Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Όνειρο ξανά

Yπήρχε κάτι σαν, ας πούμε, "νέο παιχνίδι". Ή άθλημα; Ή "χόμπυ"; Δεν ξέρω. Οι κανόνες ήταν απλοί- επιλέγεις ένα νυστέρι, ή ανοιχτήρι, ή κάτι που έμοιαζε και στα δύο, κάτι ενδιάμεσο, που λέμε, και προσπαθούσες να σκοτώσεις το συμπαίκτη-αντίπαλό σου. Είχα ένα σπίτι ακριβώς δίπλα στη παραλία, σε κάτι βράχια, ήταν βράδυ, και "έπαιζα" μαζί με άλλους τρεις.

Κρέατα και αίματα. Έχωνα το νυστέρι ανάμεσα στο στήθος του καθενός και το στριφογύριζα, και αυτοί πέφταν κάτω δίχως να βγάλουν κιχ, ούτε καν να κάνουν μορφασμό- λες και ήταν ανδρείκελα, ρομπότ. Στο τέλος, μάζεψα μια στοίβα από τέσσερα πτώματα στη γωνία του σπιτιού μου (πράγμα περίεργο, καθώς θα ορκιζόμουν ότι σκότωσα μόλις τρεις), και έφυγα.

Βρέθηκα σε ένα σούπερ μάρκετ, όπου, σε κατάσταση ζάλης, προσπαθούσα να ανοίξω ένα τεράστιο ψυγείο και σκόνταφτα. Όταν το κατάφερα, γέμισα μια σακούλα με μπύρες- η σακούλα δε, έμοιαζε να μην έχει χωρητικότητα, έχωνες μέσα αβέρτα, αβέρτα, αβέρτα, το προσωπικό μου μικροσύμπαν τσέπης, που λέμε. Τελείωσα με τη συλλογή ζύθου σε μπουκάλι και έφυγα χωρίς να πληρώσω- δεν υπήρχε κανένας άλλωστε μέσα στο σούπερ μάρκετ.

Περπάταγα με τις ώρες σε μια παραλία που έμοιαζε πάρα πολύ με τη παραλία Κοκκωνίου το βράδυ, με τη διαφορά ότι η θάλασσα φαινόταν μακρινή, δυσπρόσιτη, λες και έπρεπε να ταξιδέψεις πρώτα επί μήνες στην έρημο, και να φτάσεις μετά στη πηγή του νερού. Η σακούλα είχε εξαφανιστεί- μάλιστα. Δε συνάντησα κανέναν, δεν υπήρχε κανένας, περπάταγα και δε σκεφτόμουνα ούτε μίλαγα. Το ωραίο τίποτα.

Έφτασα σε μια αλάνα με σκουριασμένα λεοφορεία. Τα οποία σου δίναν την αίσθηση σκελετού ζώου, φάλαινας ίσως, διαβρωμένης με το χρόνο- πτώματα λεοφορείων, λοιπόν. Ένας τύπος χωρίς μάτια μου έλεγε για το "δρομολόγιο μηδέν" και δε καταλάβαινα Χριστό- και δε θυμάμαι τίποτα πλέον. Άρχισε να με λούζει κρύος ιδρώτας για τα πτώματα που είχα σπίτι μου, λέγοντας, "τα έχω ήδη τρεις μέρες κει μέσα". Σε λίγα δεύτερα δε με ένοιαζε καθόλου. Ο τύπος χωρίς μάτια μου είπε πως μέσα σε ένα από αυτά τα λεοφορεία, έχουν χτίσει λέει μια κόλαση. Ανθρώπινη κατασκευή, αλλά ίδια ακριβώς με την κόλαση της Βίβλου- μια ανθρώπινη κόλαση που τη νοικιάζουνε σε όποιον πιστεύει ότι θέλει να υποφέρει για τις αμαρτίες του. Διαμερίσματα λέει, μου είπε κάποια τιμή αλλά δε θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι που γέλαγα, στην πρότασή του να νοικιάσω ένα διαμέρισμα εκεί, και δεν απάντησα. Απλά γέλαγα, γέλαγα, γέλαγα, άνοιξα τη σακούλα που είχε ξαναεμφανιστεί στα χέρια μου, και άρχισα να πίνω μια μπύρα, και γέλαγα, και γέλαγα.

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2009

Και ποιος κοιμάται καλά, σάμπως;




Δεν υπήρχε πλέον "πολιτισμός". Για την ακρίβεια, δεν υπήρχε τίποτα, εκτός από έναν τεράστιο ωκεανό. Και επιπλέαμε, εγώ με άλλους δύο φίλους. Επιπλέαμε. Τι άλλο να κάναμε; Χρόνος έδειχνε να μην υπάρχει επίσης. Ήταν όλα πεντακάθαρα, "ημέρα μεσημέρι" καλοκαιριού που λέμε, μόνο που, ήλιος δεν υπήρχε πουθενά. Δε δείχναμε να μας νοιάζει το ότι έπρεπε να κολυμπάμε συνέχεια. Ο ένας μίλαγε συνέχεια για "παιδικά παιχνίδια" χωρίς να βγάζει νόημα. Εγώ, με τον άλλονα, κυνηγάγαμε χταπόδια. Τα οποία χταπόδια κολυμπούσαν απελπιστικά κοντά μας, λες και το έκαναν επίτηδες- δε μπορούσα παρά να παρατηρώ ότι θέλανε να φαγωθούν, εν τέλει. Ο φίλος τα έπιανε μέσα από το νερό με τα χέρια, και μου τα πέταγε, ώστε να τα διαμελήσω με τα χέρια μου- άγνωστο το γιατί να διαμελήσεις ένα χταπόδι έτσι, στη ψύχρα. Αλλά ποτέ δε τα κατάφερνα- μου πέταγε χταπόδια, κι εγώ απλά σάστιζα και μου φεύγανε μέσα από τα χέρια.
Πού και πού, πέρναγαν και νερόφιδα. Κολυμπώντας κάτω από τα πόδια μας, σχεδόν τα ένιωθα να μου γαργαλάνε τις πατούσες. Δε τα πειράζαμε. Ο ένας φίλος τα έλεγε "θεούς" και έκανε κάτι σαν άτσαλο σταυρό κάθε φορά που ένιωθε ένα να τον ακουμπάει. Ηλιθιωδώς αγχωτικό θέαμα, διότι δε μπορούσα να δεχτώ το ότι απλά νερόφιδα ήταν τόσο άγια- και πού είναι οι υπόλοιποι; Πού είναι οι πολυκατοικίες; Οι κοινωνίες σας (μας);
Στο τέλος, το νερό σκούρυνε υπερβολικά πολύ. Οι δυο φίλοι πανικοβλήθηκαν και κολύμπησαν μακριά, όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, φωνάζοντάς μου να ακολουθήσω. Δεν έκανα τίποτα, και καθόμουν σα κούτσουρο να κοιτάω μια τεράστια τσούχτρα να κολυμπάει κάτω από μένα, και, μόλις την κοίταξα, παρατήρησα ότι έκανε το ίδιο, και ότι είχε ένα σκασμό από ανθρώπινα μάτια πάνω στη πλάτη της, που με κοζάρανε επίμονα.
(ξύπνημα πρώτο από το κρεβάτι, ώρα 7 το πρωί)


Ήμουνα στους παλιούς μου δρόμους, που μεγάλωσα, σε κείνη την απερίγραπτη κωλογειτονιά στο Κιάτο. Για την ακρίβεια, πολύ πιο κάτω από το παλιό μου σπίτι, στο ποτάμι. Τα γύρω σπίτι είχαν μεταλλαχτεί, έμοιαζαν λες και πέρασε πανούκλα, ή κάποιος τυφώνας, ή κάποια μεγάλη καταστροφή. Καθόμουνα στο έδαφος και παρατηρούσα τον ελάχιστο κόσμο... ή εν πάσει περιπτώσει, τους μουρλούς. Διότι όλοι μουρλοί ήτανε, με μισά χέρια, μισές μούρες, ξυλοπόδαρα, πατερίτσες, μαντήλια. Σαν το έργο του Goya που έβαλα επίτηδες από πάνω, στη μορφή περισσότερο. Δε με πείραζαν, το θυμάμαι. Αισθανόμουν άβολα, ειδικά κάθε φορά που ένας από αυτούς περνούσε δίπλα μου, μουγκρίζοντας σα γουρούνι, βγάζοντας άναρθρες κραυγές ή παρόμοια εκλεπτισμένα πράματα, αλλά δε φοβόμουν. Ήμουν κυριλέ. Σε μια φάση ένας γερο-οικοδόμος (ή γερο-τεχνίτης γενικότερα), με ένα πράσινο πουκάμισο, αξύριστη μούρη και κοντά άσπρα μαλλιά, μεγάλη μύτη, γαλότσες και μεγάλη μπάκα, με πλησίασε χαμογελώντας και μου είπε κάτι σαν "Κούλαρε. Εδώ είμαστε στη ζωή. Κοίτα τριγύρω". Κάθισε και μου έδειξε μια καλύβα ακριβώς απέναντί μας. Έξω από αυτήν, ένας τεράστιος (σχεδόν γίγαντας) αγριάνθρωπος με ένα σφυρί στο χέρι και τίγκα στη τρίχα, χτυπούσε μια χοντρή χωριάτισσα/νοικοκυρά στη κοιλιά (με το σφυρί) με μανία, ενώ από πίσω της την κρατούσε ένας κοντύτερος με μεγάλη κόκκινη μύτη (σα κλόουν) και μεγάλα παπούτσια. "Αυτοί είναι αδέρφια, αυτή είναι η γυναίκα του ενός και την πηδάνε μαζί, εναλλάξ, και τώρα αυτή δεν ήθελε να τον φάει από τον κώλο και την τιμωρούνε" είπε ο γερο-τεχνίτης και γέλασε σα να έβηχε. Ήθελα να φύγω. Αυτή λέει ήταν η ζωή. Δε μ'αρέσει η ζωή. Θέλω να φύγω, θυμάμαι που σκεφτόμουνα. Στο τέλος, όλοι οι μουρλοί άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι. Ένας πέρασε δίπλα μας και είπε, "έρχεται Αυτή" και ο γερο τεχνίτης άρχισε να τρέχει επίσης πανικόβλητος. Μόλις κοίταξα πίσω μου, είδα να βγαίνει από μια καλύβα ένα ερμαφρόδιτο, απαίσιο πλάσμα, ίσως άντρας με γυναικεία περούκα, ίσως γυναίκα με παπάρια/σαπισμένο κρέας να φαίνονται μέσα από έναν μπλε σκούρο μανδύα και να γλείφουν το πεζοδρόμιο ενώ έτρεχε μανιασμένα προς το μέρος μας, κρατώντας ένα μαχαίρι. Απελευθερώθηκε όλος ο τρόμος, άρχισα να τρέχω αλλά, όπως γίνεται στα όνειρα συχνά, δεν αρκούσε, όσο και να έτρεχα- θα με έφτανε. Όλα έληξαν με μια κραυγή, δε ξέρω ποιανού, που έγινε ένα με το απαίσιο στρίγκλιγμα (σα να ταν από αρπακτικό πουλί) της Αυτής.
(δεύτερο ξύπνημα από το κρεβάτι, ώρα 9 παρά το πρωί)


Όλα είχαν μειωθεί σε χώρους. Δωμάτια. Δε ξέρω αν υπήρχε καν η έννοια του "έξω". Ποτέ δε φάνηκε, τουλάχιστον. Έμενα, μαζί με 4 άλλους καλούς φίλους, σε ένα υπερ-μικρό δωμάτιο, με κατάλευκα κρεβάτια (μικρού μεγέθους, σα κουκέτες που λέμε). Όλοι έμοιαζαν νωθροί, και αναρωτιόμουν αν είχα περισσότερη ενέργεια μέσα μου απ'όση θα έπρεπε. Έφερνα βόλτες στο δωμάτιο, και προσπαθούσα να παίξω παιχνίδια σε έναν κωλοϋπολογιστή που είχανε παρατημένο σε μια γωνία. Ένας κοντός, ξανθός τυπάς, λεπτός και με γαλανά μάτια, δίχως τρίχα στη μούρη (σα να λέμε, "μοντέλο". Μπαχ), ερχόταν και μου μίλαγε λες και ήθελε να τον πηδήξω. Μου έλεγε δε, συνέχεια, ότι "θα μου πηδήξει την παλιά μου αγάπη", πράγμα που με θύμωνε απίστευτα, και προσπαθούσα να τον απομακρύνω λεκτικώς. Στη συνέχεια, έβγαλε το δέρμα του, και έμεινε με ένα κοκκινωπό ζουμί στα κόκαλα, τίγκα στα σπυριά γεμάτα πύον- η μούρη του, δε, έμεινε ένα αφηρημένο πράγμα από δόντια και κρέας. Και συνέχισε, λέγοντας συνέχεια κάτι του στυλ, "Ω ναι, εγώ θα στη πηδήξω τη παλιά σου την αγάπη", πράγμα που με σύγχισε περισσότερο. Σηκώθηκα και έκανα βόλτες μέσα στο δωμάτιο, αυτός εξαφανίστηκε απότομα και ηρέμησα. Στη βιβλιοθήκη κρατούσαν οι άλλοι μια μεγάλη, φανταχτερή ανθρώπινη καρδιά. Ρώταγα και δε μου λέγανε τι ήτανε. Ο ένας είπε κάτι, ενώ κοιμόταν, ότι είναι λέει η γραμμή, μεταξύ ζωής και δρόμου και λόγου. Ή κάτι τέτοιο όπως το θυμάμαι τώρα που γράφω. Με ενοχλούσε η θέα της. Δεν είχα τι να κάνω. Έπεσα για ύπνο σε ένα άδειο κρεβάτι, και ένιωθα δίπλα μου, κλείνοντας τα μάτια, μια γυναικεία φιγούρα. Τα δάχτυλά μου μπορούσαν να χαϊδέψουν αόρατα μαλλιά. Ένιωθα δάχτυλα να ακουμπάνε τα χείλια μου απαλά, και άρχισα να τα γλείφω. Έβαλα το χέρι μου μέσα από τα σκεπάσματα, και έπιασα ένα απαλό, γυναικείο μπούτι. Με κλειστά τα μάτια πάντα. Χάιδεψα απαλά, ήμουν καυλωμένος- ίσως όχι μόνο. Ερωτευμένος, αλλά πάντα με κλειστά τα μάτια. Η σκατένια φιγούρα με τα σπυριά ξαναεμφανίστηκε και όρμησε, πετώντας τα σκεπάσματα στον αέρα. Θύμωσα απίστευτα, και σηκώθηκα πάνω φωνάζοντας- ήμουν έτοιμος να γκρεμίσω τα πάντα, όλο το διαμέρισμα, για αυτή τη προσβολή.
(τρίτο και τελευταίο ξύπνημα από το κρεβάτι, ώρα 1 και μισή το μεσημέρι)

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Ημερωμένα Λόγια 11


Ο πούστης ο Sartre μας εγάμησε όλους, πατριώτες. Ναι, αυτός, ο Ζαν-Πωλ. Ο απελευθερωτής.

Βλέπεις, δε θα μάθουμε ποτέ το πώς προήλθαμε σαν είδος. Ούτε το πού θα πάμε. Γάμησε μια σαύρα τα βακτήρια, τα οποία μετά γίνανε πιθήκια που στη συνέχεια τα πήρε μια συμπαντική υπερδύναμη πάνω από την εξώσφαιρα και με τη βοήθεια εξωγήινων, μετάλλαξε τον βρωμερό αυτό γόνο σε κάτι πιο ανθρώπινο και αδύναμο, μοιράζοντας τα 7 στέμματα της ψυχής του σε διαφορετικές πραγματικότητες περιστρεφούμενες σα τροχό ώστε να επαναλαμβάνει την υπαρξιακή του μιζέρια επ'αόριστον, μόνο και μόνο για να πεθάνει και να καταλάβει ότι μόνο το σκοτάδι απ' το κασόνι θα βλέπει από δω και πέρα, άντε, κάτι κρυφάκουσε και απ' τα σκουλήκια ότι όπου να'ναι, δυο κωλοτρυπίδες-θέρετρα, μία χάμου και μία απάνω, θα κάνουν πόλεμο και θα ανοίξουν τα κασόνια, ώστε να απελευθερωθεί και το μεγάλο ερπετό στο σκοτεινότερο σημείο της αντίληψης του κόσμου και ο πολυαγαπημένος γιος της συμπαντικής οντότητας να γίνει ένα με τον πιο αγαπημένο του μαθητή/εραστή που το πρόδωσε επίτηδες, αλλά στο τέλος επειδή ο Λάμπης δεν έζησε καλά, μετεμψυχώθηκε στην επόμενη ευκαιρία για ζωή σαν σκώληκας, κι όλα αυτά, μέσα στα μικροτσίπ μιας γιγάντιας μητρικής πλακέτας... αυτό ξέρουμε. Ωραία πράματα ε;

Αν υπάρχει ο παράδεισος, τότε θα περιμένουμε όλοι μια ζωή μπροστά από το ταμείο για να βγάλουμε επουράνιες ταυτότητες, μα δε θα γίνει ποτέ- θα περιμένουμε μέχρι το τέλος πολλών αιώνων, μιας και τα αγγελάκια θα ναι απασχολημένα με το να κυνηγάει το ένα να γαμήσει τα τρυφερά κωλομάγουλα του άλλου, που θα αχνοφαίνονται μέσα από την ομίχλη από τα χνώτα του τεράστιου, υπέρβαρου Πατέρα, στις κοιλάδες της ηρεμίας...βαρεμάρας. Αν υπάρχει η κόλαση, τότε θα κατεβαίνεις χεσμένος στο φόβο για να σου πει ο γεράκος στην είσοδο με βαριεστημένο ύφος ότι, δεν υπάρχει κόλαση, άρα θα ανέβεις απάνω να περιμένεις μια αιωνιότητα για να βγάλεις ταυτότητα. Μαλάκα, ε μαλάκα, που πήγες να τη σκαπουλάρεις. Αν είμαστε στο κωλοΜατρίξ, φέρτε μου το κόκκινο χάπι...και το μπλε μαζί...και ό,τι άλλο πολύχρωμο χάπι σας βρίσκεται πρόχειρο, σε λογική τιμή, ευχαριστώ πολύ. Να κάνουμε υπερσυμπαντική/υπαρξιακοτεχνολογική ψυχεδέλα rave party φάση, να γουστάρουμε, με μισό καμμένο εγκέφαλο στο τίποτα, απ τη μίαν άκρη του διαστήματος στην άλλη. Αν ο τροχός της Σαμσάρα δουλεύει ακόμα, αμφιβάλλω πολύ, γράσσο δεν έχομε, συγγνώμη παιδιά, συγγνώμη για τη καθυστέρηση, εεεεχμ, θα αργήσουν λίγο οι νέες μετεμψυχώσεις, εεεχμ, συγγνώμη, και η φωνή από τα μεγάφωνα κλείνει, και περιμένεις στο άπειρο να δεις τι θα γίνει με τη πάρτη σου, ενώ από πίσω παίζει τραγούδια αναμονής κινητών τηλεφώνων της Βονταφόν. Αν βγήκαμε από πιθήκια ή σαύρες ή οτιδήποτε έμβιο από παλιά, ακόμα καλύτερα, σκαρφαλώνω στη ταράτσα μου, γαμάω μια θηλυκιά ενώ ταυτόχρονα τρώω τις ψείρες της (και παρά τη θέλησή της) και μετά βουτάω στο κενό- πίθηκας έτσι, πίθηκας αλλιώς. Πασπαλίζω και με σκατά την κεραία της τηλεόρασής μου. Αν πάλι, μας φτιάξανε οι εξωγήινοι, ή καλύτερα να βρούμε τα συστατικά της λέξεως, "εκ", "σόι", "γίνει" (ο χειρότερος εξωγήινος είναι πάντα συγγενής σου), χώνω κεραία στη κωλοτρυπίδα μου και στέλνω υπερπλανητική κλανιά κατευθείαν στο μητρικό τους σκάφος, να το διαλύσω όλο- τα μαλακισμένα. Ε μαλακισμένα, που μας αφήσατε δω χάμου. Αν είμαι υποχρεωμένος να ζήσω τα πάντα σα flashback ξανά και ξανά και ξανά (η ωραία αυτοανακύκλωσή μας) σε άλλα σημεία του σύμπαντος/πραγματικότητες, τότε πολύ ευχαρίστως να καταλήξω μπεκρής σε όλες τους, ξανά και ξανά και ξανά- το'ξερα εγώ ότι κάπου την είχα ξαναπετύχει αυτή την Edelsteiner. Αν πάλι, περιμένουμε να ενωθεί ο Ιησούς ο μπάρμπας μαζί με την Ιούδα, να σχηματιστεί το έμβρυο του αύριο αποκομμένο από σκοτάδι και φως, να ξυπνήσει η πόρνη η Βαβυλώνα που σημαίνει αυτοολοκλήρωση και υποταγή στο άγριο, χυδαίο, ανθρώπινο και ειλικρινές, και αν....βασικά, γάμησέ το. Τα αποκρυφιστικά μου θυμίζουν το Σωτήρη- τα βαριέσαι επειδή μιλάνε πολύ. Αν είναι, τέλος, να παίξουνε μπουκέτα ο Ουρανός και η Κόλαση, για να περιμένω γω, είτε να κριθώ, είτε να ξαναξυπνήσω από τον τάφο και να ξανακριθώ... ε γάμησέ με. Πάω ομολογώ και αύριο στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής ότι πχ διακινώ ναρκωτικά και μπλέκω με το σύστημα δικαιοσύνης της Ελλάδας. Ίδιο πράγμα, εδώ και τώρα.

Όσον αφορά το κασόνι;
Μπαχ. Ας με θάψουν παρέα με ένα σκασμό από ουίσκια. Σκοτάδι, ησυχία, ουισκάκι, άντε, να λες και καμιά κουβέντα με τα σκουλήκια, ή να ψιθυρίζεις βρώμικα ανέκδοτα στα καντηλάκια για τη μνήμη σου. Ζωάρα στο θάνατο.

Και έρχεται ο Ζαν-Πωλ, ο Ζαν Πωλ ο Σάρτρης, και λέει πώς, στη πραγματικότητα, πηγή όλης της δυστυχίας του ανθρώπινου όντος, είναι ότι αντιλαμβάνεται βαθιά μέσα του, ότι έχει απόλυτη ελευθερία να επιλέξει οτιδήποτε θέλει για τη ζωή του. Ότι δε γεννιέται με σκοπό, ότι όλα είναι στην επιλογή του, και ότι οι πράξεις του έχουν συνέπειες. Και γι'αυτό, παθαίνει κατάθλιψη όταν καταλαβαίνει το βάρος της ελεύθερης στη πραγματικότητα ύπαρξής του- ότι είναι καταδικασμένος σε απόλυτη ελευθερία.

Να πας να γαμηθείς, Ζαν-Πωλ. Ή μπορώ να σε λέω Ζαν;
Να πας να γαμηθείς, επειδή συμφωνώ απόλυτα με ό,τι λες, αλλά αυτή τη περίοδο της ζωής μου, δε χρειαζόταν καθόλου, μα καθόλου να το ξαναθυμηθώ. Το ότι επιλέγω τι κάνω και το ότι όσο μιζέρια σκορπάω τριγύρω, είναι αποτέλεσμα/συνέπεια μόνο των δικών μου πράξεων και κανενός άλλου.

Ωραία ρε Ζαν. Από κούτσικος, έμαθα να φέρομαι σαν ενήλικας.
Τώρα, πλέον ενήλικας, που θέλω να τα γράψω όλα στα παπάρια μου για λίγο, τα συναισθηματικοαλκοολικοοικογενειακοφιλικά, και να μη με νοιάζει τίποτα, να αισθανθώ λίγο κούτσικος πάλι, γιατί δε μπορώ;

"Faiblesse" μου λέει το τσογλάνι, και μου'ρχεται να του σβουρίξω αγκωνιά.
Φαιμπλές, φαιμπλές. Έτσι είναι.
Ωραία. Σας αφήνω εσάς τους δυνατούς να ξεκουραστείτε.
Πάω για να κάνω log out στο κρεβάτι μου.

Ο Κόμης


Σε παγκόσμια αποκλειστικότητα, ο Kόμης του Edelsteiner, σε φωτογραφία από τις διακοπές του στο θέρετρο αναψυχής δυτικά της Άνω Stolichnaya, φωτογραφία που πολύ ευγενικά μου παραχώρησε (μαζί με την άδεια να την δημοσιεύσω εδώ), θεωρώντας ότι είμαι άξιος πλέον της εμπιστοσύνης του.

Ναι, μοιάζει αρκετά με τον Count Johann von Bernstorff της Γερμανίας- αυτό είναι ένα μυστήριο που θα διελευκάνουμε εν καιρώ.

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Ημερωμένα Λόγια 10


-Άκυρο για 16:30 μαλάκα, κάντο μια ώρα μετά γιατί δε βρήκα εισητήριο.
-Ωραία, ωραία. Θα έρθω με το λεοφορείο, θα'μαι κει στην ώρα μου. 17:30 λοιπόν.
-Τι λεοφορείο; Με αμάξι γιατί δεν έρχεσαι.
-17:30 τα λέμε
-Με αμάξι γιατί δεν έρχεσαι;
-17:30. Άντε.
-Με αμάξι γιατί δεν ερχ...

ΚΛΑΤΣ το ακουστικό.
Πονάω όταν σκέφτομαι ότι, στην όση ζωή μας απέμεινε στη κωλοτρυπίδα αυτή, όλα θα αλλάζουν σε βαθμό κακουργήματος. Αλλά ταυτόχρονα, έχοντας γνωρίσει το Σωτήρη, ξέρω ότι, τουλάχιστον, η άκρατη υπόγεια ένταση της φωνής του, και η ικανότητά του να μπορεί να πιάσει ένα θέμα από τα μαλλιά και να σου απαντάει με 200 λέξεις όταν εσύ του λες απλά μία, δε θα αλλάξουν ποτέ- και ανασαίνω ελαφρύτερος μέσα στο φορτίο της θνητότητάς μου.

Ποδαρόδρομος μέχρι τη στάση, στο "μεγάλο δρόμο". Ποδαρόδρομος που κάναμε σα χαμίνια τόσες και τόσες φορές, στο Γυμνάσιο και μετά, για να φτάσουμε απ' το χωριό στο σχολείο, στην "πόλη" (και σιγά την πόλη), ή, ακόμα καλύτερα, παράκαμψη μέσα από τα κτήματα για να χάσουμε τις πρώτες ώρες. Τα οποία κτήματα, έμοιαζαν, ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, ολόιδια. Στα παπάρια τους όλα. Ή, σχεδόν όλα, καθώς το τσιμεντένιο κωλοάγγιγμα από τα τετράγωνα απαισιουργήματα που αντικατέστησαν μεγάλες περιοχές πρασίνου στην εν λόγω περιοχή (και που λέγονται κατ'ευφημισμόν "σπίτια παραθεριστών") σε έκανε να στραβομουτσουνιάζεις σα γκόμενα με περίοδο μπροστά από τεντωμένο πέος. "Κοίτα να δεις που στο τέλος θα πιστέψω ότι έγινα και...οικολόγος", σκέφτηκα αυθέραιτα και γέλασα εκ των έσω για το πού σε πάει ηλιθιωδώς ο νους μερικές φορές.

Και να περιμένω...και να περιμένω στη στάση. Και αμάξια να περνάνε, να περνάνε...να περνάνε αμάξια στη στάσης μπροστά το δρόμο. Μια ζωή να βιάζομαι να κάνω τις δουλειές μου, μόνο και μόνο για να καταλήγω να περιμένω σα το μαλάκα πολύ νωρίτερα απ'όσο πρέπει. Ένας νεότερος ηλικιακά συγχωριανός, σταματάει με το αμάξι του μπροστά μου, ανοίγει και τα παράθυρα: μέσα, μια παρέα από επίσης συνομήλικούς του, που με κοιτούσαν με μόλις-μετεφηβικά χαμόγελα, γνωρίζοντάς με από παλιά σαν "ο Ηλίας που βρίζει" και περιμένοντας ένα punchline. "Α, δυστυχώς δε μπορώ να σε πάω Κόρινθο". "Δε πειράζει, άλλη φορά", και έγνεψα το χέρι μου σε φάση, "άντε, άντε, πούλο". Υπάρχει ένας καλός λόγος για τον οποίο δε μιλάω με κανέναν σχεδόν από τα μέρη μου πλέον, παρά μόνο αν υπάρχει ανάγκη, και τον θυμάμαι κάθε φορά που μιλάω με κάποιον από τα μέρη μου χωρίς να υπάρχει ανάγκη.

Απ' την άλλη, δε νομίζω να υπάρχει κανένας λόγος για τον οποίο αρνούμαι πεισματικά να οδηγήσω εδώ και μισό και βάλε χρόνο. Απλά δε μου αρέσει το οδήγημα. Καπούτ. Αυτό. Τι άλλο; Είναι αγγαρεία των αισθήσεών μου. Δεν είμαι καλός σε αυτό. Έχω πάει να τρακάρω περισσότερες φορές απ'όσο μου επιτρέπει η χρονιά που πήρα το δίπλωμα. Έχω οδηγήσει σούρλα και έχω πάει να στουκάρω σχεδόν θανάσιμα. Δε το έχω.
Προτιμώ να περπατάω σα το μαλάκα και να περιμένω συγκοινωνίες.

Και το λεοφορείο καταφτάνει, απελευθερωτής, σάλπιγκα στα τείχη της Ιερηχούς. Και στο ενδότερο, έχει πολλή κόσμο. Κόσμο και κοσμάκη. Κάτι που, ανέλπιστα, μου φτιάχνει την γκρίζα, τίγκα στη μελαγχολία μέρα. Σχεδόν χτυπάω τα πόδια μου αριστερά-δεξιά σαν παιδάκι, μόλις νιώθω το μαξιλάρι του καθίσματος στο κώλο μου. Και ο γερο-εισπράκτορας ο κοτσωνάτος, με αποκάλεσε "Κύριο" όταν μου δωσε τα ρέστα και μου μίλησε στο πληθυντικό, ενώ, σε έναν σχεδόν συνομήλικό μου που δεν είχε τρίχες στη μούρη, μίλησε στον ενικό και του είπε "νεαρέ". Χα. Ειρωνία. Ωραία πράματα. Μικρές μαλακιούλες της ζωής.
Μετά από λίγο, μια γριά στο χείλος του γκρεμού που λέμε, ηλικιακά, κάθησε με χίλια ζόρια δίπλα μου. Κανονικά, όσες εμπειρίες έχω με γριες σε λεοφορεία, έχουν αποβεί άσχημες, από τότε που άρχισα να χρησιμοποιώ μέσα μαζικής επικοινωνίας: είτε θα έφτυναν χλεμπόνια κατά λάθος στα πόδια μου, είτε θα παραμιλούσαν ακατάπαυστα, είτε θα μου έπιαναν πίρλα για το Θεό. Και η συγκεκριμένη αυτό έκανε, το τελευταίο, αλλά με τον εισπράκτορα. Από όλη τη μουρμούρα, το αυτί μου έπιασε τη φράση της γιαγιάς, "Γιατί παιδάκι μου, τι νομίζεις; Μόνοι μας θα πεθάνουμε όλοι, παρέα με κανέναν. Και όλοι μας θα λογοδοτήσουμε σε Αυτόν εκεί απάνω, μετά".
Και η φωνή του εισπράκτορα, πηχτή και ζεστή σα φρεσκοστρωμμένη άσφαλτος, με έκανε να χαμογελάσω δίχως να το θέλω: "Γιαγία, αν του δώσω γω λογαριασμού Αυτού τι έκανα όλη μου τη ζωή, θα ντραπεί τόσο που θα με πετάξει με τη μία χάμου πάλι!". Έκλεισα χαρούμενος τα μάτια και σκέφτηκα ότι η μελαγχολία απλά ήταν ακόμα μια γλυκόπικρη γεύση σε κωλοασιάτικο εστιατόρια δ' κατηγορίας, που μισούσα να μου αρέσει. Ή μου άρεσε να μισώ.

Φτάνω. Ο τόπος συνάντησης ήταν το παρκάκι-στάση ταξί. Και προφανώς, αν κρίνω από τα τραμπολίνα και τους φουσκωτούς παιδώτοπους, καθώς και τον απελπιστικά μεγάλο αριθμό μούλικων μικρής ηλικίας, στην πλατεία είχαν κάτι σαν χριστουγεννιάτικο πάρτυ για μούλικα μικρής ηλικίας. Αράζω σε ένα παγκάκι, καπνίζοντας αδιάφορα το τσιγάρο μου και σκεπτόμενος ότι καλά την έχουν τα πιτσιρίκια. Με παιχνίδια παίζουν. Και όπως είχε πει η παρέα πάνω, και μεις με παιχνίδια παίζουμε. Άλλου είδους. Άρα σε τι είμαστε καλύτεροι σε αυτό το θέμα; Έβλεπα τον μικρό Σκούτερ πχ (το "Σκούτερ" είναι όντως μια παρόρμηση δικιά μου της στιγμής, αφήστε με) να κάνει τούμπες στο τραμπολίνο και να έχει ένα χαμόγελο μέχρις τ'αυτιά, και θυμόμουν τον Κοκορίκο (ή στη θέση του οποιονδήποτε από εμάς πχ) όταν είχα ανεβάσει πάνω ένα whiskey malt 16 χρόνια σε βαρέλι, για κατανάλωση για πάρτη μας- ίδια έκφραση.

Ταυτόχρονα παρατηρούσα και τις "σέχτες". Τα μικρά με τους γονείς, να κοιτάνε κάτι ελαφρώς μεγαλύτερα κουτσούβελα, που είτε ήταν πρώτη τάξη Γυμνασίου αλλά έπασχαν από νανισμό, είτε ήταν δημοτικό και είχαν κανονικό ύψος, να περπατάνε "αεράτα" και να φωνασκούν σχεδόν τελετουργικά φράσεις με λέξεις ως επί το πλείστον παράγωγα του "γαμάω" και "μαλάκα", και να λάμπουν τα ματάκια τους και να θέλουν να τους μοιάσουν. Και καλά. Και τα ίδια αεράτα γυμνασιόπαιδα να κοιτάνε με τον ίδιο τρόπο κάτι "χιπχοπάδες" μασκαρεμένους λυκειοπαιδαράδες που περπατούσαν ακόμα πιο αεράτα και να γουρλώνουν τα μάτια από ρησπέκτ κι έτσι. Και ο κύκλος αν γινόταν ακόμα πιο μεγάλος, ολόκληρη τη γη μας, θα αγκάλιαζε θαρρώ- αν δεν έχει ήδη γίνει έτσι.

Ο έκφυλος έφτασε, τον βρήκα, κατηφορίσαμε προς καμια καφετέρια στη πλατεία για μπύρα. Ναι. Αμάξι δεν είχα, το μόνο που με δέσμευε λοιπόν προσωπικά ήταν το ωράριο του λεοφορείου, και η υπόσχεση στο πατέρα μου της προηγούμενης μέρας να προσπαθήσω να μειώσω. Να μειώσω. Αρχίδια. Αλλά μην είμαστε και πλεονέκτες, σε ένα περιβάλλον όπως το χωριό μου και σε ένα σπίτι όπως το δικό μου, που ο καθείς έχει λερωμένη παλιά τη φωλιά του και τώρα απλά σφυρίζει αδιάφορα, το να πιω ένα ποτηράκι ουίσκυ ή τρεις μπύρες, είναι προνόμιο. Όσο και αν σφυρίζει το φιδάκι ο Διαμαντής μέσα στα νεφρά.

-Θα τον γαμήσω μωρέ τον μαλάκα. Ρε θα πιανόμασταν στα χέρια ρε.

Πόσο γουστάρω όταν ο έκφυλος μιλάει για την οικογένειά του.

-Τον πούστη...Πωωωωωωωω....

Αλήθεια όμως.

-Μωρέ στο τραπέζι της πρωτοχρονιάς. Θα δει. Όλοι τους θα δουν.
-Σεβάσου τη γιαγιά και μη πεις τίποτα, λέω γω.
-Ναι. Αυτό.

Η κουβέντα φέρνει σβούρες. Στη πραγματικότητα, δεν έχουμε πολλά να πούμε, περισσότερο σαν αφορμή για να πιούμε ήρθαμε Κόρινθο κι οι δύο. Δίπλα μας, έχουν κοιμηθεί στα πόδια μας δυο αδέσποτες σκύλες, αμφότερες με σπασμένα κόκαλλα στα πόδια. Προσποιηθήκαμε ότι είναι σερνικά, και βαφτίσαμε το ένα "Μηνά" και το άλλο "Κώτσο"- και στη συνέχεια, ένας παλαβός 50άρης, ήρθε και έπιασε κουβέντα στο ένα, λέγοντας "Α ρε Άννα, παίζουν Χριστοδουλόπουλο τη Παρασκευή εδώ δίπλα. Και Στελάρα, και Στελάρα... και Στράτο Διονυσίου", και "Καλά κάνουν και μας λένε οι Αθηναίοι σκατόβλαχους και ότι δεν έχουμε ταυτότητα, Αννούλαααααα...α ρε Άννα".
Φάουλ, μισότρελε φίλε μου.
Το "βλάχος" όπως χρησιμοποιείται σήμερα, περισσότερα καλά έχει, παρά κακά. Και φυσικά δε μιλάμε για τους "Βλάχος", το αντίθετο των κομπατσάρηδων δηλαδή- αυτοί ειν φάρα. Και δε λες κάποιον "βλάχο" για τη φάρα, αλλά για το τρόπο ζωής του. Μισόλογα της πόλης. Πόσο γλυκούληδες είναι αυτοί οι Αθηναίοι πολλές φορές. Στους "βλάχους" πάνε και φτιάνουνε κωλόσπιτα για να κατεβαίνουν τα γουηκέντς.

-Εσύ τι;
-Εγώ τι;
-Τι έγινε με τα θέματα;
-Αχά.

Δεν είχα πολύ όρεξη να μιλήσω για πράγματα που ήδη ενισχύανε την μελαγχολία της ημέρας. Έδωσα μια συνοπτική περίληψη και ρούφηξα τη μπύρα μου- την οποία και έφτυσα σχεδόν από το ρουθούνι όταν είδα ότι είχε 4 ευρώπουλα. Ωραία. Και πώς να φχαριστηθείς μετά κώλους στο πεζόδρομο; Όταν σε τσούζει ο δικός σου ήδη;

-Τι να σου πω. Μου λεγε ο πατέρας μου, να βρω λέει στόχους. Για να έχω κάτι να παλεύω και να μη ψάχνω να βρω νόημα σε ουσίες.
-Αχα.
-Παπάρια. Στόχους έχω. Το να γίνω μεροκαματιάρης δάσκαλος και να βγάζω το μερτικό, είναι ένας στόχος. Και δε με χαλάει και καθόλου. Με φτιάχνει. Στόχους έχω, όνειρα δεν έχω και μου πρήζεται ο πούτσος.
-Μάλιστα.

Γνωστή τακτική-Σωτήρης: μπορεί να πιστέψει ότι τον στραβοκοίταξες όταν μιλάει (ενώ δε το έχεις κάνει) και να αρχίσει να ρίχνει κατάρες σε ρυθμό πολυβόλου, 23.459 λέξεις τα 20 δεύτερα, αλλά όταν του λες εσύ κάτι, επιλέγει πάντα να μη μιλάει καθόλου, σχεδόν. Και καλά κάνει. 10 χρόνια το ίδιο, θα μου φαινόταν αποκρουστικά περίεργο να άλλαζε τώρα.

Δε σήκωνε ούτε η τσέπη, ούτε η ώρα, παραπάνω από 4 μπύρες σύνολο (και πάλι έκλαιγα τα λεφτά), οπότε πήραμε πούλο. Πούλο, πουλί, πουλάκι και σπιτοκαλυβάκι. Κατέβαινα τα ίδια κτήματα με καταχνιά τριγύρω, και διασκέδαζα με τα σχήματα που έπαιρναν τα χόρτα στην άσφαλτο, πεταμένα, πατημένα- σαν αφηρημένες φιγούρες από λιωμένα από λάστιχο αμαξιού τρωκτικά, δίχως τα έντερα και το αίμα. Και θυμάμαι πώς φοβόμουνα αυτό το δρόμο μικρός- και τώρα απλά δε με ένοιαζε τίποτα. Όχι επειδή δε φοβόμουνα πλέον. Απλά δε με ένοιαζε. Δηλαδής, αν έχετε παρατηρήσει, όταν είσαι κούτσικος, σκέφτεσαι ότι πλάσματα και δαίμονες και στοιχειά θα πεταχτούν από κάποια σκοτεινή γωνία, και συ δε θα ξέρεις πώς να αντιδράσεις. Μεγαλώνοντας λίγο, φοβάσαι τον συνάνθρωπο. Το τι ποταπό καθίκι θα πεταχτεί από τις φυλλωσιές για να σου χαλάσει την τέλεια νιρβάνα του τίποτα και της μελαγχολίας που έχεις στη καθημερινότητά σου, με οποιοδήποτε μέσο- με οποιουδήποτε είδους βία. Και για να πω την αμαρτία μου, ακόμα φοβάμαι τα "δαιμόνια" (αν και αυτά αντικαταστάθηκαν σιγά σιγά με τα έκτρωπα του lucid dreaming, ευτυχώς σε μικρή κλίμακα ως προς τις περιόδους που σκάγανε), και ακόμα φοβάμαι τα καθίκια. Αλλά πλέον, δε με ένοιαζε τίποτα. Τι να χαλάσουν; Το κουκούλι; Το κουφάρι; Να με πάρουν στη κόλαση τα τριβόλια- ωραία, αρκεί να έχει Edelsteiner. Να με μαχαιρώσει κανάς κωλόβλαχος- δε γαμείς, μια τρύπα παραπάνω για piercing κοντά στις ρώγες. Στ'αρχίδια μου, ύψωνα ένα κωλοδάχτυλο ως τα ουράνια και ως τα τρίσβαθα, και για τρία δεύτερα, αισθάνθηκα τόσο, μα τόσο σημαντικός και δήθεν περήφανος, που παραλίγο να ξεχαστώ και να με πατήσει ένα ντατσούν κωλοφτιαγμένο (Στιμαγκιώτη προφανώς) που έφερνε μπαντιλίκια στον έρημο σκοταδόδρομο.

Μαξιλάρι και μάσκα οξυγόνου. Τα αέρια τα δηλητηριώδη των τελευταίων ημερών, σκάνε στη μάπα πάντα την ώρα του ύπνου. Και τότε είναι που βλέπεις πόσο άντρας είσαι. Όχι όταν αδειάζεις μπουκάλια, ούτε όταν σηκώνεις κωλοδάχτυλα. Λούσυ, ε Λούσυ.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Τα μελάνια

Μελέτη σε κάτι γομαράγκαθα

Νεκροκεφαλή, εκ των έσω, λεπτομέρεια και καλά

Lucid Dreaming κι έτσι, πενάκι τσίκι τσίκι

Lucid Dreaming 2, "μεικτή τεχνική", οχοχοχοχο

Κόκαλλα 1

Κόκκαλα 2

Κόκαλλα 3

Σαγόνι

Παϊδια

Νεκροκεφαλή ανάποδα

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Στάχτες


Απόψε ένιωσα την ανάγκη να ευχαριστήσω μερικούς ανθρώπους
που δε τους γνώρισα ποτέ
αλλά με έκαναν άντρα με το τρόπο τους.

Το ρεμάλι πχ από τους Pantera, τότε,
που κοπανιόταν και γκάριζε,
και σου δειξε οτι και ο μεγαλύτερος κρετίνος του κόσμου, ο πιο μπουνταλάς πρέζος, μπορεί να σε κάνει να στέκεσαι με γροθιές σφιγμένες και ότι είσαι δυνατός όσο τίποτε άλλο στο κόσμο.

τον Μπύχνερ και συγκεκριμένα τον Βόυτσεκ,
η μισή ψυχή μου σε γράμματα
"Να σκοτώσω τη σκύλα. Να τη μαχαιρώσω"

τους στίχους των Catharsis, τον Bryan.
Η μεγάλη γκιλοτίνα που κάνει τη ρυθμική της δουλειά,
σε κάθε κεφάλι που δε σκύβει
"One, by one, by one"

τον Spice που φώναζε,
μες την μεγαλοπρέπειά του,
"I'm not addicted. That's what you all say"
και με βοήθαγε ανέκαθεν με τα δικά μου.

Τον Μπουκόφσκι. Άντε να το πούμε να τελειώνουμε.
Τόσο απλότητα και ειλικρίνεια, την εκτιμάς
και ας βαριέσαι να την διαβάζεις όλη την ώρα.

Τον Αρτώ.
Πρεζάκια, μουρλαμένε καριόλη Αρτώ.
Υπέροχε Αρτώ.

Ο Φερλινγκέτι γάμαγε και έδερνε.
Μετριοπαθής ίσως για πολλούς αλλά
αυτή είναι η μαγκιά του:
δε δέχτηκε κιόλας το ρόλο του beatnik.
και γαμώ. Και έτσι πρέπει. Και να πα να γαμηθούνε.

Ο Lindberg που ούρλιαζε,
"22 years of pain and I can feel it closing in"
πάρτα. πάρτα πάρτα πάρτα.

Ο McCoy.
Που είπε αυτό:
"Winter without me, seems so beautiful".
Καθίστε σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό για το καθέναν από σας,
ΤΩΡΑ.
μαλάκες,
ΤΩΡΑ.

Ο Πανούσης.
Για ό,τι έχει πει σχεδόν.
Απλά.

Το Grim Fandango.
Επειδή είναι όπως είναι.

Και τα μουστάκια.
Μουστάκια.
Τα μουστάκια έχομε, φίλοι.
Μουστάκια.
Αυτό μας έμεινε μόνο.
τέρμα.
Καληνύχτα

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

φωτο, σχέδιο μεγάλο



Τράβηξα δυο φωτογραφίες από το ημιτελές (σήμερα τελειωμένο) έργο που έκανα στη σχολή, φιγούρες με μελάνι/μαρκαδοράκι και ίσα και φτου μη σε ματιάξω να πούμε.
Σκαναρίσματα έρχονται με το καιρό. Φεεεεεεεέτα.

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Σεντούκια μας.


Κάποια στιγμή, έχεις ανάγκη ένα reboot, λένε. Να αδειάσεις το κεφάλι σου από οτιδήποτε μέχρι και χτες σου χάραζε το μάγουλο σα λαμαρίνα, να επαναφορτίσεις τις μπαταρίες, να ξαναχαρείς το ότι έχεις αρκετούς στόχους πρόχειρους, ώστε να σε κρατήσουν σε εγρήγορση για όσο θεωρήσεις ότι αντέχεις ακόμα.

Κάποιες σπανιότερες φορές, βέβαια, ξυπνάς ένα πρωί και νιώθεις ελαφρύτερος. Και πάλι κάτι δε πάει καλά. Ελαφρύτερος, όχι από έγνοιες και σκοτούρες. Περισσότερο σαν το να ανοίγεις τρύπα κατά λάθος στο τελευταίο βαρέλι που έχεις με νερό, ταξιδεύοντας με καραβάνια προς τα Γόμορρα. Μια σπάνια, ειλικρινέστατη, αλλά ταυτόχρονα σοκαριστική διαπίστωση: έχεις χάσει τις φαντασιώσεις σου για το μέλλον.

Όλοι μας έχουμε ένα κουτάκι στο πίσω μέρος του μυαλού μας. Στο πιο απόμακρο δηλαδή σημείο αντίληψης του είναι μας. Θαμμένο στο πιο βαθύ πηγάδι μιας πρασινωπής ερήμου, στη μέση του τίποτα, δίχως μέρα και νύχτα. Αυτό το κουτάκι το γεμίζουμε από πιτσιρίκια με προσμονές. "Όνειρα". "Καύλες". "Ουτοπίες". Το έχετε νιώσει. Τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του απαραίτητου ρεαλισμού/κυνισμού και της αχαλίνωτης απαίτησης της φαντασίας για προσωπική ανύψωση. Τα μικρά μας σινιάλα, τα μικρά μας μεγαλεία όπως θέλω να τα αποκαλώ. Το ότι κάποτε θα καταφέρεις να κάνεις κάτι...οτιδήποτε, ΜΕΓΑΛΟ. Το ότι θα σε θυμούνται μετά το θάνατό σου με μεγάλα, "παχιά" κολακευτικά σχόλια για τη πάρτη σου, λόγω του έργου σου ή των πράξεών σου. Το ότι θα ζωγραφίσεις και θα φέρεις τα πάνω κάτω. Το ότι θα αφήσεις ένα συγγραφικό έργο τόσο πλούσιο και πολύτιμο, που θα σε γράψουν τα βιβλία της ιστορίας. Το ότι θα μιλήσεις σε κόσμο και θα αγγίξεις τόσες ψυχές, που ξέρεις ότι θα αναπνέουν μαζί με σένα και άλλα πόσα εκατομμύρια νοματαίοι. Οτιδήποτε. Πράγματα τα οποία αν έχεις ένα στοιχειώδες γνώθι σ'εαυτόν ξέρεις ότι δε θα καταφέρεις ποτέ, πραγματικά- αλλά είσαι απίστευτα ευτυχισμένος με το να τα φαντασιώνεσαι απλά. Με το να μπορείς να τα έχεις σα νησιδα σωτηρίας, κάθε φορά που βλέπεις ότι προστίθεται άλλο ένα τούβλο στο μαντρότοιχο που υψώνεται μπροστά σου, κάθε φορά που παρατηρείς άλλον ένα κόκκο άμμου να σκάει στη πατούρα της κλεψύδρας.

Και μια μέρα βλέπεις ότι το κουτάκι έχει αδειάσει. Ξαφνικά. Ίσως πήρε παραπάνω χρόνο απ'όσο νομίζεις, αλλά η συνειδητοποίηση σε χτυπάει σα κεραμίδα, απότομα, κοφτά. Η διαχωριστική γραμμή που λέγαμε παραπάνω, αχρηστεύεται, το αισθάνεσαι σα σφίξιμο στο στομάχι κάθε φορά που καταπίνεις. Δεν υπάρχει τίποτα πλέον να διαχωριστεί.



Μετά το πρώτο αδέξιο ξύσιμο των χεριών και τα πρώτα άβολα λεπτά, έρχεται η τσαντίλα. ΓΙατί; Δε το προκάλεσες. Δε το ήθελες, σίγουρα όχι. Πώς να δεχτείς, αλήθεια, ήρεμα και πολιτισμένα, το γεγονός ότι από εδώ και πέρα, έχασες τη νησίδα σου; Ιδρώνεις στην ιδέα, δε θες καν να το σκέφτεσαι, αλλά για κάποιο λόγο, η σκέψη αντηχεί στ'αυτιά σου λες και στο φωνάζουν με ντουντούκα. Πεταρίζουν τα βλέφαρά σου από την ανασφάλεια, προερχόμενη από μια πραγματικότητα που τώρα νιώθεις να σε πλακώνει σα ταφόπλακα και να σου σπάει τα πλευρά. Ανάβεις τσιγάρο και το χέρι σφίγκει τον αναπτήρα σα να σφίγκει το λαιμό του χειρότερού σου εχθρού. Σκέφτεσαι τις ιστορίες μελαγχολίας και υποθαλπτόμενης αισιοδοξίας περί αγγελιοφόρων, νέα που κρατάς μέσα σου και πρέπει να διαδοθούν στα σωστά άτομα, το πρώτο φως ήλιου που είδες ποτέ από τότε που άρχισες να θυμάσαι τον εαυτό σου και σε ζέσταινε σα δεύτερη μήτρα, τις ωραίες στιγμές με διαφορετικά άτομα, και συνειδητοποιείς το πόσο μαλάκας είσαι- με μια σφαλιάρα, τα ρίχνεις όλα κάτω σα πύργο από τραπουλόχαρτα. Θέλεις να γδάρεις με μαχαίρι το δέρμα όσων αγαπάς περισσότερο, να δηλητηριάσεις το ρυάκι απ' το οποίο πίνουν νερό τα παιδιά αυτών για τους οποίους ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες, να σπάσεις τα δάχτυλα όσων σου είπαν ποτέ "καλημέρα" τυπικά, ψυχρά, απόμακρα, για να βγάλουν την υποχρέωση- ω ναι, λες, όλοι φταίνε, και φταίνε επειδή ακριβώς δε σου έδωσαν όσα άξιζες, ώστε να συνεχίσεις να καλλιεργείς φαντασιώσεις. Η καρδιά χτυπάει γρηγορότερα, οι γροθιές σφίγκουν περισσότερο, χωρίς να το καταλάβεις φέρνεις βόλτες στο διαμέρισμα σαν εκρεμμές.



Και μετά ηρεμείς. Γαληνεύεις.
Κατανοείς την ειρωνία, το συμπαντικό ανέκδοτο. Γι'αυτό προετοιμαζόσουν από μικρός, εσύ, και όλοι όσοι περπάτησαν σε αυτή τη κωλοτρυπίδα από λάσπη, πριν από σένα, μαζί με σένα, και όσοι θα περπατήσουν μετά από σένα. Βλέπεις ότι η διαχωριστική γραμμή ίσως ήταν μια φάρσα.

Ότι δεν είσαι απαισιόδοξος για το μέλλον. Ξέρεις τι σε περιμένει και το έχεις δεχτεί, στη πραγματικότητα, εδώ και πολύ καιρό. Δε σε νοιάζει, δε σε καταθλίβει- σε συγχωρεί, και το συγχωρείς κι εσύ. Θυμάσαι το ποιος είσαι και τι θες- και θυμάσαι, μετά από καιρό, ότι το μόνο που απαιτείς από αυτή τη ζωή, είναι να μπορείς να είσαι σε θέση να αναπνέεις και να χαμογελάς μέρα με τη μέρα. Και οι γροθιές ξεσφίγκουν, και ανοίγεις τη βρύση, και δε ντρέπεσαι να παραδεχτείς ότι δάκρυσες ενώ έχεις πάρει το πιο αυθόρμητο, ειλικρινές χαμόγελο στη ζωή σου.

Διαχωρίζεις το ένα από το άλλο. Θρηνείς το ότι έχασες τη νησίδα σου- στην ουσία, την λαγνεία σου για ζωή, τη μελαγχολία για το μέλλον, όπως αρμόζει στην ηλικία σου. Πραγματικά, σε τρυπάει ακόμα στα σωθικά. Είσαι άδειος, ωραία- αλλά τουλάχιστον το ξέρεις. Και ξέρεις το γιατί. Και αναρωτιέσαι, αν υπάρχει κάτι, με το οποίο μπορείς να γεμίσεις το κενό, πλέον. Και θυμάσαι ότι έχεις την ευτυχία να επικοινωνείς με ανθρώπους που σε κάνουν να ζεσταίνεσαι μέσα σου, περισσότερο και απ'οσο μια στρατιά από ήλιους αυγουστιάτικους. Και θυμάσαι ότι έχεις την ευτυχία, έστω και για ένα λεπτό στη ζωή σου, να δεις τον εαυτό σου σα μόριο, μέσα σε μια σπείρα από καταστάσεις, να σου ανοίξουν τα μάτια διάπλατα με το πόσο υπέροχη είναι αυτή η μοναξιά- να μην αισθάνεσαι τίποτα, μόνο απόλυτη αρμονία με το όλο και το τίποτα. Να μην σκέφτεσαι για δύο και για τρεις. Να μην είσαι "ζευγάρι" με κάποιον- θεε μου, τι αστείο που φαντάζει αυτή τη στιγμή, ε; Και η λαγνεία για ζωή, αν και δεν επανεμφανίζεται, δίνει τη θέση της στη λαχτάρα να τους χωρέσεις όλους μέσα σου.

Κάθεσαι και συλλογιέσαι τα πάντα στο καναπέ σου. Και κοιτάς το μισοάδειο μπουκάλι σου. Και χαίρεσαι που δεν έπεσες στη παγίδα να το θεωρήσεις αναπληρωματικό μιας σειράς γεγονότων που όταν τα βάζεις σε σειρά, σε γονατίζουν συναισθηματικά. Και λυπάσαι που ξέρεις ότι δε θα σταματήσεις να το βάζεις στο στόμα σου, παρόλο που αυτό κάνει αρκετά αγαπημένα σου πρόσωπα, περισσότερο ή λιγότερο, να στενοχωριούνται. Αράζεις το κεφάλι σου στο καναπέ, παρατηρείς τη λάμπα στο γραφείο να κάνει τα δικά της, τα μαλακισμένα, και να αναβοσβήνει σχεδόν, κλεινεις τα μάτια και θυμάσαι πότε αισθάνθηκες πάλι πραγματικά ευτυχισμένος, στη ζωή σου.

Και θυμάσαι τότε που είχες ονειρευτεί, μαλάκα Ηλία, ότι ήσουν τσακάλι. Σε μια έρημο χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς χρόνο, νύχτα και μέρα. Και μπροστά σου χόρευε Αυτή: η Παναγία των ονείρων σου, η πανέμορφη μικρούλα με το καστανό δέρμα και τα άσπρα πέπλα, με κινήσεις αεράτες, με κινήσεις ελεύθερες, ασυγκράτητες. Αληθινές. Και συ καθόσουνα και Την παρατηρούσες, ανίκανος να κάνεις κάτι άλλο, ήσουνα απόλυτα ολοκληρωμένος, ένιωθες απόλυτα ολοκληρωμένος. Και το φεγγάρι κατέβαινε και συνομιλούσατε, ψιθυρίζατε ο ένας στο αυτί του άλλου για Αυτήν, και Αυτή συνέχιζε να χορεύει, και σεις μένατε μαλάκες.

Οπότε αναρωτιέσαι, αν τελικά, πλέον, θα την ξαναδείς στο όνειρό σου. Την έχεις δει ήδη αρκετές φορές. Σταυρώνεις τα δάχτυλά σου και εύχεσαι να μην ήταν Αυτή, η λαγνεία σου για το μέλλον, οι κρυφές σου, παιδαριώδεις, ουτοπικές, μα τόσο σημαντικές για σένα φαντασιώσεις. Διότι αν ήταν, σε εγκατέλειψε. Και αν σε εγκατέλειψε, τότε μπορείς απλά να σταματήσεις να σκέφτεσαι το οτιδήποτε, και, είτε να μουδιάσεις, ανίκανος να ξαναισθανθείς σε ένα κόσμο που ποτέ δε κατάλαβες, είτε να το πάρεις επιτέλους απόφαση και να πεθάνεις από τα ξερατά σου στον ίδιο σου τον καναπέ.

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009

Pipi and Bibi's: Έλα μουνί στο τόπο σου

Σας έχω ήδη σκανδαλίσει αρκετά με την Toaplan και τις ανωμαλίες της που κατ'ευφημισμόν ονομάζουμε "videogames" και στο παρελθόν (δες "Knuckle Bash"). Αλλά το να μην αναφερθείς στο σκανδαλώδες σχεδόν "Pipi and Bibi's" της ίδιας εταιρίας πάντα, αποτελεί κάτι παραπάνω από παράληψη: αιτία διαζυγίου, ευχή θανάτου, εθελούσιο αυνανισμό.

Το στήσιμο λιτό, μινιμαλιστικό. Μία πίστα, με διαβαθμίσεις στη σκηνογραφία από πολυκατοικία, ως καζίνα και φουτουριστικά κτήρια τίγκα στα τραμπολίνα, ένας ή δύο παίκτες, ο Πίπης ή ο Μπίμπης, να προσπαθούν να αποφύγουν μια κομπανία ολόκληρη από εχθρούς (μεταξύ των οποίων, τύποι που μοιάζουν με νταβατζήδες, πανκιά με κοστούμια, μπαλαρίνες-τραβεστί, και το αποκορύφωμα όλων, ένα γοριλόμορφο μπιλντέρι που όταν του επιτείθεσαι, κατεβάζει τα βρακιά του και τρώει τα πυρά στο κώλο), αμυνόμενοι μόνο με ειδικά πιστόλια-λέηζερ που "λιώνουν" τον αντίπαλο και τον ρίχνουν στο κάτω πάτωμα, και έχοντας σαν απώτερο στόχο να πυροδοτήσουν τις μπόμπες στα ειδικά δωμάτια, και στη συνέχεια να αποδράσουν και από το επίπεδο μέσω μιας εξόδου που ανοίγει εκείνη τη στιγμή.

Και φυσικά, μετά από κάθε level, γδύνεις σιγά σιγά και από μια ζωγραφισμένη γκόμενα, η οποία μετά από τέσσερις επιτυχημένες απόπειρες στις πίστες, μένει είτε γυμνή είτε όχι (αναλόγως και των bonus points που μαζεύεις), και φυσικά, με πολύχρωμα πιξέλια στο μουνί- μη μας πουν και ανώμαλους, και τα βυζιά αρκετά είναι, ε;

Βασικά, ξέρω ότι οποιαδήποτε απόπειρα επεξήγησης μέσω γραπτού λόγου περί τι ανωμαλίας διέπει αυτό το παιχνίδι, είναι όνειρο θερινής νυκτός. Οπότε σας αφήνω καβάτζα άλλη μια φωτό, και σας προτείνω, σήμερα κιόλα, να το βρείτε και να πάρουν φωτιά τα ΜΑΜέ σας.


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2009

Γάτα


Προσπαθούσα σήμερα σουρωμένος, στο ποτάμι, να χαϊδέψω μια γάτα.
Καριόλες, παιδί μου. Το ξέρετε όλοι.
Είχα ίσως πάρει τα πάνω μου από τις επιτυχίες στο χωριό, μόνο που μες στην σούρα μου ξέχασα την σημαντική λεπτομέρεια:
στο χωριό τις ταϊζαμε.
Δω πέρα, όχι.
Οπότε, τι παίζει;
Την κοιτάω, με κοιτάει και κουλουριάζεται αναστατωμένη σε μια άκρη.
Κάνω πίσω, αράζω απέναντι στο πεζοδρόμιο.
Με κοιτάει, με κοζάρει επίμονα.
Κάνω το ίδιο, προσποιούμενος ταυτόχρονα ότι αδιαφορώ.
Περνάει κάποια ώρα.
Αρχίζει και ανοιγοκλείνει τα μάτια "νυσταγμένα"
(γάτα, ξέρετε)
η παλιοκαριόλα, τότε είναι που σε κοζάρει πραγματικά
την κοιτάω, κάνω το ίδιο για ώρα
περνάει κάποιο χρονικό διάστημα που κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, μέχρι που βαρέθηκα
και γω και αυτή
"δε γαμιέται"
κάνω ένα βήμα μπροστά, μόνο και μόνο για να τα γαμήσω όλα
αρπάζεται, πάει στο απέναντι πεζοδρόμιο
άρα κάνω και γω το ίδιο
την κοιτάω πάλι, με κοιτάει πάλι
Ε, παπάρια, νυστάζω.
Πούλο και άστηνα να αράζει.
Αυτή χάνει ζεστό χάδι περιποιημένο.
Αλλά γι'αυτό και τις γουστάρεις κιόλας τις γάτες.
Στο μουνί τους όλα.

(τη τελευταία φορά σερνόμουνα στο πεζοδρόμιο προσποιούμενος το φιλικό θηλαστικό.
Όχι ότι είναι κάποια στρατηγική αυτό βέβαια-
μαλακία είναι
αλλά πάνω στο μεθύσι, το θεωρείς και γαμώ τις προοπτικές για να εξημερώσεις γάτα.
Άκου δω τώρα μαλακίες)

Zeboim

Scars and paths towards flesh
nails in the sky forming sunrises
as the most sincere cloud of arrival
disappears,
only empty spaces remain
construction of movements once thought as "pure"

Choosing to live before you die,
and never mentioning the fact that,
once, you chose belief over satisfaction,
inside a matter of regret,
when everything around floats,
in the middle of nowhere.

Just.
Keep on.
Shouting.
Instead.
Of.
Remaining.
Pure.
In.
The face.
Of a sterile clutch.

Forming your will
to experience.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

ΤΥΠΟΙ ΜΠΕΚΡΗΔΩΝ PART 3

1)Επιχειρηματίας μπεκρής (ο οραματιστής)
------------------------------------------------
Τους ξεχωρίζεις από χιλιόμετρα, κυρίως επειδή από ένα σημείο και μετά, και ενώ έχουν καθίσει εδώ και ώρα στο μαγαζί, το μάτι σου τους πιάνει να κοιτάνε έντονα αριστέρα και δεξιά, τα δοκάρια, τα καναπέδια, το χώρο του DJ, τα ποτά. Στην αρχή, όπως είναι φυσικό, θεωρείς ότι τσεκάρουν το χώρο- μετά από λίγη ώρα όμως, και μέσα σε φάση σούρας, έχουν ήδη πιάσει κεφαλοκλείδωμα το μαγαζάτορα (ο οποίος πολύ πιθανό να ναι και αυτός σούρα) και του αναλύουν ολόκληρο επιχειρηματικό σχέδιο: θα βάλεις καναπέδες εκεί, θα τραβήξεις τους άλλους απέξω, θα το ανοίγεις το μαγαζί σα καφετέρια και το πρωί, θα βάλεις τέτοια μουσική για τέτοια ώρα... κοίτα να δεις. Σαν θεατής και ακροατής, χασμουριέσαι απ' το πρώτο λεπτό, αν τύχει να πέσεις πάνω τους. Αλλά πάντα φανταζόμουν ότι, αν είχα μαγαζί, και ο κάθε επιχειρηματίας του ζύθου ερχόταν και μου πρηζε τα παπάρια με το πώς θα έπρεπε να δουλεύω το μαγαζί μου, μάλλον θα τα'παιρνα στη κράνα. Και το πιο αστείο: οι τύποι φέρνουν τις πιο άθλιες δικαιολογίες πάντα, για να δικαιολογήσουν το οποιοδήποτε όραμά τους. Δε νομίζω να έχουν σχέση οι τεκτονικές πλάκες αν σούρθηκαν αναμεταξύ των, αγορίνα μου, με το γιατί πρέπει να επενδύσω στο να βάλω πιο παχιά μαξιλάρια στους καναπέδες.

2)Σουρεαλιστής μπεκρής (ο άρχοντας των ψευδαισθήσεων)
--------------------------------------------------------------
Γνωστότατη, υπερ-συνηθισμένη κατηγορία. Αγαπητή ίσως, μιας και, ας το παραδεχτούμε, όλοι μας στη σούρα, έχουμε την τάση να μπλέκουμε θέματα και να τα στριμοκωλιάζουμε στην άκρη της γλώσσας μέχρι να τα εκτοξεύσουμε σε ανυποψίαστους συναδέλφους αλκοολοκαταναλωτές. Αυτοί οι τύποι όμως παίρνουν χρυσό μετάλλιο άνετα. Οι συζητήσεις ξεκινούν από τους U2, πχ, μέσα σε 10 λεπτά πάνε στο 30 κόσμο, από κει στο γιατί τα αποδημητικά πουλιά πετάνε σε ομάδες και πόσο εντυπωσιακό είναι να το βλέπεις σε συννεφιασμένους ουρανούς, σε 5 λεπτά θυμάται πόσο του λείπει το παστίτσιο από το χωριο, και κλείνει με ένα μελαγχολικό μειδίαμα για τότε που πήδηξε τη κόρη του περιπτερά μέσα στα καλάμια, στο ίδιο χωριό πάντα. Δε λέω. Έχει ίσως μια ροή σκέψεων. Έχω παρατηρήσει επί του θέματος, ότι αυτό είναι μια τέχνη που δε κατέχει ο κάθε μπεκρής. Υπάρχουν πολλοί πχ, που λένε ό,τι έχουν να πουν, μένουν σιωπηλοί όσο τους μιλάει ο άλλος σκεπτόμενοι ό,τι μαλακία θες μέσα στο καζάνι τους, και απαντάνε με αλλαγή 180 μοιρών στη συζήτηση. Αλλά όχι- οι συγκεκριμένοι φίλε κρατάνε τουλάχιστον τα προσχήματα- είναι πώς σου σκάει το κάθε ερέθισμα στη γκλάβα κείνη την ώρα, ξέρω γω, η ιδέα πώς μεταφράζεται σε εικόνα. Αλλά όπως και να'χει, well done.

3)Μουλωχτός μπεκρής (ο κανόνης)
----------------------------------------
Καταρχάς, να εξομολογηθώ ότι, όπως και πολλοί από σας φαντάζομαι, έχω ενδώσει πολλές φορές στο πολυαγαπημένο "κανονάκι" σε μαγαζά. Η τέχνη του κανονιού (ή "πιστόλα" αν θέλετε) είναι μια ικανότητα που για να την αποκτήσεις πρέπει να περάσουν χρόνια και χρόνια. Λεπτεπίλεπτες κινήσεις, σίγουρες για τον εαυτό τους, εκμετάλευση της ατμόσφαιρας του κάθε μαγαζιού, πολλά εν πάσει περιπτώσει, που δε μας σηκώνει και βδομάδα ολόκληρη να τα αναλύουμε. Οι συγκεκριμένοι τύποι είναι αφόρητα διασκεδαστικοί, ενοχλητικοί, ή συμπαθείς, αναλόγως της καύλας σας. Αλλά όπως και να'χει, να θυμάστε: όταν πάτε να μπείτε σε ένα μπαρ και την ίδια στιγμή βγαίνουν άτομα που φαντάζουν αδιάφορα, αλλά την ίδια στιγμή, με το που στρίψουν απ' τη γωνιά, αρχίσουν να γελάνε ευχάριστα, τότε δύο συμβαίνουν: είτε είναι πετυχημένοι κανονάκηδες (και ναι, το γέλιο και οι εναγκαλισμοί είναι ένα είδος τελετουργικού, αν θέλετε, για την επιτυχία του να φύγουν χωρίς να πληρώσουν, ή να πληρώσουν λιγότερα απ'ό,τι χρωστάνε καθαρά), είτε η φάτσα σας είναι υπέροχα διασκεδαστική και φέρθηκαν ευγενικά.

4)Ψυγειομπεκρής (ο αποτυχημένος κομικός)
----------------------------------------------
Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν χιούμορ. Οκέη. Ούτε γω ιδιαίτερα, απλά είχα την ευτυχία να γνωρίσω μερικούς που το κατέχουν και γαμάει. Αλήθεια γαμάει, πέρα από υποκειμενικότητες περί του "τι κάνει το καθένα να γελάει". Ή το'χεις, ή δε το'χεις. Είναι ίσως άβολο, να είσαι σε μια παρέα, απ' την οποία ένα άτομο χωρίς χιούμορ, εκτοξεύει συνέχεια κρυάδες, και απαιτεί από σένα να γελάσεις. Το κατανοώ. Αλλά ρε πούστη, αν η ίδια παρέα είναι στο μπαρ, και κάποιο παρόμοιο άτομο έχει γίνει λιάρδα, δε σε σώζει τίποτα. Κάνε το σταυρό σου, κάνε στσιμπούκι στον Αη Γιώργη, δε ξέρω, ό,τι αισθάνεσαι καλύτερο, αλλά να ξες ότι θα σε φάει η μαρμάγκα. Ο ψυγειομπεκρής θα σε βομβαρδίσει με ένα μάτσο απαίσια λογοπαίγνια, αποτυχημένα ανέκδοτα (τα οποία παίρνουν ώρα, και τα οποία, μα το θεό, παίζει να μπερδέψει σε βαθμό κακουργήματος, ή, παίζει τα ανέκδοτα να γαμάνε σαν ανέκδοτα, αλλά να τα πει τόσο κατακρεουργημένως ευνουχισμένα, που να ξενερώσει και καυλωμένο ελέφα), ανούσιες δήθεν πιπεράτες ιστορίες (καρφώστε το καλά στο νιονιό σας: το να λέτε απλά μια ιστορία που έχει σεξ και πούτσες και μουνιά, θεωρείται αστείο μόνο από βρέφη, ανοργασμικές θεούσες και 14χρονα που ακόμα φαντασιώνονται πως είναι το γυναικείο όργανο αναπαραγωγής), ή και καλά "ψαγμένο" χιούμορ, "εγκεφαλικό", όπου "εγκεφαλικό" εννοείται εγκέφαλος αμοιβάδας βέβαια. Κοίτα να δεις: σαν ευγενής παπάρας σε βαθμό παρεξηγήσεως, συνήθως χαζογελάω μέχρι να σουρώσω καλά, μετά απλά όλα γυρίζουν και δε προσέχω τίποτα, οπότε άστον να μιλάει και γάμα τον. Οι πιο σπαθί τύποι, έχουν όλο το δίκιο του κόσμου να τους κάνουν κλύσμα με μίσος μέσα στο μαγαζί. Τους αξίζει.

5)Βαρβατομπεκρού (η αγριογκόμενα)
----------------------------------------
Πείτε με μαλάκα, οι γυναίκες της παρέας, αλλά το γυναικείο φύλο το ψιλοσνομπάρω στα ποτά. Δε λέω ότι δεν υπάρχουν γυναίκες που βάζουν κάτω άνετα άντρες στο πιοτί, αλλά, ούτε έχω τύχει να γνωρίσω καμία τέτοια, ούτε και πιστεύω ότι είναι πολλές. Άρα εδώ μιλάμε με τα δικά σας δεδομένα/μέτρα, ω πανέμορφες (έτσι, να βγάλω και μια ευαισθησία καλλιτεχνική, να πιάσω και γκόμενα, που είναι και ο απώτερος σκοπός της τέχνης). Η βαρβατομπεκρού θα νιώσει ζαλάδα, και, ίσως δήθεν απειλούμενη, θα σφιχτεί, θα κρατηθεί από τη μπάρα δυνατά, θα μασουλάει πατατάκια κοζάροντας σα μπάτσος τους πάντες, θα είναι στη τσίτα ρε αδερφέ. Αν κάποιος κακόμοιρος, δε, κάνει το λάθος να πάει να της τη πέσει, θα φάει είτε σνομπάρισμα, είτε βρίσμο του αιώνα- "ποιος είσαι συ", "τι νομίζεις ότι κάνεις", "πουτάνα με πέρασες ρε μαλάκα" και τέτοια. Μερικές, θεωρούν καλό να βρίζουν τον άλλο μες τα μούτρα του επί 3 ώρες, αγνοώντας το ότι, αν ο άλλος, άντρας γαρ, νευριάσει και με το δίκιο του, δε το χει και πολύ να της χώσει καμιά μπουνιά στο κούτελο. Οπότε κοπέλες, ηρεμάτε και χαλαρώστε. Όλος ο κόσμος σας ανήκει.

6)Μαέβιους Παχατουρίδης (ο κωλοκαλλιτέχνης)
----------------------------------------------------
Ναι, ίσως λίγο "ιδιαίτερο", αλλά δεν είναι και σπάνιο. Δε θα αναφερθώ καν σε dress codes και τέτοια. Δε θα αναφερθώ καν στην σεξουαλική προτίμηση, συνήθως, αυτών των τύπων (λέω "συνήθως". οκέη. Λέω, "ΣΥΝΗΘΩΣ". Δω μέσα πολιτικάλυ κορέκτ μαλακίες δεν έχει, γκέγκε;). Τίποτα από αυτά δεν είναι ουσιαστικά ενοχλητικό. Αυτό όμως που σε κάνει να θες να αρπάξεις γρύλο και να τους αδειάσεις τα αιμοπετάλια στο τραπέζι, είναι ότι νιώθουν την απέραντη, την ΑΙΩΝΙΑΑΑΑΑ, την ΜΕΓΑΛΗΗΗΗΗΗΗ ανάγκη, να δείξουν σε όλους, πόσο καλλιτεχνάρες, θεωρητικά έστω, είναι. Και "ο Τζιραλντάιο αυτό" και "ο Ιερώνυμος Μπος" το άλλο και "ο Ρόρρης, πήγα στην έκθεσή του, μεχ, μέτριααααααα", ναι, λες και μπορείς να ζωγραφίσεις εύκολα σα το Ρόρρη, παλιοπουτανίτσα πεοκαταναλώτρια. Τα λόγια είναι απλά: (1) οι θεωρητικές γνώσεις από μόνες τους δε σε κάνουν καλλιτέχνη, αν είσαι κλειστόμυαλο αρχίδι που περιφρονεί τα πάντα εκτός από την αντανάκλασή του στο καθρέφτη, (2) η τεχνική δε σε κάνει καλλιτέχνη, αν είσαι κλειστόμυαλο αρχίδι που περιφρονεί τα πάντα εκτός από την αντανάκλασή του στον καθρέφτη, (3) ο συνδιασμός αυτών των δύο δε σε κάνει καλλιτέχνη, αν είσαι κλειστόμυαλο αρχίδι που περιφρονεί τα πάντα εκτός από την αντανάκλασή του στο καθρέφτη, (4) το να ψάχνεις να γίνεις καλλιτέχνης, είναι τόσο μαλακισμένο, όσο και το να γαμάς τη γκόμενά σου, και να τη ρωτάς όλο συναισθηματικότητα, "σε πονάω αγάπη μου;". Άντε ρε μαλάκες, άντε.

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Δηλώνω ότι...


...σήμερα ήταν μια εξαίσια μέρα.
Και πειδη είμαι στα χάι μου να πούμε, τσακώστε και τραγουδάρα:

http://www.youtube.com/watch?v=8VgjxPcVols

Άιντα! Άλα μου!

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2009

Ξεσκαρτισματάκι


Έκανα ένα ξεσκαρταρισματάκι στο blog σήμερα, έσβησα τα περισσότερα μεθυσμένα posts, αφήνοντας το τελευταίο gay χτεσινό για να κλείσει η φάση με το μεξικάνικο κωλοδάχτυλο που πολύ γουστάρω.

Και φυσικά η φάση/θέμα θα κλείσει μέχρι να ξανανοίξει κάποιο από αυτά τα βράδια τίγκα στη σούρλα. Βεβαίως, βεβαίως- κάνεις το καλό, πας να προσπαθήσεις να ευχαριστηθούνε όλοι, και σε θεωρούνε και μαλάκα.
Πάρτα, Ηλία:

Αν έτσι είναι να πάει, ας πάει.
Ώχου πια.