
ανούσια
ανώριμα

Το βράδυ
στο αναψυκτήριο
λάμπουν μόνο τα κεριά
η θάλασσα λυσσομανά
η μπύρα σαγηνεύει
ο καπνός ζαλίζει
και όλα είναι όντως
υπέροχα
ανεξάντλητα
πανέμορφα

Τα δάχτυλα λύνονται
η γλώσσα δε χρειάζεται
να βγάζει θορύβους
ακουμπώντας τα δόντια
ή κάνοντας το νταβατζή
στο λαιμό
και παλεύουμε για την
επόμενη ψευδολογοτεχνική
έκτρωση
που κανείς δεν αποζητά

Ξέρω πως όλοι
μπορούν να κατανοήσουν
τη νιρβάνα αυτή
τη κλωτσιά στο τροχό
της Σαμσάρα

απ' την άλλη
όχι
ίσως και
να μη μπορούν.

Η Έκτρωση που δεν ήθελες


Μια φορά πριν αρκετά χρόνια
ενώ ο πατέρας μου
έσκαβε τη γη
τον ρώτησα πώς
ήμουν
όταν ήμουν κούτσικος
βρέφος δηλαδή
σκούπισε τον ιδρώτα του
και μου απάντησε ότι
θα πρεπε να' παιρνε
ένα φτυάρι
να με κοπάναγε στη κούνια
και να έληγε εκεί το θέμα.

το θεώρησα αυτό
μια πολύ όμορφη
αλήθεια.

Γι'αυτό ίσως και τώρα
όταν παρακολουθώ
κούτσικα
να αλωνίζουν
σκούζοντας
και απαιτώντας
ή να πέφτουν σε λήθαργο
μέσα σε ζεστές μητρικές
αγκαλιές
ανήμπορα
και αδιάφορα για όλα

να μη ξέρω αν
θέλω
να τα κανακέψω
σα να'ναι υπέροχες
πανέμορφες γάτες
ή να τους ρίξω μια
με ένα φτυάρι
για να μη γνωρίσουν
τα τσιμέντα τα δικά μας
και μεγαλώσουν
γινόμενα μπάσταρδοι, τσόγλανοι
και να μεγαλώσουν κι άλλα
τσογλάνια
και ο κύκλος μόλις
έγινε
Ουροβόρειος
στο
νου μου

Πίσω απ το Πύργο της Βαβέλ


Κατανοείς ότι κάτι
δε πάει καλά
με το πολιτισμό
όταν ο άνθρωπος
όσο τσιμέντο
και να φτύσει τριγύρω του

ακόμα θα κατουριέται
πάνω του
όταν τον πλησιάζει
πετώντας σε κύκλους
ένα χοντρό σερσέγκι

ή θα πιστεύει
κάθε φορά που γίνεται
διακοπή του ρεύματος το βράδυ
ότι ήρθε το Τέλος
το αιώνιο παχύ σκοτάδι
και θα κάνει
το σταυρό του όταν
οι διακόπτες ξανανάψουν.

και κάθε φορά
που θα κοιτάει
τα αστέρια
θα βλέπει
μόνο αστέρια
και
τίποτε
άλλο.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Ο Ασμόδεος όμως ζωγράφιζε καλύτερα


Ο Μπίναρης δεν κατάλαβε και πολύ καλά για πότε βρέθηκε ανάμεσα σε αυτό το χαμό από πολύχρωμους, καλοντυμένους ανθρώπους, στη μέση της τσιμεντοαλάνας.

Μόλις πριν 3 μέρες είχε πληροφορηθεί για το συμβάν.

"Θα γίνει μια εκδήλωση στο δημοτικό σχολείο του δήμου μας. Με τοπικούς καλλιτέχνες, αυτοδίδακτους. Θα θέλαμε πάρα πολύ να συμμετάσχεις".
"Αχά. Θα σας ειδοποιήσω. Σας ευχαριστώ πολύ".

Άναψε ένα τσιγάρο και αποφάσισε ότι θα συμμετάσχει.
Αν μη τι άλλο, θα είχε μπουφέ. Και δωρεάν κρασί.

Και μέσα σε στιγμές, που δε κατάλαβε πότε πέρασαν, έμενε στο κέντρο του γηπέδου του δημοτικού σχολείου, παρατηρώντας το κόσμο. Οι πρώτες σκέψεις ήταν ότι δεν άνηκε εκεί. Οι σκέψεις στη πορεία γίναν απόφαση. Η απόφαση πήγε να φορέσει το μανδύα της μεμψιμοιρίας μα το γλίτωσε στο τσακ.

"Πού ήσουν στις 20:30;"
"Συγγνώμη, άργησα ένα τέταρτο να έρθω"
"Έβγαλα λόγο και ήθελα να σε παρουσιάσω στο κοινό. Να τους πω ότι είναι τιμή μας που..."

Ο Μπίναρης χαμογέλασε και έκανε μια γκριμάτσα. Ήταν σίγουρος ότι ο συνομιλητής του, και διοργανωτής της εκδήλωσης, θα κατανοούσε το πόσο αστείο έβρισκε ο Μπίναρης αυτό που άκουγε, μα ο συνομιλητής κατάλαβε το αντίθετο, και παίρνοντας θάρρος απ' τη γκριμάτσα, συνέχισε:

"Είδες; Γι'αυτό σου λέω. Ααααχ, αργείς, αργείς. Άργησες"
"Δε πειράζει. Σας ευχαριστώ πολύ".

Ο Μπίναρης απομακρύνθηκε. Ένιωθε σα γέρικο σκυλί σε μάντρα με θρασύτατα πρόβατα, που βελάζαν προκλητικά προς το μέρος του και του έγνεφαν με τις φουντωτές κωλοτρυπίδες τους, μα ταυτόχρονα αισθανόταν όμορφα. Με ένα περίεργο, ηδονοβλεψιακό ίσως τρόπο. Του άρεσε που συμμετείχε πρώτη φορά τόσα χρόνια, σε κάτι. Και ότι μπορούσε επιτέλους να δείξει σε όλους ότι αξίζει τα μέγιστα.
Τέτοιες σκέψεις τον πέθαιναν, διότι το να γλύφεις την ίδια τη παλάμη σου είναι δίκοπο μαχαίρι. Αποφάσισε να αφήσει τη κλάψα και πήγε να γεμίσει ένα ποτήρι κρασί ακόμα απ' το πάγκο με τα αγαθά.
Ανάμεσα σε τυριά με περίεργα ονόματα, πλαστικές ντομάτες, μικροσκοπικά ψωμιά με σαλτσοειδείς μαλακίες, ο Μπίναρης είχε καταφέρει να σαγηνεύσει την γλυκιά κοπέλα πίσω απ' το πάγκο, και έτσι γέμιζε το ποτήρι του πριν απ' όλους, προς απογοήτευση ειδικά των μερικών μπεκρόγριων που φρόντιζαν να βάζουν σε ξεχωριστά ποτήρια το κρασί και τον χυμό, χύνοντάς τον στη συνέχεια με δήθεν χάρη στο τσιμέντο, και επιστρέφοντας για άλλο κρασί.

Όσο τζάμπα και να είναι τα αγαθά, σκέφτηκε ο Μπίναρης, πρέπει κανείς να μπορεί να σαγηνεύει στιγμιαία αυτόν που τα μοιράζει. Αυτό είναι αλήθεια.

"Έχω να σε δω χρόνια! Πώς μεγάλωσες!"
"Γεια σας, κύριε Κώστα"
"Πώς τα πας στα βουνά, ε;"
"Ε, είναι αρκετά ήσυχα και..."
"Ήσυχα ε; Ήσυχα ναι. Πόσο καιρό ακόμα μέχρι να κάνεις κάποια έκθεση ατομική;"
"Ε, νας σας πω, περίπ..."
"Όχι, γιατί έχω συλλογή σπίτι μου από τοπικούς ζωγράφους. Έχω Οτινανίδη, έχω Αιδειόπουλο, έχω Κοροϊδεύη, να'χω και έναν Μπίναρη, ε, χαχαχαχαχα"
"Ναι. Χαχα. Ναι, βεβαίως."
"Πάω εγώ, να σαι καλά ε, και να μου ετοιμάσεις το πίνακα"
"Ναι, το καν..."

Έφυγε χαιρετώντας το δήμαρχο, αγνοώντας την άτυπη τελετουργία της λήξης της συνομιλίας.
Ο Μπίναρης κατέβασε το κρασί του, και προχωρώντας προς το πάγκο, σκέφτηκε, τι διάολο πήγε στραβά σε αυτή τη περιοχή; Εδώ μεγάλωσα, είπε στον εαυτό του, και τότε όλα ήταν απλά. Όχι απαραίτητα όμορφα, μα έμοιαζαν με παραμύθι, αρκετές φορές. Και κοίτα τώρα την εμποροπανήγυρη. Κουλτούρα η γυναίκα, να σπρώχνει και τον άντρα μαζί, τα παιδιά έμοιαζαν τα μόνα ειλικρινή πλάσματα, ειδικά στις μικρές ηλικίες.

"Κυρία, θα 'ηθελα λίγη γκαζόζα και λίγο χυμό για τη μικρή μου αδερφή"
"Μαμά, αυτός ο πίνακας δε μ'αρέσει".

Ποίηση στα αυτιά του Μπίναρη. "Μαμά, αυτός ο πίνακας δε μ'αρέσει". Ο απαγχωνισμός της ψευτοευγένειας. Να τι χρειαζόταν αυτό το χωριό. Αντ' αυτού, κάθε τόσο θα πλησίαζε κάποια μεσόκοπη νοικοκυρά για να του πει ότι είναι "η μάνα της Αντριάνας", και ότι οι πίνακες της άρεσαν επειδή έβγαζαν ένα άγχος. Και να προσπαθούν να τους επεξηγήσουν. Ποια είναι η Αντριάνα;
Και αλήθεια, πού είναι το κρασί;

Ο Μπίναρης ξαναγέμισε και συνέχισε το συλλογισμό του.
Έχουμε όλοι παραδώσει θάρρος στη "Τέχνη". Έχει πάρει αέρα ο κώλος της. Η "Τέχνη" είναι η Θεά της Γης των Κελτών. Τότε, δεν έπρεπε να της πας εναντίων. Έκανες όλα τα τσαλίμια της και αυτή σε έστεφε τον Κερασφόρο Θεό της, μέχρι να σε βαρεθεί και να σε αλλάξει με κάποιον ποιο τσαχπίνη. Πλέον έπρεπε να παρθούν αποφάσεις. Τη Τέχνη την καλομάθαμε εμείς. Και ιδιαίτερα οι Τουρίστες των Νησίδων της. Αυτοί που πρέπει να μιλήσουν σώνει και καλά. Που νιώθουν υποχρεωμένοι να τιμήσουν κάτι που δε κατανοούν, ή που δε τους μιλάει, εν τέλει.

Α, ο Μπίναρης είχε έτοιμο το "Μανιφέστο για την Αποκαθήλωση της Τέχνης" στο μυαλό του. Συνέχισε πίνοντας το κρασί και δε χάριζε κάστανα σε κανέναν, μέσα στο μυαλό του. Φταίει η κοινωνία; Φταίνε οι συνθήκες διαβίωσης; Φταίει το lifestyle; Κούφιες δικαιολογίες. Φταίει η γκλάβα του καθένα. Φταίει η οικογένεια. Φταίει το σάπιο αίμα των προγόνων που ρέει μέσα τους και το περνάνε στα παιδιά τους. Φταίει που κανείς δε μπορεί να προσποιηθεί καν, ότι δε γνωρίζει τα πάντα. Όλοι πρέπει να ξέρουν τα πάντα, να μιλάνε για τα πάντα, να έχουνε άποψη για πράγματα που αγνοούν. Και να ματώνουν μέσα στα πέπλα της ψευτιάς υπερασπιζόμενοι μέχρι θανάτου κάτι που και οι ίδιοι ξέρουν ότι δε κατέχουν. "Κοίτα τις πρώην συμμαθήτριες μου", σκέφτηκε ο Μπίναρης. Με φορέματα και βαμμένες σα πριγκήπισσες και με τρόπους υπερήλικου γόνου οικογένειας ευγενών. Τι έγινε σε αυτό το χωριό; Πού πήγε η απλή τέχνη του "Δε γαμιέται";
"Αηδίασα", σκέφτηκε ο Μπίναρης και δε ξαναγέμισε το ποτήρι κρασί. "Αηδίασα, διότι δε μπορώ να προσφέρω λύση σε κάτι, παρά μόνο να γκρινιάζω για αυτά. Αηδίασα, διότι είμαι σε ένα λάκκο εντυπώσεων. Έχω κάνει άσχημες δουλειές σκύλου παλαιότερα, έχω βγάλει τη μέση μου και έχω πασαλειφτεί πολλά πρωινά στης 6 το πρωί με μπογιά βάφοντας σκάλες, και έχω λάβει ελάχιστα χρήματα απ' αυτά, και τώρα μπορεί να πουλήσω ένα αποτέλεσμα ιδρώτα μεγαλύτερου απ' όλες αυτές τις δουλειές μαζί, αποτυπωμένο σε χαρτί, σε μια τιμή που με βγάζει ασπροπρόσωπο, μα είναι πολύ πιο δύσκολο, πολύ πιο ψυχοφθόρο, πολύ άτιμο και ηλίθιο και θέλω να φύγω από εδώ".

Αφησε το ποτήρι άδειο σε ένα τραπέζι
μιας γερομπεκρούς
έστριψε αριστερά, βρήκε τη γκόμενά του,
τη φίλησε στο μάγουλο
πιο ειλικρινά από πολλές προηγούμενες φορές
και της ζήτησε να μπουν στο αμάξι της
και να τον οδηγήσει
μακριά από εκεί.
Στο δρόμο μερικές λάμπες είχαν καεί
ο κόσμος σερνόταν στο πεζοδρόμιο σα σαλιγκάρια
η ώρα έμενε ακίνητη στο μηδέν
και η μάνα της Αντριάνας
προσπαθούσε να ανοίξει το αμάξι της
παρκαρισμένο στην πιο
περήφανη
και ζηλευτή θέση
που μπορούσε να έχει
ένα πάρκιν.

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

Zos.


Το πρώτο και τελευταίο ξύπνημα που θυμόταν τούτο το βρώμικο σαρκίο το κεντημένο με τρίχες και ουλές, θα το έβρισκε να αιωρείται σε ημικωματώδη κατάσταση, με σφήνες από εικονογραφημένα σωματίδια να παίρνουν τη θέση των πρώιμων homunculi και των βισώνων που αυτά κυνηγάνε ατέρμονα, στη σκοτεινιά των αχαρτογράφητων σπηλαίων του μυαλού του, και έτοιμο να αδειάσει έναν οριστικώς και αμετακλήτως ανίερο Γάγγη στα κεχριμπαρένια πλακάκια του δαπέδου. Τίποτε περίεργο ως εδώ- τούτο το σαρκίο το προαναφερθές ένιωθε έτσι από τότε που γεννήθηκε (λαμβάνοντας και αυθαίρετα τον τίτλο του "άντρακλα απ' τη μήτρα κιόλας"), το περίεργο ήταν το ότι δε θυμόταν τίποτα. Ούτε το όνομά του. Το σαρκίο εξέτασε το χώρο, μόλις τα μάτια του ξεθόλωσαν, μα τίποτα δεν έμοιαζε να αποτελεί στοιχείο αναγνώρισης του κάτι, του ελάχιστου έστω. Ένας μακρύς διάδρομος, αυτός βασίλευε στις άκρες της καθεμιάς του κόρης, στολισμένος μάλιστα με πλαστικές μινιατούρες από ελέφαντες με σώμα ανθρώπινο και ελαφρώς παχύσαρκο, οι προβοσκίδες μοιάζαν να λάμπουν πράσινες και το σώμα πορτοκαλί. Με ένα πρόχειρο υπολογισμό, απ' αυτούς της στιγμής που αναγάγουν τη στιγμή σε κάτι βαθύτερο από απλά το γιουσουφάκι του εδώ, ο διάδρομος φάνταζε άπειρος- χανόταν στον ορίζοντα, και ο ορίζοντας ο ίδιος δε σου'δινε και την καλύτερη εντύπωση, κατέληγε στην πιο ασήμαντη κουκίδα άμμου στην έρημο της αντίληψης και σχεδόν σε προκαλούσε περιπαικτικά να τον διασχίσεις, μόνο και μόνο για να πεθάνεις από ασιτία, σκελετός ως λάβαρο του υποχόνδριου στομάχου ενός Ουροβόρου από τσιμέντο. Όλα αυτά έκαναν το σαρκίο να μπερδευτεί περαιτέρω, τόσο, ώστε να χαμηλώσει το κεφάλι και να προσπαθήσει να σβήσει όλες τις εικόνες απ' το μυαλό του.

Μα, με τι να τις αντικαταστήσει,
όταν στο μυαλό του βασίλευε η
απόλυτη νυχτιά;

Το μάτι του έπεσε στα ρούχα του, τα οποία ρούχα είχαν φορέσει το μανδύα της "στολής". Στολής φυλακής κατά προσέγγιση, αν μπορεί κανείς να το θέσει έτσι. Κόκκινες ρήγες επιβαλλόμενες σε πυτζαμοειδή συμπλέγματα, δίχως τσέπες, δίχως δηλαδή το προνόμιο της συλλογής προσωπικών αντικειμένων, κατ' επέκτασην και του δικαιώματος κατοχής προσωπικότητας. Στο κέντρο της μπλούζας, ραμμένη μια καρτέλα, υποταγμένη στο κάτασπρο του χτες, με έναν αριθμό χτυπημένο πάνω της με φρέσκο μελάνι: 23.

Το σαρκίο πλέον ήταν ο Αριθμός 23, και δεν ήξερε αν θα'πρεπε να χαρεί με την απόκτηση αυτή της κάποιας ταυτότητας, ή να βουτήξει βαθύτερα στο πηγάδι της απογοήτευσης, μιας και η ταυτότητα αυτή η προσφερόμενη, εν τέλει τον απομάκρυνε όλο και περισσότερο απ' την "ταυτότητα" όπως την είχε στο μυαλό του ως σήμερα.

Αόρατες ντουντούκες, απροσδιόριστων συντεταγμένων, άρχισαν να φτύνουν στίχους από Μπλέικ και να αναπαραγάγουν περίεργους διαλόγους, σχεδόν μελοποιημένους σε σημεία, βγαλμένους λες από φτηνά κόμιξ. Οι φωνές στους διαλόγους άλλαζαν σε κάθε πρόταση και είχαν κάτι απροσδιόριστα πρόστυχο στο τόνο της φωνής, όσο και λεπτεπίλεπτο στη προσεκτικότατη επιλογή των λέξεων που καταχράσσονταν. Πρόσκληση για τσάι από ταξιτζή σε μποτιλιάρισμα, η μόνη διαπίστωση, ο Αριθμός 23 πρόσφερε στον εαυτό του το 1/2 από ένα χαμόγελο, για πρώτη φορά από τότε που πρωτοξύπνησε, ή κοιμήθηκε για τελευαία φορά. Άρχισε να σκέφτεται το ενδεχόμενο να διασχίσει το διάδρομο, όσο αποκρουστικό και να του φάνταζε να χαθεί στο τίποτα, ακούγοντας ταυτόχρονα για τον Ρίντρα που βρυχάται και το πώς τα μπουρδέλα φτιάχτηκαν από τα τούβλα της θρησκείας- μα δε χρειάστηκε να ζορίσει το μυαλό του άλλο, καθώς πριν προλάβει να αποφασίσει πώς και αν θα κινηθεί, απ' το πουθενά δυο φιγούρες με μπλε στολή και παράσημα εμφανίστηκαν και τον άρπαξαν σιωπηλά απ' τους ώμους, ένα χέρι ο καθείς. Ο Αριθμός 23 κατά κάποιον τρόπο γνώριζε ότι δε θα κέρδιζε κάτι με το να προβάλλει την οποιαδήποτε αντίσταση, με το δεδομένο ότι και η παραμικρή λέξη, ο πιο τιποτένιος ψίθυρος, θα εκλαμβανόταν ως αντίσταση κατά της φαινομενικής αυτής Αρχής, έμενε σιωπηλός παρατηρώντας τις δυο αυτές φιγούρες να τον μεταφέρουν προς το άγνωστο. Ο ένας είχε χλωμή επιδερμίδα και ήταν ξανθός, ο δεύτερος ήταν μαύρος και είχε επίσης μαύρα μαλλιά. Τα χαρακτηριστικά τους ήταν θολά- η όρασή του τον εγκατέλειπε ξανά, ή όντως δεν υπήρχαν χαρακτηριστικά για να γίνουν αντιληπτά; Αυτό το οποίο, πάντως, έμοιαζε ξεκάθαρο, ήταν το ότι οι στολές φάνταζαν φτωχικές, ακόμα και στο πιο φτηνό μάτι, και ότι τα "παράσημα" πλέον δέσποζαν σα το σκουριασμένο Τίποτα, δεμένα λες με σπάγγους, απ' τον πιο αδιάφορο ράπτη του τέλους του σύμπαντος.

Στο μυαλό του Αριθμού 23 ήρθε η Opera Buffa και ο συσχετισμός του επέτρεψε να προσφέρει στον εαυτό του άλλο 1/2 χαμόγελου, καθώς μεταφερόταν παρά τη θέλησή του στη Κοιλιά ενός ίσως Εικονικού Μολώχ.

Ένα μαύρο τίποτα.
Εικόνες από αλυσίδες από ζερό.
Ένα αυγό στο κέντρο,
σαν παραπληγική σπίθα από ακόνισμα τσακμακόπετρων
και ιδού!

Ένα σαλόνι. Σάλα, για την ακρίβεια, ταυτόχρονα απέραντη και μηδαμινή, διακοσμημένη με μοτίβα που έφερναν στο μυαλό τσαπατσούλικα σχεδιασμένες εικόνες από ρόδα και ξίφη διαφορετικών χρωμάτων. Ένα τεράστιο ψηφιδωτό δίχως πολύχρωμες πετρούλες, βαμμένο απ' την ίδια του την αυταρέσκεια.

Οι φιγούρες προσγείωσαν τον Αριθμό 23 σε ένα τεράστιο τραπέζι με πέντε γωνίες. Κοίταξε σχεδόν μαστουρωμένα τριγίρω του- τρεις με τέσσερις τύποι έμοιαζαν να αχνοφαίνονται γενικώς, όχι μόνο τα χαρακτηριστικά τους μα και όλη τους η υπόσταση έμοιαζε να εξαρτάται από έναν αόρατο κούκο σε κάποιο σκονισμένο ρολόι/αντίκα, χαμένο στην εξώσφαιρα, και κάθε φορά που ο κούκος εμφανιζόταν σκούζοντας, σκουντώντας τις άβολες πόρτες του "ακριβώς!", οι φιγούρες τρεμόπαιζαν, εξαφανίζονταν και επανεμφανίζονταν, γεγονός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην παραίτηση του Αριθμού 23 απ' τι διαδικασία αναγνώρισής τους.

"Χέστηκα να τους δώσω υπόσταση"
ψέλλισε
και παρατήρησε ταυτόχρονα ότι αυτή
ήταν και
η πρώτη του φράση ως τώρα.

Οι 2 Αρχές κάθισαν δίπλα του, ο ένας αριστερά και ο άλλος δεξιά. Πριν προλάβουν να περάσουν ούτε 5 δεύτερα απ' τη στιγμή που άρχισαν να τον κοιτούν έντονα στα μάτια με τα μη-χαρακτηριστικά τους, ο χλωμός Αρχής του γράπωσε το κεφάλι ((κάνοντας τον Αριθμό 23 ταυτόχρονα να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει μαλλιά, πιθανώς ξυρισμένα άτσαλα και βίαια)) και το κατέβασε με δύναμη στο έδαφος. Ο Αριθμός 23 άρχισε να ζαλίζεται ξανά- η πίεσή του, θαρρείς, έγινε βουνό του Ρενέ Ντομάλ, οι δε φλέβες στους λιγοστούς εμφανείς του μύες φούσκωσαν γεμίζοντας με αίμα, απότομα. Έμοιαζε λες και πέρασαν χρόνια, δεκαετίες, αιώνες, καθώς η ατσαλένια χείρα του χλωμού αυτού τύπου κρατούσε τον Αριθμό 23 απ' το κεφάλι, στη στάση της στρουθοκαμήλου, αλλά απ' όσα είχε δει ως τώρα, ο Αριθμός 23 δε θα ορκιζόταν ότι δε πέρασαν απλά άλλα 5 δεύτερα.

Ένα μαύρο τίποτα.
Εικόνες από μια αλυσίδα από ζερό.
Ένα αυγό στο κέντρο,
σα παραπληγική σπίθα από ακόνισμα τσακμακόπετρων
και ιδού!

Το κεφάλι ορθώθηκε.
Η αίσθηση ήταν διαφορετική. Ναι. Όχι. Έμοιαζε με κείνες τις στιγμές σπάνιας έκλαμψης, που μπορούσες να μαντέψεις, ανάμεσα σε δύο χαρτόκουτα φασκιωμένα με χαρτοταινία, άρα απαράβατα, ποιο είναι γεμάτο σβώλους χρυσού και ποιο γεμάτο με ζεματιστά σκατά. Το κουτί έμοιαζε ίδιο, το εσωτερικό άλλαζε, μα ήταν τέτοια η φύση της διαφοράς αυτής στο περιεχόμενο, που εν τέλει στιγμάτιζε αόρατα και το φλοιό, το δέρμα του εγκυμονούντος σώματος.

Ο Αριθμός 23 επανέλαβε το τελετουργικό του κοιτάζειν τριγύρω. Οι 2 Αρχές δίπλα του, αριστερά και δεξιά, είχαν αποκτήσει υπόσταση στις μάπες τους. Μα τα νεοανακαλυφθέντα χαρακτηριστικά του προσώπου τους, έμοιαζαν τόσο αδιάφορα, τόσο γενικευμένα, που παρέμεναν ομιχλώδη και απροσδιόριστα, αλλά απ' την άλλη πλευρά του νομίσματος.

Τον κοιτούσαν έντονα, μπορούσε να το καταλάβει. Ο χλωμός τύπος έβγαλε απ' τη τσέπη του ένα καραφάκι κρασί και του το πρόσφερε. Ο Αριθμός 23 ήπιε διστακτικά. Ο μάυρος, πλησίασε το πρόσωπό του με το δικό του και τον φίλησε στο στόμα. Ο Αριθμός 23 δε τραβήχτηκε καν απ' αυτή την άλλοτε αφορμή για ακόνισμα ξιγολόγχης, διότι, παρόλη την απουσία καθρεφτών ή αντανακλάσεων εν γένει απ' αυτό το κατ' ευφημισμόν σωφρονιστικό οικισμό, ήξερε βαθιά μέσα του ότι φόραγε το δέρμα της Γυνής. Επέλεξε τυχαία, μα τόσο αστραπιαία ταυτόχρονα και με τόση σιγουριά που το τυχαία ξαναεφηύρε τον εαυτό του, ότι το χρώμα της πλέον ήταν το Κίτρινο και αυτό και το όνομά της. Αφουγκράστηκε το σώμα της- δυο στήθη γυναικεία στέκαν κορδωμένα εκεί που πριν απλά κρύβονταν δυο ρώγες ανάμεσα σε τρίχες, τα πόδια του είχαν την υφή του γυαλιού εξευγενισμένα περιποιημένου, το πρόσωπό του τη φρεσκάδα του βούτυρου- όσο για το τι δέσποζε ανάμεσα απ' τα πόδια του, αυτό τον έπεισε πλήρως για τη νέα του σάρκινη ενδυμασία.Το κεφάλι του πάντως, συνέχιζε να μένει απογυμνωμένο από τρίχες, και σχεδόν απογοητεύτηκε η ταπεινή Κίτρινο με αυτή τη λεπτομέρεια.

Οι Αρχές πλέον τη φλέρταραν ανοιχτά, ασύστολα, χυδαία. Την έτριβαν παντού με δάχτυλα γυαλόχαρτου, της μύριζαν και της δάγκωναν το λαιμό, της φιλούσαν και της έγλυφαν τη φαλάκρα. Τότε ήταν που σκέφτηκε ότι, αν υπήρχε ακόμα η έννοια της απόδρασης, επιζήσα από διαβολική τύχη μέσα απ' το τσουνάμι των πτωμάτων της Λογικής, θα'πρεπε να την εκμεταλλευτεί όσο γίνεται.

Η Κίτρινο έμοιαζε να είναι ακόμα πιο τυχερή απ' ότι νόμιζε, όταν ο μαύρος Αρχής σκέφτηκε ότι υπάρχει μια πόρτα δίπλα του, και αυτή απλά εμφανίστηκε. Ο μαύρος Αρχής την άνοιξε και βγήκε. Ο χλωμός Αρχής ήταν άφαντος- εξαφανισμένος απροσδιόριστα σα τη τελευταία σταγόνα του φθινοπώρου. Η Κίτρινο παρατήρησε τη σπάνια αυτή ευκαιρία, η οποία έμοιαζε να γέννησε τον εαυτό της απ' την ίδια της τη λαχτάρα για να δραπετεύσει. Σηκώθηκε όρθια, και τα μπούτια της έμοιαζαν δυνατά σα κορμοί δέντρων, τα δόντιας της χτυπούσαν το ένα με το άλλο με τη βουβή λαχτάρα του ιχθύ να συνεχίσει να αποφεύγει το αγκίστρι. Ψηλάφισε τη πόρτα, για να δεχτεί πλήρως ότι είναι αληθινή, στα μάτια της. Έμοιαζε να είναι. Μια πρώτη εξερεύνηση του φαινομενικά εξωτερικού χώρου φανέρωσε ακόμα ένα μακρύ, εκ πρώτης όψεος χαμένου στο άπειρο διαδρόμου, αυτή τη φορά πασπαλισμένου με χώμα, πέτρες και ανώριμα δεντρίλια. Η Κίτρινο ένιωσε την ανάγκη να κλάψει και να γελάσει ταυτόχρονα, μα το απέφυγε, και η αποφυγή αυτή ήταν το κλειδί που έκανε τη πόρτα να οδηγεί πλέον σε έναν ωκεανό από παράσιτα , ίδια με της χαλασμένης κεραίας σε παρακμιακά τηλεοπτικά κανάλια, συνοδευόμενα από το βούσιμα του ανέμου ενάντια σε αυτό των κηφήνων ξεχασμένων κυψελών, χαμένα παράσιτα σε έναν ωκεανό από αποχρώσεις του γκρι που δεν έχουν, και δε θα μπορούσαν να έχουν, σαφή περιγραφή ή καν όνομα.

"Ασημένια θάλασσα, όχι γκρίζα"
ψέλλισε
και παρατήρησε ταυτόχρονα ότι αυτή
ήταν και
η δεύτερή της φράση ως τώρα.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2010

Δυο τραγούδια για τη Μπαστ


I.
Μαθήματα νεοαιλουρικών

Πέραν απ' το σόι μου
και τη γειτονιά που μεγάλωσα
οι γάτες μου
ήταν ένα μεγάλο μάθημα πάντα
στο πώς η ζωή
μπορεί να κάνει κύκλους
και ενίοτε παρατηρείς
και τις σπείρες
που χτίζει
όταν έχει κέφια:

το μεγαλύτερο όμως μάθημα
που έλαβα από δαύτες
έκτός του να κοιμάμαι και να τρώω
όσο πιο πολύ γίνεται όταν μπορώ,
είναι ότι
όσο και να πας να πείσεις
ότι είσαι κάτι ιδιαίτερο
πάντα κάποιος
θα τρίβεται και γλύφεται
με περισσότερο πάθος
από σένα
και θα φάει εν τέλει
όλη τη γατοτροφή
και θα κοιμηθεί εν τέλει
σε απαλότερο πάπλωμα.


ΙΙ
Ηρεμία.

Έχετε κυνηγήσει ποτέ σας γατα;

Στην αρχή
κάνει το κορόιδο
κοιτάει με αυτά τα πανικόβλητα μάτια
τρέχει άτσαλα
χοροπηδάει εμπόδια
μετά
όταν παγιδευτεί σε μικρότερη περιοχή
μπαίνει κάτω από αμάξια
ή στενά έπιπλα
και συνεχίζει να το παίζει πανικόβλητη

Μα όταν στριμωχτεί για τα καλά
στο τοίχο
τότε τα μάτια της γίνονται κεχριμπάρια
που καίνε ολόκληρα χωράφια με σπαρτά,
τα νύχια της μαχαίρια έτοιμα να
σφάξουν τη πλάση όλη
το δέρμα της εκτοξεύεται στον ουρανό
με τη πικρή γεύση του καρκίνου.

"Μείνετε μακριά"
μοιάζει να λέει,
"απ' την ησυχία αυτού
που δε ταράζει την ησυχία
του Σύμπαντος
του ίδιου".

Δυο τραγούδια για το τσιμέντο


Ι.
Ρωζ και να λάμπει.

Το παλιό σπίτι του Σωτήρη
ήταν δίπλα απ' τα μπουρδέλα
με τις ρωζ πινακίδες τους
να τραβάνε το μάτι
σα το τύπο με το σουραύλι
απ' το Χάμελιν.

Το νέο σπίτι του Σωτήρη
είναι ακριβώς δίπλα στα μπουρδέλα
περικυκλωμένο απ' τις ίδιες ρωζ πινακίδες
και τις σκάλες και τις πουτάνες
που μελαγχολικά περπατάνε
το μακρύ δρόμο για το κάποιο σπίτι.

Χαίρομαι που μερικά πράγματα
μένουν σταθερά
και ανίκητα.

ΙΙ.
Φαντομάς.

Ο Σωτήρης έχει
μια υπερβολικά μικρή
τηλεόραση

μια φτηνιάρικη κεραία
για να πιάνει
τα κανάλια

χειροποίητο δήθεν
έπιπλο με συρτάρια
για να ακουμπάει την τηλεόραση

έναν ανεμιστήρα για
την υπεράνω ανοχής πλέον
ζέστη της τσιμεντούπολης.

Η σκια όλων αυτών των επίπλων μαζί
σχηματίζει στο τοίχο μια ανθρώπινη φιγούρα
αν έχεις φαντασία
ή αρκετή μπύρα.

Ωραίο ακόνισμα φαντασίας
μα τι να το κάνεις
όταν

η υπερβολικά μικρή οθόνη
της τηελόρασης
σε τυφλώνει

η φτηνιάρα κεραία
κουνιέται συνέχεια
και σε εκνευρίζει

το χειροποίητο έπιπλο
μένει στην ίδια γωνία
άκομψο και άβολο

και ο ανεμιστήρας
ω, ο ανεμιστήρας
κάνει τα δάχτυλα να πονάνε
απ' το συνεχές
γρατζούνισμα του αναπτήρα
μιας και σβήνει
τα στριφτά μας τσιγάρα
συνέχεια.

Σκέψη πριν τη τελευταία βουτιά


Ό,τι πιο ειλικρινές μου κατεβαίνει στη γκλάβα να γράψω
με δεδομένο πάντα
ότι φοβάμαι τους ανθρώπους απίστευτα, σχεδόν ανθυγιεινά
όλους σας, όλους μας:

παίξε με τις λέξεις
διάβασε μαλάκες
υπέρογκης ποιότητας,
θρυλικούς
και μη σε νοιάζει η εποχή
ούτε με το τι "θα μοιάσεις"

αν η εποχή μας
είναι όντως νεκρή
είναι υποχρέωσή μας
να τη πιάσουμε απ' τα μαλλιά
και να τη σύρουμε στα ίδια της
τα βρώμικα σαλώνια
και τις πεντακάθαρες αλάνες
να αντικαταστήσουμε το ψεύδος
με δικό μας, πιο περίτεχνο
κει που οι άλλοι διαλύουνε
να φτιάξουμε,
κει που οι άλλοι
κάνουν μεταγγίσεις αίματος
να ματώσουμε
κει που οι άλλοι
παίζουν ζάρια με την αιωνιότητα
να ψοφήσουμε

να φτιάξουμε
με λίγη ειλικρίνεια

και τότε θαρρώ πως
θα αναπνέεις σα γεράκι
δίχως ουρανό
θα γελάς σα ζογκλερ
δίχως κοινό
θα ξέρεις πως κάθε κίνηση
του δέρματος
σημαίνει κάτι παραπάνω
απ' την απλή
συνειδητοποίηση
του ότι'
είσαι και σήμερα
ζωντανός.

Γκιλγκαμές με αντζούγιες, χωρις ντομάτα


Ήταν πανέμορφα στη παλιά μας γειτονιά
η λεσβία γύφτισσα
καβάλαγε μηχανάρες και ντυνόραν με δερμάτινα
γάμαγε μια πλούσια τύπισσα, λένε
και τα κονόμαγε κανονικά και με το νόμο.
μια ντουζίνα τρομακτικές γεροντοκόρες
ντυμμένες στα μαύρα και βλοσυρές
στο κήπος τους είχαν ένα τεράστιο κορμό δέντρου κομμένο
με εξίταρε φοβερά μιας και ήταν σα σκαμνάκι.
ο νεαρός παραδίπλα που ήταν καθυστερημένος
δυστυχισμένος μια ολόκληρη ζωή διότι η συνείδηση υπήρχε ακόμα
το πρώτο μου μάθημα από μικρός
ότι τίποτα δε χαρίζεται, και τίποτα δεν είναι δίκαιο.
η πόρνη με τα 2 της παιδιά
έπαιζα με το γιο της στο σπίτι τους
και μπαίνανε οι ναύτες
και τότε μας κλείδωνε στο μπαλκονια για να γαμηθεί.
μεις βαριόμασταν
πηδάγαμε το μπαλκόνι
φτάναμε στη παραλία
και προσπαθούσαμε
να φτιάξουμε δικούς μας πλανήτες
από το αλάτι της θάλασσας.

Δεν έχει σημασία
αν από τότε μέχρι σήμερα
η επαφή με το σόι μου
έγινε επαφή φιλικού επισκέπτη
που μένει στο ξενώνα-
τότε, αν μη τι άλλο,
ζούσαμε πιο φτωχά
μα υπέροχα
σε εμπειρίες!

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Θες κι εσύ;


Στρατιές από κουνούπια και ο λογάριθμος ο ίδιος αριστερά και δεξιά του ποτηριού και στη μέση ακριβώς της μαγικής στιγμής εκείνης που με θάρρος θα αναφωνήσεις ότι έσχισες τον αέρα στα δύο μα τριαδικά μέσα στο τετραγράμματο, ταυτόχρονα, δε, θα προτρέψεις και οποιονδήποτε άλλο να κουνήσει συγκαταβατικά το κεφάλι, με τη περηφάνεια του λιονταριού, του τεμπέλη με την μαεστρία στο να εξολοθρεύει πανίδες ολόκληρες όταν αποφασίσει πως η απραξία αν αφεθεί ελεύθερη για παραπάνω απ' το συνειδητό, σφηνώνεται μέσα στο κρέας των νυχιών ή στο ενδιάμεσο των βλεφαρίδων και της κόρης σα κομμάτι σίδερου, παρασυρμένου απ' τον ίδιο αέρα που έσχισες στα δύο πιο πριν με τα ίδια σου τα νύχια.

Κρυφακούγεται μεταξύ των Νεο-Ζεν Πραγματιστών μια από κείνες τις παραβολές της αποτυχίας που ψιθυρίζει ή μάλλον κομπάζει απόλυτη επιτυχία πάνω στο τίποτα μόνο και μόνο όταν έρθει η κατανόηση του ότι ρωτώντας για το τώρα πάνω στο αν κατάφερες να γραπώσεις τη ζωή, απομακρύνεσαι ολοένα και περισσότερο απ' το αρχικό στάδιο της συνειδητοποίησης του ότι το Παν απαιτεί Πράξη και όχι στείρα Γνώση ή ευνουχισμένη Λογική: ο εγγονός είναι στο αμάξι με τον παππού του, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός λέει στο παππού του, "Παππού, παππού, πονάει η κοιλιά μου", ο παππούς λέει, "Ε κλάσε να σου περάσει", ο εγγονός κλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός ξαναπαραπονιέται, "Παππού, παππού, ακόμα πονάει η κοιλιά μου", ο παππούς επαναλμβάνει στον εγγονό, "Κλάσε κι άλλο και θα σου περάσει", ο εγγονός ξανακλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός λειτουργεί κυκλικά και λέει, "Παππού, παππού, πονάω ακόμα", ο παππούς λέει, "Κλάσε, κλάσε, θα σου περάσει", ο εγγονός ξανακλάνει, ο παππούς οδηγάει, ο εγγονός γαληνεύει και λέει, "Παππού, μου πέρασε", ο παππούς οδηγάει και κουνάει ευχαριστημένα το κεφάλι του, ο εγγονός όμως συνεχίζει, "Παππού, να σου πω όμως κάτι;", ο παππούς αποκρίνεται, "Τι θες τώρα", ο εγγονός λέει, "Παππού, νομίζω πως χέστηκα πάνω μου".

Πλανάται στον αέρα η πεποίθηση πως η υπερεξουσία της ερευνας στα φυσικά φαινόμενα είναι οι Σάλπιγγες της Ιεριχούς ενάντια στα τείχη της ομιχλώδους αντίληψης και πως η σχεδόν παιδαριώδης για κάποιους πεποίθηση πως όλα επικοινωνούν μέσω αναμνήσεων του εξελικτικού σταδίου του βρωμερού θηλαστικού (εμάς) και της πρωτόλειας διερεύνησης απλών φαινομένων όπως μια στάλα βροχής στο κούτελο, πως αυτά αναπαριστούν τη δαμόκλειο σπάθη που εμποδίζει το χώρο να ανοιχτεί και το χρόνο να περάσει- "μαλακίες!", λέμε μεις που ο χώρος τρεμοπαίζει τις περισσότερες φορές σαν ετοιμοθάνατο κερί και που ο χρόνος είναι απών μέσω της τρομακτικής του επιβολής στο κυκλικό χορό του θανάτου που μας προτείνει τις νυχτιές, σχεδόν παρόμοιος με τις πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες. Θα'πρεπε να υπάρχει κάτι περισσότερο από τη γιγάντωση του τσιμέντου και τη δολοφονία της φαντασίας. Θέλω να δω αλάνες, γειτονιές, να αποκτούν συνείδηση ξαφνικά, μια σκοτεινιασμένη Δευτέρα, να μένουν έγγυες από τα ίδια τα σκουπίδια που τους επιβάλλαμε, σκουπίδια όπως η επιβολή της αντιληπτικής σταθεράς στα μέτρα και σταθμά τρίτων ή το μεροδούλι της γυφτιάς συνειδήσεων, να γκαστρώνονται από το χάλκινο κύπελλο με το οποίο ποτίσαμε τα θεμέλια της οικογένειας με κανόνες, αρχές και "πρέπει", και να ανοίγονται μόνες τους- κατά βούληση. Θέλω να γνωρίσω ένα μικρό παιδί που να κοιτάζει τα αστέρια με πράσινα μάτια και να μου ψιθυρίζει στο αυτί ότι αυτά είναι ασημένιες καρφίτσες στη σάρκα της νυχτιάς. Θέλω να γνωρίσω έναν ταξιδιώτη που να αναζητά πόλεις που δεν υπήρξαν ποτέ, νησιά που καμία θάλασσα δε γέννησε ποτέ, βουνά που ούτε ο Ρενέ Ντομάλ δε σκαρφίστηκε όσο πρόλαβε να ζήσει.

Θέλω να τσιμπήσω τον Αρποκράτη με δύναμη στο χέρι, και αυτός να συνεχίσει να μου γνέφει για να σωπάσω, και να τον τσιμπάω, και να τον τσιμπάω, και να τον τσιμπάω γελώντας ακατάπαυστα, πιωμένος.

Θέλω να βυζάξω ρώγες που δε βύζαξα ποτέ, να χαϊδέψω ζεστά, υγρά αιδεία που μόνο ονειρεύτηκα, να φέγγουν με γαλάζιες αποχρώσεις κάτω απ' το φεγγάρι της ερήμου και να είμαι απλά ένα ταπεινό, μικροσκοπικό τσακάλι μπρος τους.

Θέλω να πιω μέχρι να πονέσω ολόκληρος, να βρίζω τον εαυτό μου για μήνες και μόλις τα χέρια σταματήσουνε να τρέμουνε και τα πόδια με ξαναβαστήξουνε να συνεχίσω, να κάνω κωλοδάχτυλο στον Ουροβόρο και να προσποιηθώ ότι δε με νοιάζει που δάυτος θα με καρφώνει με τα φιδίσια μάτια του, κάνοντας τσιμπούκι στην ουρά του την ίδια στιγμή.

Θέλω να δω, τέλος, πώς θα είναι το τελευταίο ποτήρι στην πιο απομακρυσμένη γωνιά του σύμπαντος, το τελευταίο ποτήρι απ' τη βότκα που θα αφιερώσει κάποιος τρίτος, άγνωστος σε μένα, σε κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο, που εγώ δε θα χω γνωρίσει ποτέ, και πίνοντας το ποτό αυτό, να κατανοήσω το ότι τον γνώριζα πάντα πριν καν πεταχτώ από κάποια μήτρα. Κάπου, κάποτε.

Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

Crocodile Boozedications vol 2


Δίχως φάρδερ αντού και με καλοκαιριάτικες καϊλες, το δεύτερο μέρος της εκπληκτικής συλλογής "Crocodile Boozedications", βραβευμένης σε σχετικά φεστιβάλ μουσικομαζέματος του εξωτερικού.

http://www.mediafire.com/?xqyt2n4hzjz

Έχει μέσα Dozer, Abramis Brama, Motorhead και λοιπούς, για την αλκοολοκατανάλωση του πράματος, καθώς όλοι μας αγαπάμε την αντρίκια μουστακέικη rock, έχει Death In June για τη καψοκαϊλα του πράματος, έχει blues-o-κόμματο από Danzig, έχει Lungfish (περίμενε κανένας να ΜΗΝ έχει;), έχει και Allerseelen και GG Allin για την ανωμαλία της εποχής.

Ενδώστε και καλές καταναλώσεις.

Σάββατο 3 Ιουλίου 2010

Ημερωμένα Λόγια: il calcio


Βαριέμαι το ποδόσφαιρο. Διόρθωση: βαριέμαι να βλέπω μπάλα. Σπανίως, θα υποκύψω στα θέλγητρα ενός διαφημιζόμενου ως "ματς-φωτιά", "ματς-τιτανομαχία", "ματς-χυμένα έντερα και βγαλμένα μάτια", αλλά μόνο για ομάδες του εξωτερικού.
Αν μη τι άλλο, είναι μια καλή δικαιολογία στην ηλίθια ερώτηση, "Γιατί πίνεις τόσο;".

"Μα, γιατί πίνεις τόσο;"
"Ε, δε βλέπεις; Έχει ΑΓΩΝΑ! ΜΑΤΣ!"
"Ααααααα, έτσι πέστο".

Όποτε δε μας προδίδουν τα δηλητηριασμένα μας σώματα και η μισοδιαλυμένη συλλογική μας νοημοσύνη των μυρμηγκιών, μαζευόμαστε όλα τα αδέσποτα των βουνών και ενδίδουμε στη πρακτική εφαρμογή του κλωτσοσκουφίου. Με παραπάνω των απλά "καλών" αποτελεσμάτων, ενίοτε. Ο χλωροτάπητας είναι σα πίπουλο, όταν έχεις μάθει από μικρός στη τσιμεντοαλάνα.

Το Μουντιάλ φέτος το χω παρακολουθήσει με μανία. Δε ξέρω ακόμα γιατί. Γελάω ασυναίσθητα με τις παπαρολογίες περί "γιορτής"- παπάρια γιορτή είναι.
Γιορτή από σαραντάρες και σαραντάρηδες πρώην συμμαθητές. Που περιμένει ο ένας να ακούσει την κατάντια του άλλου, μέχρι να βγει ο λιγότερο αποτυχημένος.

"Μα ναι, ο Λάκης δουλεύει σε πολυεθνική, βγάζει αρκετές χιλιάδες ευρώ το χρόνο"
"Ναι, ε;"
(0-1)
"Ακούγεται όμως ότι είναι ακόμα παρθένος..."
"ΝΑΙ, Ε;;;"
(1-1)
"Τον κατατρέχει κι αυτή η αρρώστια..."
"SCORE!"
(2-1, στο 85')

Ίσως ήταν το απόλυτο τίποτα της καθημερινότητας. Ίσως το απόλυτο Παν που απαιτούσε κι άλλο κομματάκι στο ψηφιδωτό της δράσης-μη δράσης. Ίσως απλά ήθελα να δω μπάλα, αυτή τη περίοδο.
Τώρα, να εκμυστηρευτώ δίχως φόβο και με το πάθος του πρώην μετανιωμένου αλογοκλέφτη και νυν ερημίτη πιστό στο λόγο του Χατζαμπάμπα, αυτό που απ' τα συμφραζόμενα εκτοξεύει την ουρά του ακριβώς μέσα στο πρόσωπο της οποιασδήποτε προσπάθειας για άρμεγμα κάποιου λογικού νοήματος: είμαι άσχετος από ομάδες και παίκτες. Ξέρω μόνο κάποια παλαιά στάνταρ, καθώς και μερικά νέα ονόματα που, αν έχεις εθιστεί στην κατανάλωση εκμαυλιστικών προς τον εγκέφαλο ακτίνων προερχόμενων εκ του λεγόμενου και "χαζοκουτίου" (κάθε κουτί είναι ό,τι πάρουμε απ' αυτό ή βάλουμε μέσα του), σίγουρα θα γνωρίσεις ακόμα και από διαφημίσεις σαμπουάν ή κολώνιας. Δε με ένοιαζε ιδιαίτερα καμία εθνική λοιπόν, πόσο μάλλον η δικιά μας.

Απ' την αρχή της "γιορτής", και στην 15η μπύρα, με τον συνοδοιπόρο εις το ballwatching Γιώργο είχαμε αποφασίσει να στηρίξουμε κάποια αφρικάνικη ομάδα. Του πούστη. Θαύματα γίνονται. Ειδικά απ' τη στιγμή που πήρα πρέφα ότι η Γαλλία δε θα παίξει σε αυτό το μουντιάλ με τίποτα τη μπάλα που μπορεί όταν θυμάται ότι ο κώλος της δεν είναι πουπουλένιος (απογοήτευσης μόνο και μόνο για τον σημαδεμένο άγγελο του θανάτου που φέρει το όνομα Ριμπερί- οι άλλοι ας περιμένουν σε 4 χρόνια μπας και παίξει και ο Σισέ καθόλου), όπως και η Αγγλία (δεν είδα πουθενά τον Φέρντιναντ, και ο Ρούνευ είναι Ρούνευ αλλά όχι 11-αδα), αποφάσισα ότι θα στηρίξω κάτι μεταξύ Ακτής Ελεφαντοστού, Νιγηρίας ή Γκάνας, ταυτόχρονα, δε, είδα μια ωραία προοπτική στην Αργεντινή, τουλάχιστον ό,τι έδειξε στα αρχικά της παιχνίδια, το ίδιο και η Ισπανία που παίζει τρελά, παρανοϊκα με τις εμπνεύσεις που κατεβάζει η γκλάβα των παικτών-τορεαδόρ της.

"Η Κορέα έχει φορμαρισμένη ομάδα φέτος, λένε"
"Θεέ και Κύριε!"

Τι σχέσει έχει ένας σχιστομάτης με μια ποδοσφαιρική μπάλα;
Αν αυτή η μπάλα δε βρίσκεται μέσα σε μια οθόνη και ο Ασιάτης δεν ελέγχει τους παίκτες με χειριστήριο, τότε καμία.
Όπως και οι Έλληνες. Δε θα'πρεπε να επιτρέπουν στη χώρα μας να διασύρεται κι άλλο, με αυτό το τρόπο.

Εν τέλει, δυστυχώς άλλη μια φορά βγήκα σωστός για τους αραπάδες και τον τρόπο που παίζουν: εξαίσιοι αθλητές, μπορούν να τρέξουν απ' τη μία άκρη του γηπέδου στην άλλη, αλλά κάπου εκεί τελειώνει και το παραμύθι. Δε ξέρω αν κάποιος τους είπε ότι η μπάλα είναι στη πραγματικότητα η Λευκή Θεά του Θανάτου οπότε πρέπει να τη κλωτσήσουν όσο πιο μακριά και όσο πιο άτσαλα γίνεται, αλλά σίγουρα θα'πρεπε να υπάρχει κάτι παραπάνω, διάολε. Τι να το κάνεις αν ολόκληρη η ομάδα σαλαγάει σα τσητάχ με τετζέρια δεμένα στην ουρά και αν μπορούν να κολλήσουν τη μπάλα στα πόδια με ψαρόκολλα, αν δε μπορεί να υπάρξει η στοιχειώδης συνεργασία μεταξύ τους;

Το παιχνίδι της Γκάνας με την Ουρουγουάη το δειξε αυτό ξεκάθαρα. Έβλεπα στα πέναλτυ τους Γκανέζους να προσεύχονται στο Πνεύμα και να τρέμουν από ιερό δέος. Αξίζανε τη νίκη, διότι αυτά τα πλάνα μου θύμισαν μετά από πολύ καιρό τι σημαίνει στη πραγματικότητα το ποδόσφαιρο- και όχι μόνο αυτό, αλλά και οποιοδήποτε άθλημα "ευγενές"

"Ευγενές" όχι ως προς το πόσες μύτες δεν αιμοραγούν, αλλά ως προς το πόσο ανεβάζει τη θέληση του ανθρώπινου όντος για να αφήσει ένα στίγμα σε έναν αόρατο μαυροπίνακα της Πράξης. Του να ζήσει και να καταφέρει κάτι.

Αλλά τι τα θες.
Τη στέλνανε οι μαύροι τη μπάλα στου διαόλου τη κωλοτρυπίδα.

Σήμερα, η Γερμανία ισοπέδωσε την Αργεντινή με 4-0.
Γερμανικό ποδόσφαιρο: ένας τύμβος στο Δημόσιο Υπάλληλο του Γηπέδου.
Δε θα είμαι άδικος, μεγάλοι παίκτες έχουν ξεπεταχτεί απ' το λαό των πρώην Εβραιοφάγων και νυν Ελληνοφάγων για τους γκρινιάρηδες ή έχοντες τα ζώα τους αργά, και μένουν πιστοί στη στρατηγική τους ο κόσμος να χαλάσει- λες και οι πάσες που αλλάζουν είναι προδιαγεγραμμένες.
Αλλά αυτό που παίζουν δεν είναι το ποδόσφαιρο που αγαπάω, είναι αναπαράσταση από σουμπούτεο.

"Ο Μπάλακ μένει στάσιμος στη μέση περιοχή, το τεράστιο δάχτυλο από πάνω του τον σπρώχνει με δύναμη, η μπάλα εκτοξεύεται στον επίσης ακίνητο Σβαϊνστάιγκερ, το τεράστιο δάχτυλο τον χτυπάει και στέλνει τη μπάλα στα δίχτυα!"

Απ' την άλλη, οι Αργεντίνοι καλόμαθαν με όλη τη διαφήμιση και το πανικό για τη πάρτη τους, και τις προβλέψεις περί νίκης τους στο τελικό της διοργάνωσης. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι το μεσημέρι παρατηρούσα ένα μάτσο νερόβραστα κωλοπαίδια των οποίων η συντριπτική πλειοψηφία των σουτ έμοιαζε με αγώνα μεταξύ Τρίτης Δημοτικού Καρδίτσας και Τετάρτης Δημοτικού Πολυνερίου. Ο Μέσι, επίσης, κύριοι εκφωνητές και ομιλητές και δημοσιογράφοι, ναι, μπορεί να παίξει υπέροχη μπάλα αν του καθίσει, αλλά δε μπορεί να κρατήσει μια ομάδα μόνος του. Ούτε να περάσει μια αντίπαλη ομάδα μόνος του. Αν θυμάστε καλά, κάποιος άλλος το χε' κάνει αυτό με τη φανέλα της Αργεντινής, που πλέον κάθεται στο πάγκο, φοράει κοστούμι, αφήνει γενειάδα παιδεραστή και είναι η μασκότ του φετινού μουντιάλ.

Τουλάχιστον ο γερο-Μαραντόνα δεν έβαλε μέσα τον Βερόν να παίξει.
Ο οποίος πριν αρκετά χρόνια, ήταν και γαμώ τους παίχτες.
Μετά απλά πήγε 35.

Αλήθεια, δε ξέρω τι άλλο να γράψω για το Μουντιάλ, πέραν του ότι θα με ενδιέφερε να το δω ως το τέλος. Φάγαμε το γάιδαρο. Νομίζω πως βαρυστομαχιάσαμε, μα κάπως θα βρούμε χώρο. Το τσιγάρο τελειώνει, προβλέψεις δε με ενδιαφέρει να κάνω, θα'θελα απλά να μη δω φέτος τη Γερμανία να σηκώνει κούπα. Οι μουρλοί της Ισπανίας πρέπει να τους τσακίσουν. Ειδάλλως οι βάρβαροι της Ουρουγουάης με τον Φορλάν. Δε ξέρω.

Όβερ και άουτ.